Αυτός είναι ο θίασός μας, με αυτόν θα παίξουμε.
Ποιος από τους παρόντες διανοουμένους μας μοιάζει να έχει πάθει τίποτε από τη σκέψη του, αρρωστήσει απ’ αυτή, απελπιστεί, σιχαθεί τον εαυτό του: να την έχει ζήσει κατάσαρκα.
Υπάρχουν, φαντάζομαι, άνθρωποι που δεν τολμήσανε να ζήσουν, από υπερβολική ευαισθησία. Η ευαισθησία, για να είναι χρήσιμη, πρέπει να συντροφεύεται από ανάλογη δύναμη.
Μην αναβάλλεις: ουσιαστικός κανόνας της ζωής. Αλλιώς, κινδυνεύεις να σε πάρει ο ύπνος. Διώχνε κάθε σκέψη συγκαταβατική, συνένοχο, κλεφταποδόχα. Μην ξεχνάς πως δεν πρέπει μόνο την πνευματική συνήθεια ν’ αποχτήσεις, αλλά και τη σωματική. Σε καθετί υπάρχει και μια σωματική στάση.
Η θύμηση μού έφαγε τη μνήμη.
Αν η φωνή των γυναικών είχε άλλο τόνο, αν ήταν πιο ψιλή ή πιο βαθειά, μπορεί, ποιος ξέρει, η ψυχή ολόκληρη να ήταν διαφορετική, όλη μας η ευαισθησία.
Όπως έχουμε έναν οπτικό ορίζοντα, μπορούμε να φανταστούμε κι έναν ορίζοντα ακουστικό, έναν της όσφρησης, έναν του σωματικού πόνου κτλ. Ο άνθρωπος κλεισμένος μέσα σ’ αυτούς τους κύκλους.
Ο λαός είναι φυσικός. Ο τεχνίτης στο πρώτο κοίταγμα είναι αντιφυσικός. Ο λαός μιμείται. Το πρώτο άρθρο του Πιστεύω του τεχνίτη είναι ν’ αποφεύγει τη μίμηση όσο μπορεί.
Ο χριστιανισμός τους: [...] Προτιμούν την καθαρή ανηθικότητα από κάθε ηθική που δεν είναι η δική τους.
Άπειρο είναι για μας ό,τι ξεπερνά για ένα χιλιοστό του χιλιοστόμετρου το «βεληνεκές» των αισθήσεων και της γνώσης μας. Είμαστε αβυθομέτρητοι, γιατί το σκοινί της βολίδας είναι κοντό. Ας αφήσω ελεύθερα τα ένστικτά μου, θα ξέρουν καλύτερα να με οδηγήσουν.
Η φύση είναι ό,τι υπάρχει το πιο αντίθετο με την ψυχή του ανθρώπου. [...] Το αίσθημα του ωραίου δεν είναι φυσικό· το αίσθημα του ηθικού δεν είναι φυσικό· η ανάγκη της προσευχής δεν είναι φυσική, μήτε η ανάγκη της μοναξιάς, μήτε και το κίνητρο που μας σπρώχνει προς τη φύση. Ο άνθρωπος γυρεύει το Θεό, η φύση αδιαφορεί για το Θεό· ο άρρωστος άνθρωπος και ο υγιής άνθρωπος είναι το ίδιο φυσικοί κτλ. κτλ.
Υπάρχει ένα ποσοστό έκφρασης που ανήκει στο υλικό, ανεξάρτητο από τον τεχνίτη· δεν ξέρω αν θα το έλεγα τυχαίο. Τον άξιο τεχνίτη τον αναγνωρίζει κανείς, ακριβώς, από το συνδυασμό που επιτυχαίνει της βούλησής του με τη βούληση του υλικού.
Για κοίταξε πώς οι χειρονομίες μας, οι κινήσεις, οι πράξεις, τα συναισθήματα, οι σκέψεις μαρμαρώνουν ακαριαία μόλις μπουν στο παρελθόν [...] Γεννούμε αγάλματα κάθε στιγμή που πέρασε.
Θυμήσου πως αν μεταχειριζόμαστε τα λόγια των άλλων, δεν μπορούμε παρά να εκφράσουμε τις σκέψεις των άλλων.
Τι σημασία έχει η ελευθερία του ανθρώπου, αν δεν την εξαγοράζουμε κάθε τόσο (όχι με χρήματα, βέβαια). Μην ξεχνάς να σιχαίνεσαι πάντα τους ψυχικούς σελέμηδες.
Όταν δεν δίνουμε στο πνεύμα πράγματα που αξίζουν, λειτουργεί (γιατί δεν μπορεί παρά να λειτουργεί) με πράγματα τυχαία και μηδαμινά που μας ταπεινώνουν.
Σκέπτομαι να καθίσω να γράψω όπως όπως: η αρχή της εκτέλεσης είναι η καλύτερη έμπνευση.
Αν θες να βγεις από τη μοναξιά σου, πρέπει να τραβήξεις προς το μέρος της μοναξιάς σου και όχι της πολυκοσμίας ή της συντροφιάς.
Όλοι οι άνθρωποι είναι του καιρού τους. Ποιοι αντιπροσωπεύουν τον καιρό τους, είναι άλλη κουβέντα.
Το σχολειό για να μάθουμε να εκτιμούμε τα έργα της τέχνης είναι τα άλλα έργα της τέχνης και τίποτε άλλο...
Οι λεπτομέρειες, που μας παρέχουν τόσο άφθονα, θολώνουν την κρίση για το ουσιαστικό πρόβλημα. Σ’ αυτό βασίζεται η τέχνη της προπαγάνδας: στην επιδέξια χρησιμοποίηση της λεπτομέρειας, στον τεμαχισμό της αλήθειας.
Ο πορνοβοσκός, σήμερα το πρωί στην εκκλησιά, όρθιος πλάι στον ψάλτη. Με τη φήμη που έχει, κατάλαβε πως είναι καλό να επιδείξει ευσέβεια. Αλλά η εκκλησία δε λερώνεται από τούτη την πράξη, όπως δε λερώνεται ο Θεός από τις αμαρτίες των αντιπροσώπων του επί γης. Μήπως δε θα ’πρεπε να πει κανείς το ίδιο για κάθε μεγάλη ιδέα όπου, δεν μπορεί, θα υπάρξουν άνθρωποι αμαρτωλοί; Το κριτήριο δεν είναι άτομα, το κριτήριο είναι το σωστό και η αλήθεια της θρησκείας, της ιδεολογίας. Είναι άραγε έτσι; Ο σκοπός κάποτε αγιάζει τους φορείς του; Αλλά τα φριχτά και τα άθλια όντα;
Καταλαβαίνει κανείς πως δουλεύει καλά, όταν κάθε περιστατικό, το πιο μικρό και ασήμαντο, της καθημερινής ζωής του και της σκέψης του, έρχεται, σαν μοναχό του, και βάζει ένα πετραδάκι στο πράγμα που φτιάνει.
Τα ποτάμια δεν παρηγορούν, θέλουν χαρούμενη καρδιά [...] Τα ποτάμια σ’ αφήνουν πάντα πίσω, καθώς κυλούν, μ’ αυτά που έχεις, πίκρες, βάσανα, απελπισίες. Η θάλασσα λυτρώνει. Ένας άνθρωπος στην ακροποταμιά: από τις πιο θλιβερές εικόνες που υπάρχουν.
Πιο δύσκολο να συμπληρώσεις ένα στίχο παρά να σηκώσεις ένα βράχο.
Ύστερ’ από την πρωτοφανή συγκέντρωση του Ελληνισμού στον ελλαδικό χώρο [...] μόνο η δυνατότητα μιας καινούργιας διασποράς θα επιτρέψει στους Έλληνες να κάμουν κάτι. Σήμερα βλέπει κανείς καθαρά τα ψυχολογικά συμπτώματα πειναλέων ναυαγών σε μια ξυλάρμενη σχεδία. Γυρεύουν να φάει ο ένας τον άλλον.
