Από την πτώση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, κι από νωρίτερα ακόμα, και σ’ όλη τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, ώς το 19ο αιώνα, και κατά κάποιον τρόπο ώς και σήμερα, το καίριο πρόβλημα των Ελλήνων είναι πάντα το εθνικό πρόβλημα. Αυτό το πρόβλημα έχει δύο σκέλη το ίδιο σημαντικά για τους Έλληνες: Την απελευθέρωση όλων των ελληνικών εδαφών, ώστε να δημιουργηθεί ένα κράτος ελεύθερο και κυρίαρχο, αλλά και την εμπέδωση ενός ανεξάρτητου βίου, δίχως ξένες παρεμβάσεις. Τα κοινωνικά και τα πολιτικά προβλήματα είναι λοιπόν σφιχτά δεμένα, υποταγμένα θα έλεγα, στο σημαντικό εθνικό αυτό πρόβλημα που έχει σημαδέψει από καιρό τώρα την ιδεολογία των Ελλήνων.
Η λύση στην ιστορία μοιάζει με την κάθαρση της τραγωδίας. Γίνεται μέσα μας και η επίδρασή της στη γενική εξέλιξη ενός έθνους δεν είναι πάντοτε άμεση. Είναι μακρινή.
Είναι στιγμές όπου ο ερευνητής αισθάνεται την ανάγκη να καταρτίσει τον κατάλογο των προβλημάτων που πηγάζουν από το υλικό που οι επιμέρους έρευνες ―ξένες ή δικές του― συσσώρευσαν, να προτείνει ―έστω και προσωρινά― κάποιες λύσεις ή κατευθύνσεις για λύσεις, να διαρθρώσει την προβληματική σ’ ένα σύστημα αλληλουχιών για να προσπαθήσει να καθορίσει τη λειτουργία μέσα σ’ αυτό το σύστημα των παραγόντων μακρόχρονης ή συντομότερης διάρκειας ή ακόμα των σταθερών που συνοδεύουν το λαό μας στην ιστορική του πορεία. Να προτείνει τέλος κάποια ιεράρχηση των πολλαπλών αυτών παραγόντων που καθορίζουν το ιστορικό γίγνεσθαι.
Ο ελληνισμός ανήκει στην κατηγορία των μικρών λαών που κινούνται στην περιφέρεια του νεότερου κόσμου, και που η σταδιακή ανάπτυξη της εθνικής τους συνείδησης και η συγκρότησή τους σε καινούργια έθνη, που διεκδίκησαν και διεκδικούν την πολιτική τους ανεξαρτησία και την οικονομική και πολιτισμική τους αυτονόμηση, συντελείται μέσα στην πάλη εναντίον υπερεθνικών αυτοκρατοριών στην αρχή, εναντίον υπερεθνικών ιμπεριαλιστικών οικονομικοκοινωνικών συγκροτημάτων στα νεότερα χρόνια.
Η αντιστασιακή αυτή διαδικασία, με την πιο πλατιά σημασία του όρου, που περιέχει κάθε προσπάθεια διαφύλαξης της ιδιαίτερης προσωπικότητας ενός λαού, παίρνει διάφορες μορφές: από την απλή προσαρμογή στις εκάστοτε συνθήκες με προοπτική τη διείσδυση στους πολιτικοκοινωνικούς μηχανισμούς της κατάκτησης και τη μετατροπή τους σε όργανα εθνικής συντήρησης [...] και την ολοένα και περισσότερο ενεργό συμμετοχή στους οικονομικούς μηχανισμούς των κατακτητών [...], ώς τη συνεχή παθητική ή ένοπλη αντίσταση [...] που κατέληξαν στην εθνικοαπελευθερωτική επανάσταση του ’21.
Οι μικρές διαφορές στην οικονομική βάση των διαφόρων ηγετικών ομάδων του έθνους [...] και η συμμετοχή τους στην εξουσία συντέλεσαν στη δημιουργία, ήδη μέσα στην Τουρκοκρατία, μιας σύνθετης ηγετικής τάξης με ασαφείς και διφορούμενους κοινωνικούς, πολιτικούς και ιδεολογικούς προσανατολισμούς.
Η κάποια διαφοροποίηση στις αρχαϊκές δομές της ελληνικής κοινωνίας, με την ανάπτυξη κάποιας αστικής τάξης [...] συμβάλλει βέβαια με τον καιρό σε κάποια αποσαφήνιση των κοινωνικών δομών, αλλά δεν καταφέρνει να αλλάξει ριζικά τον ανάμικτο και συγκεχυμένο χαρακτήρα των διευθυντικών ομάδων του έθνους.
Η άμεση επέμβαση των προστάτιδων δυνάμεων πήρε στην Ελλάδα χαρακτήρα σχεδόν θεσμικό, σε τέτοιο σημείο ώστε ακόμα και μέχρι σήμερα το εύρος και η διαφάνειά της οδηγούν πολλούς παρατηρητές των ελληνικών υποθέσεων να θεωρούν τις ξενικές επεμβάσεις σαν πρωταρχικό παράγοντα της «ιδιόμορφης» εξέλιξης της χώρας. Ορισμένοι φτάνουν μάλιστα μέχρι να ξεχνούν τις εσωτερικές δυνάμεις, των οποίων ο ρόλος παραμένει παρ’ όλα αυτά σημαντικός.
