Μπορεί ένας από μας ν’ αγαπήσει μια γυναίκα;
Ας βγει έξω
Ας περπατήσει προς τη θάλασσα
Ας τραγουδήσει
Από τα κύματα θ’ ανθίσουν γυναίκες
Όχι μονάχα για κείνον που τραγουδά
Αλλά για όλους μας
Όλοι θα μάθουμε ξανά τον έρωτα
Σαν να μην τον ξέραμε ποτέ
Σαν να τον είχαμε λησμονήσει
Γιατί τον είχαμε λησμονήσει.
Δεν είμαστε ποιητές σημαίνει φεύγουμε
Σημαίνει εγκαταλείπουμε τον αγώνα
Παρατάμε τη χαρά στους ανίδεους
Τις γυναίκες στα φιλιά του ανέμου
Και στη σκόνη του καιρού
Σημαίνει πως φοβόμαστε
Και η ζωή μάς έγινε ξένη
Ο θάνατος βραχνάς.
Μου φαίνεται πως η Άνοιξη
Σαν κελαηδά με τρέμει
Μην της ζητήσω ένα σκοπό
Να δώσω του έρωτά μου
Μην της ζητήσω ένα φιλί
Να σου φιλήσω την καρδιά
Να σου χαρίσω δυο φτερά
Και να σε δω δικιά μου.
Έχω δει την αιωνιότητα μέσα στο δάσος
Για να έρθει προς εμένα επάτησε πτώματα
Αλλά η στιγμή έφεξε όπου όλοι αναστήθηκαν
Τ’ αστέρια χαμογέλασαν
Κι η θάλασσα ανέβηκε σαν ήχος στις καρδιές μας
Τότε η αιωνιότητα φάνηκε ντυμένη φουστανέλλα.
Λένε πως η Άνοιξη ξανά
Πρώτα θα κάνει φόνο
Πρώτα θα κάνει φόνο
Και ύστερα θα πεθάνει
Λένε πως η Άνοιξη ξανά
Έχει φιλήσει όλους
Τα παλικάρια έφυγαν
Έμειναν οι κοπέλες
Και τίποτα δεν έρχεται ξανά
Αν η Άνοιξη δεν έρχεται
Λένε πως έφτασε η ζεστή
Η πιο ζεστή μας μέρα.
Η λύπη ο κήπος
Ο ξανθός έφηβος
Ο κόσμος των κοριτσιών
[...]
Λυμαίνονται τον ύπνο μου
Όπως τα κοχύλια που αγάπησα
Στα πρώτα χαράματα
Στα θαλασσινά χρόνια.
Οι έρωτες ασπρίζουν τη σελήνη
Τα ρόδα μάς εφάγανε τα χείλη.
Ήταν γυναίκα, ήταν όνειρο, ήτανε και τα δυο.
Ο ύπνος είναι ένα απλοϊκός άνθρωπος
Γεμάτος δώρα
Που τα χαρίζει σ’ όλους
Που τα μαζεύουν όλοι
Ο ύπνος είναι ένας κύκνος αυθόρμητος
Που ανάβρυσε πάνω στα νερά της ψυχής
Ο πόθος μας δεν του μοιάζει
Αλλά και ο πόθος μας
Είναι ένας απλοϊκός άνθρωπος
Προικισμένος με δώρα και χαρά.
Ο αγαπημένος ουρανός
Τόσο αφελής τόσο αγαθός
Με το άπλετό του φως μάς ενοχλεί·
Δε συγχωρεί
Να ερωτευθούμε τη ζωή
Με προθυμία.