Κατά βάθος, ο ποιητής έχει ένα θέμα: το ζωντανό σώμα του.
Το άθλιο συναίσθημα να βλέπεις τη γλώσσα να φυραίνει, να γίνεται ένα συνθηματικό τραύλισμα, από το φανατισμό.
Πρέπει να είναι κανείς σημαντικά μεγάλος, για να φτάσει στο ύψος του γέρου: Οιδίπους (στον Κολωνό), Μακρυγιάννης. Οι περισσότεροι γίνουνται κουρέλια. Το είδος μοιάζει να σπανίζει στα χρόνια μας, όπου οι άνθρωποι γερνούν και τελειώνουν χωρίς να ωριμάσουν.
Το κακό δεν είναι που επηρεαζόμαστε από ξενικές ιδέες στην Ελλάδα (και πώς να γίνει αλλιώς;) ― το κακό είναι που δεν είμαστε ποτέ έτοιμοι για φρέσκιες ιδέες· τις προτιμούμε σιτεμένες ή συντηρημένες στο ψυγείο· όταν γίνουν αντικείμενο μαζικής εξαγωγής.
Κατά βάθος με την ακινησία δε βρίσκεις την ηρεμία· το πέρασμα του χρόνου μ’ ένα είδος χορού μπορείς να το φτάσεις και να το ισορροπήσεις σε γαλήνη.
Όπως οι αλλοτινοί ραγιάδες παίρναν ξένες προστασίες για να φυλαχτούν από το Σουλτάνο, σήμερα σκεπάζουν τα καράβια τους με τη σημαία του Παναμά για να προστατευτούν από το ελληνικό κράτος.
Είναι τρομερό κάποτε με πόση καθαρότητα μπορεί να ιδεί ο Έλλην την απόσταση που τον χωρίζει και από την Ανατολή και από τη Δύση.
Είμαστε άξιοι να διοικήσουμε την Κύπρο, χωρίς να βλάψουμε αυτό τον κόσμο, κάνοντάς τον καλύτερο, χωρίς να τον κάνουμε μια ελλαδική επαρχία, σαν την Κέρκυρα, σαν τη Θεσσαλονίκη;
Το κλίμα της Κύπρου γιατί μου πηγαίνει.
Ελληνική, χωρίς Έλληνα χωροφύλακα ή δημόσιο υπάλληλο ― μετατόπιση της παράδοσης: πιο αρχαία και πιο ντοπιολαλιά.
Ό,τι μου λέγαν έπρεπε να το ψηλαφήσω
[...]
ό,τι μου λέγαν δορά και μετάξι.
Ίσως να είναι σωστό πως η αυστηρή σιωπή, όπως και άλλες πιο διαχυτικές εκδηλώσεις, μπορεί να σημαίνει ότι αποδίδουμε υπερβολική σημασία στον εαυτό μας.
[Η ψυχαναλυτική κριτική] μπορεί βέβαια να μας δώσει αξιοπρόσεχτα στοιχεία που μπορεί να φωτίσουν βιογραφικά μια φυσιογνωμία· αλλά [...] δεν μπορεί μήτε να αξιολογήσει μήτε να εξηγήσει τη γένεση ενός ποιήματος. Λειτουργεί με τον ίδιο τρόπο είτε πρόκειται για τα έργα ενός μεγάλου καλλιτέχνη είτε για τα έργα ενός ηλιθίου [...].
Θα διάβαζα με πολύ ενδιαφέρον μια καλή ψυχαναλυτική μελέτη για τον Καβάφη, αλλά θα διάβαζα με το ίδιο ενδιαφέρον μια καλή αστρολογική μελέτη πάνω στο ωροσκόπιό του.
Φτάξαμε τέλος στα χρόνια που εφευρέθηκε η κατάργηση της τυπογραφίας.
Τα λόγια σας συνήθεια της ακοής
βουίζουν μέσα στα ξάρτια και περνάνε
μήπως πιστεύω πια στην ύπαρξή σας
μοιραίοι σύντροφοι, ανυπόστατοι ίσκιοι.
Με τους καινούργιους ροδαμούς
οι γέροντες αστόχησαν
κι όλα τα παραδώσανε
αγγόνια και δισέγγονα
και τα χωράφια τα βαθιά
και τα βουνά τα πράσινα
και την αγάπη και το βιος
τη σπλάχνιση και τη σκεπή
και ποταμούς και θάλασσα.
Ελλάς· πυρ! Ελλήνων· πυρ! Χριστιανών· πύρ!
Τρεις λέξεις νεκρές. Γιατί τις σκοτώσατε;
Αυτό το νόημα, επειδή το βρήκε ο ποιητής, δε σημαίνει πως είναι ούτε περισσότερο ούτε λιγότερο άξιο από ένα άλλο νόημα που γεννήθηκε από την επαφή ενός τρίτου μ’ αυτό το ίδιο ποίημα. [...] Δεν υπάρχει καλλιτέχνης που να έχει δώσει αυθεντική ερμηνεία του έργου του.
[Κάλβος, Σολωμός, Καβάφης] Οι τρεις μεγάλοι πεθαμένοι ποιητές μας που δεν ήξεραν ελληνικά.
Με τι καρδιά, με τι πνοή,
τι πόθους και τι πάθος
πήραμε τη ζωή μας· λάθος!
κι αλλάξαμε ζωή.
Η σκέψη του ξένου κόσμου μάς κύκλωνε και μας στένευε σαν ένα δίχτυ.
Όταν δε μένει πια ούτε να διαλέξεις
το θάνατο που γύρευες δικό σου,
[...]
άφησε τα χέρια σου αν μπορείς να ταξιδέψουν,
ξεκόλλησε απ’ τον άπιστο καιρό
και βούλιαξε,
βουλιάζει όποιος σηκώνει τις μεγάλες πέτρες.
Τούτες τις πέτρες τις εσήκωσα όσο βάσταξα
τούτες τις πέτρες τις αγάπησα όσο βάσταξα
τούτες τις πέτρες, τη μοίρα μου.
Είδα τα φίδια σταυρωτά με τις οχιές
πλεγμένα πάνω στην κακή γενιά
τη μοίρα μας.
Να ’ναι η φωνή
πεθαμένων φίλων μας
ή φωνογράφος;
Φόρεσα πάλι
τη φυλλωσιά του δέντρου
κι εσύ βελάζεις.
Γράφεις·
το μελάνι λιγόστεψε
η θάλασσα πληθαίνει.
[Η δικτατορία της 21ης Απριλίου 1967] είναι μια κατάσταση υποχρεωτικής νάρκης όπου, όσες πνευματικές αξίες κατορθώσαμε να κρατήσουμε ζωντανές, με πόνους και με κόπους, πάνε κι αυτές να καταποντιστούν μέσα στα ελώδη στεκάμενα νερά. [...] Δυστυχώς, δεν πρόκειται μόνο γι’ αυτόν τον κίνδυνο.
Όλοι πια το διδάχτηκαν και το ξέρουν πως, στις δικτατορικές καταστάσεις, η αρχή μπορεί να μοιάζει εύκολη, όμως η τραγωδία περιμένει, αναπότρεπτη, στο τέλος. Το δράμα αυτού του τέλους μάς βασανίζει, συνειδητά ή ασυνείδητα, όπως στους παμπάλαιους χορούς του Αισχύλου. Όσο μένει η ανωμαλία, τόσο προχωρεί το κακό.
[...] Βλέπω μπροστά μου το γκρεμό όπου μας οδηγεί η καταπίεση που κάλυψε τον τόπο. Αυτή η ανωμαλία πρέπει να σταματήσει. Είναι εθνική επιταγή.