Πράγματι, δεν υπάρχει αμφιβολία πως η εξήγηση του ιδιαίτερα έντονου αυτού φαινομένου στην ελληνική πολιτική πρέπει να αναζητηθεί στις οικονομικές και κοινωνικές δομές της χώρας, που καθορίζουν κατά κύριο λόγο τη συμπεριφορά των ελληνικών πολιτικών δυνάμεων, οι οποίες συμβιώνουν με την ξενική επέμβαση, τη διευκολύνουν και συχνά την προκαλούν.
Η εξωτερική και εσωτερική πολιτική κάθε περιόδου της νεοελληνικής ιστορίας αντανακλά το περιθώριο ελιγμών που αφήνεται στη μια ή στην άλλη πολιτική συνιστώσα του τόπου από την ξένη δύναμη, η οποία κυριαρχεί κάθε φορά στα πράγματα της Ανατολικής Μεσογείου και στη νοτιοανατολική Ευρώπη.
Η εξασφάλιση της ιστορικής μνήμης, όπως τη διατύπωσε ήδη ο Ηρόδοτος [...] πηγάζει, σε τελευταία ανάλυση, από την ανάγκη της πράξης. Ο σκοπός και η λειτουργία της ιστορίας οδηγούν στην πράξη· στη θεμελίωση δηλαδή μιας όσο το δυνατόν γερής αντικειμενικής βάσης για κάποιον προγραμματισμό μελλοντικής δράσης.
Τα νέα προβλήματα που θέτει ο ιστορικός για μια περασμένη εποχή είναι, κατά κάποιον τρόπο, προέκταση των προβλημάτων που θέτει η εποχή του. Τα καινούρια ερωτήματα που θέτει στις ιστορικές πηγές, που, όπως είναι γνωστό, δε μιλούν συνήθως από μόνες τους, αλλ’ απαντούν μονάχα σε ερωτήματα, αναφέρονται σε σχέσεις, συνείδηση των οποίων παίρνει ο ιστορικός στη δική του εποχή.
Το παρόν όχι μόνο βοηθά στην εξήγηση και την κατανόηση του παρελθόντος, αλλά κάτι περισσότερο, ο βαθμός της πληρότητας της αναπαράστασης του παρελθόντος εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τα επιστημονικά ερωτήματα του παρόντος.
Ο βαθμός της δημοκρατικότητας μιας πολιτείας μετριέται με το είδος της ιστορίας που επιτρέπει ή βοηθά να γραφεί.
Αν η αστική τάξη υπήρξε ο πρωταρχικός παράγων της εθνικής συνείδησης και ο οργανωτής του αγώνα για την ανεξαρτησία, η εθνική ιδέα και η Ελληνική Επανάσταση έχουν τις πηγές τους και τις ρίζες τους στην αγροτιά και στ’ άλλα καταπιεζόμενα στοιχεία του ελληνικού λαού (μικροαστοί, διανοούμενοι).
Ορισμός της πολιτικής ιστορίας: η κατ’ εξοχήν ιστορία της εξουσίας περιβεβλημένη το νομικό σχήμα του κράτους και των αμέσως συνδεομένων μαζί του κλάδων πολιτισμού, του δημοσίου δηλαδή δικαίου, της οικονομίας, των κοινωνικών αγώνων και θεσμών.
Όταν ο ιστορικός προβάλλει ένα νόημα που ανακαλύπτει σ’ ένα σύμπλεγμα γεγονότων, θέλει να πει πρώτα πρώτα ότι προσπάθησε, με την ιστορική ανάλυση και κριτική, να τοποθετήσει ολόκληρο το σύμπλεγμα τούτο στην ιστορική αλυσίδα των αιτίων και αιτιατών, να βρει δηλαδή τις αιτίες που το γέννησαν και τ’ αποτελέσματα που με τη σειρά του προκάλεσε, κι έπειτα ότι διαβλέπει στη σειρά των επιμέρους γεγονότων που το απαρτίζουν και που φαίνονται στην αβασάνιστη ματιά ασύνδετα ή αντιφατικά μια δεσπόζουσα κατευθυντήρια γραμμή, ένα προσωρινό τέρμα (και συγχρόνως αφετηρία νέων μελλοντικών εξελίξεων), ένα σκοπό, στον οποίο οδηγεί ολόκληρη μία κοινωνία, ένα λαό ή ένα έθνος ο ανταγωνισμός των ομάδων που το απαρτίζουν.
Οι πολιτικές ενέργειες των ανανεωτικών ελληνικών δυνάμεων στα χρόνια 1940 με ’50 δίνουν την εντύπωση ότι καθορίζονται περισσότερο από ψυχολογικές αντιδράσεις, από μια σειρά στοιχημάτων, παρά από ψύχραιμο μελετημένο υπολογισμό, θεμέλιο κάθε πολιτικής που είναι υποχρεωμένη να στηρίζεται στην ακριβή εκτίμηση του συσχετισμού των δυνάμεων. Μια τέτοια ψυχολογική πολιτική δε στερείται βέβαια μεγαλείου και δημιουργεί ήρωες και μάρτυρες. Αλλά η θυσία των ηρώων και των μαρτύρων δε λειτουργεί στην ιστορία παρά στη μακρά διάρκεια. Κι ίσως εδώ να βρίσκεται η κάθαρση της ελληνικής τραγωδίας.