Τα μονοκοτυλήδονα
και τα δικοτυλήδονα
ανθίζανε στον κάμπο
σου το ’χαν πει στον κλήδονα
και σμίξαμε φιλήδονα
τα χείλια μας, Μαλάμω!
Δεν καταλαβαίνω τους ανθρώπους
όσο και να παίζουν με τα χρώματα
είναι όλοι τους μαύροι.
Ήταν μια πολιτεία παλιά· τειχιά δρόμοι και σπίτια
ξεχώριζαν σαν πετρωμένοι μυώνες κυκλώπων,
η ανατομία μιας ξοδεμένης δύναμης κάτω απ’ το μάτι
του αρχαιολόγου του ναρκοδότη ή του χειρούργου.
Φαντάσματα και υφάσματα, χλιδή και χείλια, χωνεμένα
και τα παραπετάσματα του πόνου διάπλατα ανοιχτά
αφήνοντας να φαίνεται γυμνός κι αδιάφορος ο τάφος.
[...] Ο κόσμος
ξαναγινόταν όπως ήταν, ο δικός μας
με τον καιρό και με το χώμα.
[...]
κι όλα στεγνώσαν μονομιάς στην πλατωσιά του κάμπου
στης πέτρας την απόγνωση στη δύναμη τη φαγωμένη
στον άδειο τόπο με το λιγοστό χορτάρι και τ’ αγκάθια
όπου γλιστρούσε ξέγνοιαστο ένα φίδι,
όπου ξοδεύουνε πολύ καιρό για να πεθάνουν.
Είναι δύσκολο ν’ απαλλαγεί ο κάθε άνθρωπος από τον αόρατο χορό των γερόντων που τον παρακολουθούνε σ’ όλη του τη ζωή.
Η ποίηση χρησιμοποιεί τη σιωπή, είναι καμωμένη από λόγο και από σιωπή, σμιλεύει τη σιωπή κατά κάποιον τρόπο. Η πρόζα είναι μια τέχνη σιωπηλή, ξετυλίγεται μέσα στη σιωπή· αν έχει διακοπές, δεν μπορεί να έχει σιωπές. Συνήθως η πρόζα που προσκαλεί την απαγγελία, η ποιητική πρόζα, είναι κακή πρόζα· η ποίηση που δεν προσκαλεί τη φωνή είναι κακή ποίηση.
―――――
Το καλό ποίημα πρέπει να περιέχει τη φωνητική του έκφραση· δεν πρέπει ν’ αφήνει περιθώριο για φωνητική ερμηνεία. Ο πιο φρόνιμος τρόπος να πεις ένα ποίημα είναι να το αρθρώσεις καθαρά.
Από το να μιλά κανείς μονάχος, ώς το να μιλά κανείς άλλη γλώσσα, δεν είναι μακρύς ο δρόμος.
Εκείνο που έχουμε στις μεταφράσεις των ποιημάτων δεν είναι διόλου μια προσέγγιση προς το έργο όπως γράφτηκε, αλλά ο καρπός της επιμειξίας δυο φυσιογνωμιών, που μοιάζει θλιβερά κάποτε με την οικογένεια του μεταφραστή.
Αν μπορούσα να μιλήσω τεχνικά, θα έλεγα πως και για την ποίηση χρειάζεται πριν απ’ όλα «ποιητικό» αυτί, με την έννοια που οι μουσικοί λένε πως κάποιος έχει «μουσικό» αυτί.
Τ’ αηδόνια δε σ’ αφήνουνε να κοιμηθείς στις Πλάτρες.
Κι ο Πάρης, μ’ έναν ίσκιο πλάγιαζε σα νά ηταν πλάσμα ατόφιο.
Τόσα κορμιά ριγμένα
στα σαγόνια της θάλασσας στα σαγόνια της γης·
[...]
για ένα λινό κυμάτισμα για μια νεφέλη
μιας πεταλούδας τίναγμα το πούπουλο ενός κύκνου
για ένα πουκάμισο αδειανό, για μιαν Ελένη.
Τ’ είναι θεός; τι μη θεός; και τι τ’ ανάμεσό τους;
Στα χρόνια μας [...] το ζήτημα δεν είναι πια αν θα γράφουμε καθαρεύουσα ή δημοτική. Το τραγικό ζήτημα είναι αν θα γράφουμε, ή όχι, ελληνικά· αν θα γράφουμε ελληνικά ή ένα οποιοδήποτε ελληνόμορφο εσπεράντο.
Κι όμως πρέπει να λογαριάσουμε πώς προχωρούμε.
[...]
Κι όμως πρέπει να λογαριάσουμε κατά πού προχωρούμε.
[...]
[...] μπορεί να θέλω να πω καθώς
το μακρύ ποτάμι που βγαίνει από τις μεγάλες λίμνες τις κλειστές βαθιά στην Αφρική
και ήτανε κάποτε θεός κι έπειτα γένηκε δρόμος και δωρητής και δικαστής και δέλτα·
που δεν είναι ποτές του το ίδιο, κατά που δίδασκαν οι παλαιοί γραμματισμένοι,
κι ωστόσο μένει πάντα το ίδιο σώμα, το ίδιο στρώμα, και το ίδιο Σημείο,
ο ίδιος προσανατολισμός.
Δε θέλω τίποτε άλλο παρά να μιλήσω απλά, να μου δοθεί ετούτη η χάρη.
Γιατί και το τραγούδι το φορτώσαμε με τόσες μουσικές που σιγά-σιγά βουλιάζει
και την τέχνη μας τη στολίσαμε τόσο πολύ που φαγώθηκε από τα μαλάματα το πρόσωπό της
κι είναι καιρός να πούμε τα λιγοστά μας λόγια γιατί η ψυχή μας αύριο κάνει πανιά.
Στον τόπο μας, όπου είμαστε τόσο σκληρά κάποτε αυτοδίδακτοι, ο Μακρυγιάννης στάθηκε ο πιο ταπεινός αλλά και ο πιο σταθερός διδάσκαλός μου.
Ο ελεύθερος άνθρωπος, ο δίκαιος άνθρωπος, ο άνθρωπος ζυγαριά της ζωής ― αν υπάρχει μια ιδέα βασικά ελληνική, δεν είναι άλλη.
Χωρίς την αντίσταση και το βάρος των πραγμάτων που πρέπει να αρθρώσουμε, ύφος δε θα έχουμε ποτέ. Ύφος είναι οι δυσκολίες που βρίσκει ένας άνθρωπος για να εκφράσει κάτι.
― Τι μπορεί να μου θύμισε τον Αρδιαίο εκείνον;
Μια λέξη στον Πλάτωνα θαρρώ, χαμένη στου μυαλού τ’ αυλάκια·
τ’ όνομα του κίτρινου θάμνου
δεν άλλαξε από εκείνους τους καιρούς.
[...]
«Τον έδεσαν χειροπόδαρα» μας λέει
«τον έριξαν χάμω και τον έγδαραν
τον έσυραν παράμερα τον καταξέσκισαν
απάνω στους αγκαθερούς ασπάλαθους
και πήγαν και τον πέταξαν στον Τάρταρο, κουρέλι».
Έτσι στον κάτω κόσμο πλέρωνε τα κρίματά του
ο Παμφύλιος Αρδιαίος, ο πανάθλιος Τύραννος.
Ας έρθει να με κοιμηθεί όποιος θέλει,
μήπως δεν είμαι η θάλασσα;
Η θάλασσα· πώς έγινε έτσι η θάλασσα;
Άργησα χρόνια στα βουνά·
με τύφλωσαν οι πυγολαμπίδες.
[...]
Μα μπορεί να κακοφορμίσει η θάλασσα;
Μου μίλησε ο Θαλασσινός Γέρος:
«Εγώ ειμαι ο τόπος σου·
ίσως να μην είμαι κανείς
αλλά μπορώ να γίνω αυτό που θέλεις».
Πότε θα ξαναμιλήσεις;
Είναι παιδιά πολλών ανθρώπων τα λόγια μας.
Σπέρνουνται γεννιούνται σαν τα βρέφη
ριζώνουν θρέφουνται με το αίμα.
Όπως τα πεύκα
κρατούνε τη μορφή του αγέρα
ενώ ο αγέρας έφυγε, δεν είναι εκεί
το ίδιο τα λόγια
φυλάγουν τη μορφή του ανθρώπου
κι ο άνθρωπος έφυγε, δεν είναι εκεί.
Κι όμως εκεί, στην άλλην όχθη
[...]
[...] ξαναγινόσουν
στην υπέρογκη διαστολή του καιρού
στιγμή-στιγμή σαν το ρετσίνι
το σταλαχτίτη το σταλαγμίτη.
Κράτησα τη ζωή μου ψιθυριστά μέσα στην απέραντη σιωπή
δεν ξέρω πια να μιλήσω μήτε να συλλογιστώ· ψίθυροι
σαν την ανάσα του κυπαρισσιού τη νύχτα εκείνη
σαν την ανθρώπινη φωνή της νυχτερινής θάλασσας στα χαλίκια
σαν την ανάμνηση της φωνής σου λέγοντας «ευτυχία».
[...]
Ο δρόμος αυτός δεν τελειώνει δεν έχει αλλαγή, όσο γυρεύεις
να θυμηθείς τα παιδικά σου χρόνια, εκείνους που έφυγαν εκείνους
που χάθηκαν μέσα στον ύπνο τούς πελαγίσιους τάφους,
όσο ζητάς τα σώματα που αγάπησες να σκύψουν
κάτω από τα σκληρά κλωνάρια των πλατάνων εκεί
που στάθηκε μια αχτίδα του ήλιου γυμνωμένη
και σκίρτησε ένας σκύλος και φτεροκόπησε η καρδιά σου,
ο δρόμος δεν έχει αλλαγή· κράτησα τη ζωή μου.
Ο κόσμος ήταν εύκολος· ένας απλός παλμός.
[...]
Ο κόσμος είναι απλός.
Από το χνούδι του φιλιού στα φύλλα της καρδιάς.
Ανθρώπινο άγγιγμα στον κόρφο μου τ’ αστέρια.
...Μες στον καθρέφτη η αγάπη μας, πώς πάει και λιγοστεύει
μέσα στον ύπνο τα όνειρα, σκολειό της λησμονιάς
μέσα στα βάθη του καιρού, πώς η καρδιά στενεύει
και χάνεται στο λίκνισμα μιας ξένης αγκαλιάς...
Κι είναι η σιγή τάσι αργυρό όπου πέφτουν οι στιγμές.
Πού πήγε η μέρα η δίκοπη που είχε τα πάντα αλλάξει;
Δε θα βρεθεί ένας ποταμός να ’ναι για μας πλωτός;
Στην πέτρα της υπομονής προσμένουμε το θάμα.
Ξέρουμε πολύ πιο πραγματικά τους ανθρώπους που ζούσαν την εποχή του Ομήρου ή την εποχή του Συμποσίου, παρά τους ανθρώπους που έβλεπαν την Ερωφίλη στο θέατρο.
Πολλοί νέοι, την εποχή εκείνη [1929] αφήνουνταν να πιστεύουν ότι το σπουδαίο είναι να πεις αξιόλογα πράγματα και ότι είναι αδιάφορος ο τρόπος που τα εκφράζεις· ξεχνώντας, φυσικά, ότι όσο λιγότερο σε απασχολεί η έκφραση, τόσο περισσότερο νομίζεις πως έχεις μέσα σου στοιβαγμένα αξιόλογα πράγματα.
Για τον ποιητή όλο το ζήτημα είναι να μεταχειριστεί τον κόσμο των φαντασμάτων που τον περιστοιχίζουν, σαν να ήταν σώματα στερεά.
Τα ερωτήματα είναι πιο χρήσιμα από τη σιωπή.
Γέρασε ανάμεσα στη φωτιά της Τροίας
και στα λατομεία της Σικελίας.
[...]
Είδε τις φλέβες των ανθρώπων
σαν ένα δίχτυ των θεών, όπου μας πιάνουν σαν τ’ αγρίμια·
προσπάθησε να το τρυπήσει.
Ήταν στρυφνός, οι φίλοι του ήταν λίγοι·
ήρθε ο καιρός και τον σπαράξαν τα σκυλιά.
Αγάπη, πού ’ναι η εκκλησιά σου
βαρέθηκα πια στα μετόχια.
Και το κοντύλι τρύπησε τον τοίχο της φυλακής.
Το νόημα που στον κόσμο δίνει
έναστρος ουρανός.
Κάποτε συλλογίζομαι πως τούτα εδώ που γράφω δεν είναι άλλο παρά εικόνες που κεντούν στο δέρμα τους φυλακισμένοι ή πελαγίσιοι.
Συλλογίζομαι πως αν έτυχε να βρω στην Κύπρο τόση χάρη, είναι ίσως γιατί το νησί αυτό μού έδωσε ό,τι είχε να μου δώσει σ’ ένα πλαίσιο αρκετά περιορισμένο για να μην εξατμίζεται, όπως στις πρωτεύουσες του μεγάλου κόσμου, η κάθε αίσθηση, και αρκετά πλατύ για να χωρέσει το θαύμα. Είναι περίεργο να το λέει κανείς σήμερα· η Κύπρος είναι ένας τόπος όπου το θαύμα λειτουργεί ακόμη.
Πώς πέσαμε, σύντροφε, μέσα στο λαγούμι του φόβου;
Δεν ήταν της δικής σου μοίρας, μήτε της δικής μου τα γραμμένα,
ποτές μας δεν πουλήσαμε μήτε αγοράσαμε τέτοια πραμάτεια·
ποιος είναι εκείνος που προστάζει και σκοτώνει πίσω από μας;
[...]
άφησε μη ρωτάς, περίμενε· το αίμα, το αίμα
ένα πρωί θα σηκωθεί σαν τον Αϊ-Γιώργη τον καβαλάρη
για να καρφώσει με το κοντάρι πάνω στο χώμα το δράκοντα.
Ω! ν’ απαλύνει ξάφνω στην αφή μας
το δέρμα της σιωπής που μας στενεύει,
να λησμονήσουμε, θεοί, το κρίμα
που όλο πληθαίνει κι όλο μας βαραίνει,
να βγούμε από τη γνώση κι απ’ την πείνα!
Μαζεύοντας τον πόνο της πληγής μας
να βγούμε από τον πόνο της πληγής μας,
[...]
ρόδα ν’ ανθίσουν στο αίμα της πληγής μας.
Όλα να γίνουνε ξανά σαν πρώτα
στα δάχτυλα στα μάτια και στα χείλια,
ν’ αφήσουμε τη γερασμένη αρρώστια,
πουκάμισο που αφήσανε τα φίδια
κίτρινο μες στα πράσινα τριφύλλια.
Ήταν η μέρα συννεφιασμένη. Κανείς δεν αποφάσιζε
φυσούσε ένας αγέρας αλαφρύς [...]
«Δεν είναι γρέγος είναι σιρόκος» η μόνη απόφαση που ακούστηκε.
Κι όμως το ξέραμε πως την άλλη αυγή δε θα μας έμενε
τίποτε πια, μήτε η γυναίκα πίνοντας πλάι μας τον ύπνο
μήτε η ανάμνηση πως ήμασταν κάποτε άντρες.
Πώς πεθαίνει ένας άντρας; Παράξενο κανένας δεν το συλλογίστηκε.
Κι όσοι το σκέφτηκαν ήταν σαν ανάμνηση από παλιά χρονικά
της εποχής των Σταυροφόρων ή της εν-Σαλαμίνι-ναυμαχίας.
Κι όμως ο θάνατος είναι κάτι που γίνεται· πώς πεθαίνει ένας άντρας;
Κι όμως κερδίζει κανείς το θάνατό του, το δικό του θάνατο, που δεν ανήκει σε κανέναν άλλον
και τούτο το παιχνίδι είναι η ζωή.
Η ποιητική πολιτική, όπως και η ποιητική πρόζα, είναι από τα χειρότερα πράγματα που υπάρχουν στον κόσμο.
Μεταφράζοντας, μαθαίνει κανείς τη δική του γλώσσα.
Όλοι βλέπουν οράματα
κανείς ωστόσο δεν τ’ ομολογεί·
πηγαίνουν και θαρρούν πως είναι μόνοι.
Το μεγάλο τριαντάφυλλο
ήτανε πάντα εδώ
στο πλευρό σου βαθιά μέσα στον ύπνο
δικό σου και άγνωστο.
Στην πολιτεία που έγινε πορνείο
μαστροποί και πολιτικιές
διαλαλούν σάπια θέλγητρα·
[...]
ο ποιητής
χαμίνια τού πετούν μαγαρισιές
καθώς βλέπει τ’ αγάλματα να στάζουν αίμα.
Πρέπει να βγεις από τούτο τον ύπνο·
τούτο το μαστιγωμένο δέρμα.
Φυραίνει ο τόπος ολοένα
χωματένιο σταμνί.
Η λεύκα στο μικρό περιβόλι
η ανάσα της μετρά τις ώρες σου
μέρα και νύχτα·
κλεψύδρα που γεμίζει ο ουρανός.
[...]
Στο σύνορο είναι λιγοστά τα πεύκα
έπειτα μάρμαρα και φωταψίες
κι άνθρωποι καθώς είναι πλασμένοι οι άνθρωποι.
Ο κότσυφας όμως τιτιβίζει
σαν έρχεται να πιει
κι ακούς καμιά φορά φωνή της δεκοχτούρας.
Στο μικρό περιβόλι δέκα δρασκελιές
μπορείς να ιδείς το φως του ήλιου
να πέφτει σε δυο κόκκινα γαρούφαλα
σε μιαν ελιά και λίγο αγιόκλημα.
Δέξου ποιος είσαι.
Το ποίημα
μην το καταποντίζεις στα βαθιά πλατάνια
θρέψε το με το χώμα και το βράχο που έχεις.
Τα περισσότερα―
σκάψε στον ίδιο τόπο να τα βρεις.
Τ’ άσπρο χαρτί σκληρός καθρέφτης
επιστρέφει μόνο εκείνο που ήσουν.
Τ’ άσπρο χαρτί μιλά με τη φωνή σου,
τη δική σου φωνή
όχι εκείνη που σ’ αρέσει·
[...]
Ταξίδεψες, είδες πολλά φεγγάρια πολλούς ήλιους
άγγιξες νεκρούς και ζωντανούς
[...]
ό,τι ένιωσες σωριάζεται ανυπόστατο
αν δεν εμπιστευτείς τούτο το κενό.
Ίσως να βρεις εκεί ό,τι νόμισες χαμένο·
τη βλάστηση της νιότης, το δίκαιο καταποντισμό της ηλικίας.
Ζωή σου είναι ό,τι έδωσες
τούτο το κενό είναι ό,τι έδωσες
το άσπρο χαρτί.
Μιλούσες για πράγματα που δεν τα ’βλεπαν
κι αυτοί γελούσαν.
Όμως να λάμνεις στο σκοτεινό ποταμό
πάνω νερά·
να πηγαίνεις στον αγνοημένο δρόμο
στα τυφλά, πεισματάρης
και να γυρεύεις λόγια ριζωμένα
σαν το πολύροζο λιόδεντρο―
άφησε κι ας γελούν.
[...]
Ο θαλασσινός άνεμος κι η δροσιά της αυγής
υπάρχουν χωρίς να το ζητήσει κανένας.
Σε κοίταζα μ’ όλο το φως και το σκοτάδι που έχω.
Το αίμα τώρα τινάζεται
καθώς φουσκώνει η κάψα
στις φλέβες τ’ ουρανού τ’ αφορμισμένου.
Γυρεύει να περάσει από το θάνατο
για νά ’βρει τη χαρά.
Το φως είναι σφυγμός
ολοένα πιο αργός και πιο αργός
θαρρείς πως πάει να σταματήσει.
Τώρα,
με το λιωμένο μολύβι του κλήδονα
το λαμπύρισμα του καλοκαιρινού πελάγου,
η γύμνια ολόκληρης της ζωής·
και το πέρασμα και το σταμάτημα και το πλάγιασμα και το τίναγμα
τα χείλια το χαϊδεμένο δέρας,
όλα γυρεύουν να καούν.
[...]
Φώναξε τα παιδιά να μαζέψουν τη στάχτη
και να τη σπείρουν.
Ό,τι πέρασε πέρασε σωστά.
Κι εκείνα ακόμη που δεν πέρασαν
πρέπει να καούν
τούτο το μεσημέρι που καρφώθηκε ο ήλιος
στην καρδιά του εκατόφυλλου ρόδου.
Αν η ποίηση δεν ήταν ριζωμένη στο σώμα μας και στον κόσμο που ζούμε, θα ήταν λιγόζωο πράγμα· θα ήταν λιγόζωο πράγμα αν σταματούσε μονάχα εκεί. Δεν ξέρουμε πού τελειώνει η ποίηση.
Δεν ξέρω πολλά πράγματα από σπίτια
ξέρω πως έχουν τη φυλή τους, τίποτε άλλο.
[...]
Όταν τελειώσει ο αρχιτέκτονας αλλάζουν,
ζαρώνουν ή χαμογελούν ή ακόμη πεισματώνουν
μ’ εκείνους που έμειναν ή μ’ εκείνους που έφυγαν
μ’ άλλους που θα γυρίζανε αν μπορούσαν
ή που χαθήκαν, τώρα που έγινε
ο κόσμος ένα απέραντο ξενοδοχείο.
[...]
Ξέρεις τα σπίτια πεισματώνουν εύκολα, σαν τα γυμνώσεις.
[...] Στο φεγγάρι
τ’ αγάλματα λυγίζουν κάποτε σαν το καλάμι
ανάμεσα σε ζωντανούς καρπούς―τ’ αγάλματα·
κι η φλόγα γίνεται δροσερή πικροδάφνη,
η φλόγα που καίει τον άνθρωπο, θέλω να πω.
[...]
[...] κι η φλόγα
γίνεται φίλημα στα μέλη κι αναφιλητό
κι έπειτα φύλλο δροσερό που παίρνει ο άνεμος
[...]
[...] Αλήθεια, τα συντρίμμια
δεν είναι εκείνα· εσύ ’σαι το ρημάδι·
σε κυνηγούν με μια παράξενη παρθενιά
στο σπίτι στο γραφείο στις δεξιώσεις
των μεγιστάνων, στον ανομολόγητο φόβο του ύπνου·
μιλούν για περιστατικά που θά ηθελες να μην υπάρχουν
ή να γινόντουσαν χρόνια μετά το θάνατό σου,
κι αυτό είναι δύσκολο [...]
[...] γιατί τ’ αγάλματα δεν είναι πια συντρίμμια,
είμαστε εμείς.
[...] Όπως όταν
στα τελευταία της νιότης σου αγαπήσεις
γυναίκα που έμεινε όμορφη, κι όλο φοβάσαι,
καθώς την κράτησες γυμνή το μεσημέρι,
τη μνήμη που ξυπνά στην αγκαλιά σου·
φοβάσαι το φιλί μη σε προδώσει
σ’ άλλα κρεβάτια περασμένα τώρα
που ωστόσο θα μπορούσαν να στοιχειώσουν
τόσο εύκολα τόσο εύκολα και ν’ αναστήσουν
είδωλα στον καθρέφτη, σώματα που ήταν μια φορά·
την ηδονή τους. [...]
[...] Όπως όταν
γυρίζεις απ’ τα ξένα και τύχει ν’ ανοίξεις
παλιά κασέλα κλειδωμένη από καιρό
και βρεις κουρέλια από τα ρούχα που φορούσες
σε όμορφες ώρες, σε γιορτές με φώτα
πολύχρωμα, καθρεφτισμένα, που όλο χαμηλώνουν
και μένει μόνο το άρωμα της απουσίας
μιας νέας μορφής. [...]
Κι α με δικάσετε να πιω φαρμάκι, ευχαριστώ·
το δίκιο σας θα ’ναι το δίκιο μου· πού να πηγαίνω
γυρίζοντας σε ξένους τόπους, ένα στρογγυλό λιθάρι.
Το θάνατο τον προτιμώ·
ποιος πάει για το καλύτερο ο θεός το ξέρει.
Χώρες του ήλιου και δεν μπορείτε ν’ αντικρίσετε τον ήλιο.
Χώρες του ανθρώπου και δεν μπορείτε ν’ αντικρίσετε τον άνθρωπο.
Καθώς περνούν τα χρόνια
πληθαίνουν οι κριτές που σε καταδικάζουν·
καθώς περνούν τα χρόνια και κουβεντιάζεις με λιγότερες φωνές,
βλέπεις τον ήλιο μ’ άλλα μάτια·
ξέρεις πως εκείνοι που έμειναν, σε γελούσαν,
το παραμίλημα της σάρκας, ο όμορφος χορός
που τελειώνει στη γύμνια.
Αγγελικό και μαύρο, φως
[...]
Αγγελική και μαύρη, μέρα·
η γλυφή γέψη της γυναίκας που φαρμακώνει το φυλακισμένο
βγαίνει απ’ το κύμα δροσερό κλωνάρι στολισμένο στάλες.
Όποιος ποτέ του δεν αγάπησε θ’ αγαπήσει,
στο φως [...]
[Λαός] δεν είναι ένα κοινό ανθρωπομάζωμα τούτης ή εκείνης της στιγμής, αλλά ένα οργανικό σύνολο, που ακολουθεί, διαμορφώνει, και υποτάσσεται, και υποτάσσει μια ζωή ενιαία, όσο κυματιστή κι αν είναι· μιαν απέραντη αλληλεγγύη πεθαμένων και ζωντανών.
Ήταν ωραία όλ’ αυτά, μια περιδιάβαση.
Όμως το ξύλινο μαγγανοπήγαδο―τ’ αλακάτιν
[...]
γιατί δοκίμασες να το ξυπνήσεις;
Είδες πώς βόγκηξε. Κι εκείνη την κραυγή
βγαλμένη απ’ τα παλιά νεύρα του ξύλου
γιατί την είπες φωνή πατρίδας;
Οι άγγελοι είναι λευκοί πυρωμένοι λευκοί και το μάτι μαραίνεται που θα τους αντικρίσει
και δεν υπάρχει άλλος τρόπος πρέπει να γίνεις σαν την πέτρα όταν γυρεύεις τη συναναστροφή τους
κι όταν γυρεύεις το θαύμα πρέπει να σπείρεις το αίμα σου στις οχτώ γωνιές των ανέμων
γιατί το θαύμα δεν είναι πουθενά παρά κυκλοφορεί μέσα στις φλέβες του ανθρώπου.
Προχωρεί, παραπατώντας, δαχτυλοδειχτούμενος,
κι ένας πηχτός αγέρας φέρνει γύρα
σκουπίδια, καβαλίνα, μπόχα και καταλαλιά.
Τη μεταμόρφωση τη γυρέψαμε στα νιάτα μας
με πόθους που έπαιζαν σαν τα μεγάλα ψάρια
σε πέλαγα που φύραναν ξαφνικά·
πιστεύαμε στην παντοδυναμία του κορμιού.
Μέσα στις θαλασσινές σπηλιές
υπάρχει μια δίψα υπάρχει μια αγάπη
υπάρχει μια έκσταση,
όλα σκληρά σαν τα κοχύλια
μπορείς να τα κρατήσεις στην παλάμη σου.
Μέσα στις θαλασσινές σπηλιές
μέρες ολόκληρες σε κοίταζα στα μάτια
και δε σε γνώριζα μήτε με γνώριζες.
Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει
[...]
μια σαΐτα τιναγμένη ξαφνικά
από τα πέρατα μιας νιότης βασιλεμένης.
Στο μεταξύ η Ελλάδα ταξιδεύει
δεν ξέρουμε τίποτε δεν ξέρουμε πως είμαστε ξέμπαρκοι όλοι εμείς
δεν ξέρουμε την πίκρα του λιμανιού σαν ταξιδεύουν όλα τα καράβια·
περιγελάμε εκείνους που τη νιώθουν.
[...]
Στο μεταξύ η Ελλάδα ταξιδεύει ολοένα ταξιδεύει
κι αν «ορώμεν ανθούν πέλαγος Αιγαίον νεκροίς»
είναι εκείνοι που θέλησαν να πιάσουν το μεγάλο καράβι με το κολύμπι
εκείνοι που βαρέθηκαν να περιμένουν τα καράβια που δεν μπορούν να κινήσουν.
[...]
Το καράβι που ταξιδεύει το λένε ΑΓ ΩΝΙΑ 937.
Η πρωτοτυπία είναι μια νεανική διασκέδαση που πρέπει κάποτε να μείνει πίσω.
Η δουλειά μου δεν είναι οι αφηρημένες ιδέες, αλλά ν’ ακούω τι μου λένε τα πράγματα του κόσμου, να κοιτάζω πώς συμπλέκουνται με την ψυχή μου και με το σώμα μου, και να τα εκφράζω.
[...] Η μνήμη όπου και να την αγγίξεις πονεί.
[...] Θα γίνει η ανάσταση μιαν αυγή,
πώς λάμπουν την άνοιξη τα δέντρα, θα ροδαμίσει του όρθρου η μαρμαρυγή,
θα ξαναγίνει το πέλαγο και πάλι το κύμα θα τινάξει την Αφροδίτη·
είμαστε ο σπόρος που πεθαίνει. [...]
Είναι παντού το ποίημα. Η φωνή σου
καμιά φορά προβαίνει στο πλευρό του
σαν το δελφίνι που για λίγο συντροφεύει
μαλαματένιο τρεχαντήρι μες στον ήλιο
και πάλι χάνεται. Είναι παντού το ποίημα
σαν τα φτερά του αγέρα μες στον αγέρα
που άγγιξαν τα φτερά του γλάρου μια στιγμή.
Ίδιο και διάφορο από τη ζωή μας, πως αλλάζει
το πρόσωπο κι ωστόσο μένει το ίδιο
γυναίκας που γυμνώθηκε. Το ξέρει
όποιος αγάπησε· στο φως των άλλων
ο κόσμος φθείρεται· μα εσύ θυμήσου
Άδης και Διόνυσος είναι το ίδιο.
Οι ποιητές που παραπονιούνται, θα έπρεπε, αν θέλουν να παρηγορηθούν, να συλλογιστούν τον άνθρωπο που ζητεί και αξίζει να κάνει πραγματική μουσική στην Ελλάδα.
Κανένας κόπος, καμιά φροντίδα, καμιά ανάγκη του ύφους δεν αξίζει να λογαριαστούν, όταν πρόκειται για την ακρίβεια της ελληνικής έκφρασης. Η ακρίβεια είναι η ομορφιά που έχει χρέος να ανακαλύψει η γενιά μας, όπως οι παλαιότεροι έφεραν το χρώμα και το φως στην γκρίζα έκταση που σκέπαζε η καθαρεύουσα.
Η κριτική που δεν ξεκινά από τα έργα της τέχνης για να μας οδηγήσει πιο κοντά σ’ αυτά, δεν είναι κριτική αλλά φιλοσοφία, κοινωνιολογία ή θεολογία.
Ο στερνός σκοπός του ποιητή δεν είναι να περιγράφει τα πράγματα αλλά να τα δημιουργεί ονομάζοντάς τα.
Φέραμε πίσω
αυτά τ’ ανάγλυφα μιας τέχνης ταπεινής.
Τον ξένο και τον εχθρό τον είδαμε στον καθρέφτη.
Κανείς δεν τους θυμάται. Δικαιοσύνη.
Ίσως να τους γυρεύουμε γιατί γυρεύουμε την άλλη ζωή,
πέρα από τ’ αγάλματα.
[...] τα γράμματα που σου γράφουμε
τόσους μήνες και τα ρίχνουμε
μέσα στον αποχωρισμό για να γεμίσει.
[...]
Σου γράφουμε ο καθένας τα ίδια πράματα
και σωπαίνει ο καθένας μπρος στον άλλον
κοιτάζοντας, ο καθένας, τον ίδιο κόσμο χωριστά.
Ποιος θα μας λογαριάσει την απόφαση της λησμονιάς;
Μα τι γυρεύουν οι ψυχές μας ταξιδεύοντας
[...]
δεμένες άθελα μ’ ανύπαρχτα προκυνήματα
μουρμουρίζοντας σπασμένες σκέψεις από ξένες γλώσσες.
Μα τι γυρεύουν οι ψυχές μας ταξιδεύοντας
πάνω στα σαπισμένα θαλάσσια ξύλα
[...]
μέσα σε μια πατρίδα που δεν είναι πια δική μας
ούτε δική σας.
Το ξέραμε πως ήταν ωραία τα νησιά
κάπου εδώ τριγύρω που ψηλαφούμε
λίγο πιο χαμηλά ή λίγο πιο ψηλά
ένα ελάχιστο διάστημα.
Αν το θέλησα να μείνω μόνος, γύρεψα
τη μοναξιά, δε γύρεψα μια τέτοια απαντοχή.
Ο τόπος μας είναι κλειστός, όλο βουνά
που έχουν σκεπή το χαμηλό ουρανό μέρα και νύχτα.
Δεν έχουμε ποτάμια δεν έχουμε πηγάδια δεν έχουμε πηγές,
μονάχα λίγες στέρνες, άδειες κι αυτές, που ηχούν και που τις προσκυνούμε.
Ήχος στεκάμενος κούφιος, ίδιος με τη μοναξιά μας
ίδιος με την αγάπη μας, ίδιος με τα σώματά μας.
[...]
σώματα που δεν ξέρουν πια πώς ν’ αγαπήσουν.
Με λίγο φως από τα παιδικά μας χρόνια.
Δώσε μας, έξω από τον ύπνο, τη γαλήνη.
Ήταν ωραία τα μάτια σου μα δεν ήξερες πού να κοιτάξεις.
Οι ελιές με τις ρυτίδες των γονιών μας
τα βράχια με τη γνώση των γονιών μας
και το αίμα του αδερφού μας ζωντανό στο χώμα
ήτανε μια γερή χαρά μια πλούσια τάξη
για τις ψυχές που γνώριζαν την προσευχή τους.
Λυπούμαι γιατί άφησα να περάσει ένα πλατύ ποτάμι μέσα από τα δάχτυλά μου
χωρίς να πιω ούτε μια στάλα.
Κι αν ο αγέρας φυσάει δε μας δροσίζει
[...]
μας βαραίνουν
οι φίλοι που δεν ξέρουν πια πώς να πεθάνουν.
Αυτές οι πέτρες που βουλιάζουν μέσα στα χρόνια ώς πού θα με παρασύρουν;
Τη θάλασσα τη θάλασσα, ποιος θα μπορέσει να την εξαντλήσει;
[...]
δεμένη πάνω στο βράχο που έγινε με τον πόνο δικός μου,
βλέπω τα δέντρα που ανασαίνουν τη μαύρη γαλήνη των πεθαμένων
κι έπειτα τα χαμόγελα, που δεν προχωρούν, των αγαλμάτων.
Εμείς που ξεκινήσαμε για το προσκύνημα τούτο
κοιτάξαμε τα σπασμένα αγάλματα
ξεχαστήκαμε και είπαμε πως δε χάνεται η ζωή τόσο εύκολα
πως έχει ο θάνατος δρόμους ανεξερεύνητους
και μια δική του δικαιοσύνη·
πως όταν εμείς ορθοί στα πόδια μας πεθαίνουμε
μέσα στην πέτρα αδερφωμένοι
ενωμένοι με τη σκληρότητα και την αδυναμία,
οι παλαιοί νεκροί ξεφύγαν απ’ τον κύκλο και αναστήθηκαν
και χαμογελάνε μέσα σε μια παράξενη ησυχία.
Γιατί γνωρίσαμε τόσο πολύ τούτη τη μοίρα μας
στριφογυρίζοντας μέσα σε σπασμένες πέτρες, τρεις ή έξι χιλιάδες χρόνια
ψάχνοντας σε οικοδομές γκρεμισμένες που θά ηταν ίσως το δικό μας σπίτι
προσπαθώντας να θυμηθούμε χρονολογίες και ηρωικές πράξεις·
[...]
γιατί δεθήκαμε και σκορπιστήκαμε
και παλέψαμε με δυσκολίες ανύπαρχτες όπως λέγαν,
χαμένοι, ξαναβρίσκοντας ένα δρόμο γεμάτο τυφλά συντάγματα,
βουλιάζοντας μέσα σε βάλτους και μέσα στη λίμνη του Μαραθώνα,
θα μπορέσουμε να πεθάνουμε κανονικά;
Λίγο ακόμα
θα ιδούμε τις αμυγδαλιές ν’ ανθίζουν
τα μάρμαρα να λάμπουν στον ήλιο
τη θάλασσα να κυματίζει
λίγο ακόμα,
να σηκωθούμε λίγο ψηλότερα.
Για μας ήταν άλλο πράγμα ο πόλεμος για την πίστη του Χριστού
και για την ψυχή του ανθρώπου καθισμένη στα γόνατα της Υπερμάχου Στρατηγού,
πού ειχε στα μάτια ψηφιδωτό τον καημό της Ρωμιοσύνης,
εκείνου του πελάγου τον καημό σαν ήβρε το ζύγιασμα της καλοσύνης.
Δεν είμαστε ποτέ μόνοι όταν γράφουμε. Πίσω από τα φώτα της ράμπας που αποτυφλώνουν και βυθίζουν την αίθουσα του θεάτρου στο σκότος, αισθανόμαστε ένα άγνωστο πλήθος που μας κρίνει. Συζητούμε μαζί του με το νου μας.
Κι ο βασιλιάς της Ασίνης που τον γυρεύουμε δυο χρόνια τώρα
άγνωστος λησμονημένος απ’ όλους κι από τον Όμηρο
μόνο μια λέξη στην Ιλιάδα κι εκείνη αβέβαιη
ριγμένη εδώ σαν την εντάφια χρυσή προσωπίδα.
Την άγγιξες, θυμάσαι τον ήχο της; κούφιο μέσα στο φως
[...]
Ο βασιλιάς της Ασίνης ένα κενό κάτω απ’ την προσωπίδα
παντού μαζί μας παντού μαζί μας, κάτω από ένα όνομα:
«Ασίνην τε... Ασίνην τε...»
και τα παιδιά του αγάλματα
κι οι πόθοι του φτερουγίσματα πουλιών κι ο αγέρας
στα διαστήματα των στοχασμών του, και τα καράβια του
αραγμένα σ’ άφαντο λιμάνι·
κάτω από την προσωπίδα ένα κενό.
Κι ο τόπος σαν το μεγάλο πλατανόφυλλο που παρασέρνει ο χείμαρρος του ήλιου
με τ’ αρχαία μνημεία και τη σύγχρονη θλίψη.
Κι ο ποιητής αργοπορεί κοιτάζοντας τις πέτρες κι αναρωτιέται
υπάρχουν άραγε
ανάμεσα στις χαλασμένες τούτες γραμμές τις ακμές τις αιχμές τα κοίλα και τις καμπύλες
υπάρχουν άραγε
εδώ που συναντιέται το πέρασμα της βροχής του αγέρα και της φθοράς
υπάρχουν, η κίνηση του προσώπου το σχήμα της στοργής
εκείνων που λιγόστεψαν τόσο παράξενα μες στη ζωή μας
αυτών που απόμειναν σκιές κυμάτων και στοχασμοί με την απεραντοσύνη του πελάγου
ή μήπως όχι δεν απομένει τίποτε παρά μόνο το βάρος
η νοσταλγία του βάρους μιας ύπαρξης ζωντανής
[...]
Ο ποιητής ένα κενό.
Δεν ξεχωρίζει τίποτε ξέρει τα πάντα,
άδειο θηκάρι τζίτζικα σε κούφιο δέντρο,
δεν έχει μάτια μήτε στα χέρια, ξέρει
την αυγή και το δείλι, ξέρει τ’ αστέρια
το αίμα τους δεν τον θρέφει, μήτε νεκρός
δεν είναι, δεν έχει φυλή δε θα πεθάνει
θα τον ξεχάσουν έτσι, μήτε πρόγονος.
[...]
[...] Στέκεται ολόρθος
στην όχθη, μέσα σε κουβάρια κόκαλα
μέσα σε στοίβες κίτρινα φύλλα:
άδειο κλουβί προσμένοντας
την ώρα της φωτιάς.
― Παλιέ μου φίλε τι γυρεύεις;
Χρόνια ξενιτεμένος ήρθες
με εικόνες που έχεις αναθρέψει
κάτω από ξένους ουρανούς
[...]
― Γυρεύω το παλιό μου σπίτι
με τ’ αψηλά τα παραθύρια
[...]
Πώς θες να μπω σ’ αυτή τη στάνη;
οι στέγες μού έρχουνται ώς τους ώμους
κι όσο μακριά και να κοιτάξω
βλέπω γονατιστούς ανθρώπους
[...]
όσο μιλάς, τ’ ανάστημά σου
ολοένα πάει και λιγοστεύει
λες και βυθίζεσαι στο χώμα.
― Παλιέ μου φίλε συλλογίσου
σιγά-σιγά θα συνηθίσεις
η νοσταλγία σού έχει πλάσει
μια χώρα ανύπαρχτη με νόμους
έξω απ’ τη γης κι απ’ τους ανθρώπους.
― Πια δεν ακούω τσιμουδιά
βούλιαξε κι ο στερνός μου φίλος
παράξενο πώς χαμηλώνουν
όλα τριγύρω κάθε τόσο
εδώ διαβαίνουν και θερίζουν
χιλιάδες άρματα δρεπανηφόρα.
Όχι· δεν είμαστε ταγμένοι για να πούμε
πού ειναι το δίκιο. Το δικό μας χρέος
είναι να βρούμε το μικρότερο κακό.
[...] Φόβος κι έχτρα ζευγαρώναν
και γέμιζαν τη χώρα φόβο κι έχτρα.
Ο ήλιος αυτός ήταν δικός μου και δικός σου: τον μοιραστήκαμε
ποιος υποφέρει πίσω από το χρυσαφί μεταξωτό ποιος πεθαίνει;
[...]
Ήταν δικός μας ο ήλιος, δε βλέπαμε τίποτε πίσω από τα χρυσά κεντίδια
αργότερα ήρθαν οι μαντατοφόροι λαχανιασμένοι βρώμικοι
τραυλίζοντας συλλαβές ακατανόητες
[...]
Είπες να ξεκουραστούν πρώτα κι έπειτα να μιλήσουν, σε είχε θαμπώσει το φως.
Ξεψύχησαν λέγοντας: «Δεν έχουμε καιρό» γγίζοντας κάτι αχτίδες·
ξεχνούσες πως κανείς δεν ξεκουράζεται.
[...]
Ο ήλιος αυτός ήταν δικός μας· τον κράτησες ολόκληρο δε θέλησες να μ’ ακολουθήσεις
κι έμαθα τότε αυτά τα πράγματα πίσω από το χρυσάφι και το μετάξι·
δεν έχουμε καιρό. Σωστά μιλήσαν οι μαντατοφόροι.
Κουβαλούσε μαζί του [ο Δ.Ι. Αντωνίου] αυτό το αρκετά ακαθόριστο συναίσθημα που αγαπούμε στους ελάχιστους ανθρώπους που μας βοηθούν να ζήσουμε στον τόπο μας [...] ―το συναίσθημα που θα ονόμαζα με την κάπως επικίνδυνη έκφραση: «καημό της Ρωμιοσύνης».
[...] Τι να σου κάνουν οι ταλαίπωρες
παλεύοντας και πίνοντας μέρα και νύχτα
το αίμα το φαρμακερό των ερπετών.
Αιώνες φαρμάκι· γενιές φαρμάκι.
Ο καθένας μας είναι φτιαγμένος από ένα πλήθος ζωντανών και πεθαμένων.
Δεν μπορούμε να τα πούμε όλα σ’ ένα έργο· κάτι πρέπει ν’ αφήσουμε.
Μας έλεγαν θα νικήσετε όταν υποταχτείτε.
Υποταχτήκαμε και βρήκαμε τη στάχτη.
Μας έλεγαν θα νικήσετε όταν αγαπήσετε.
Αγαπήσαμε και βρήκαμε τη στάχτη.
Μας έλεγαν θα νικήσετε όταν εγκαταλείψετε τη ζωή σας.
Εγκαταλείψαμε τη ζωή μας και βρήκαμε τη στάχτη...
Βρήκαμε τη στάχτη. Μένει να ξαναβρούμε τη ζωή μας, τώρα που δεν έχουμε πια τίποτα. Φαντάζομαι, εκείνος που θα ξανάβρει τη ζωή, έξω από τόσα χαρτιά, τόσα συναισθήματα, τόσες διαμάχες και τόσες διδασκαλίες, θα είναι κάποιος σαν εμάς, μόνο λιγάκι πιο σκληρός στη μνήμη. Εμείς, δεν μπορεί, θυμόμαστε ακόμη τι δώσαμε. Εκείνος θα θυμάται μονάχα τι κέρδισε από την κάθε του προσφορά.
Στη ρίζα της κραυγής εκεί που αρχίζει
να φωνάζει ο άνθρωπος: «μάνα» ή «βοήθεια»
ή τις μικρές άσπρες φωνές του έρωτα.
Είναι βαρύ και δύσκολο, δε μου φτάνουν οι ζωντανοί·
πρώτα γιατί δε μιλούν, κι ύστερα
γιατί πρέπει να ρωτήσω τους νεκρούς
για να μπορέσω να προχωρήσω παρακάτω.
Το πρώτο πράγμα που έκανε ο θεός είναι η αγάπη
έπειτα έρχεται το αίμα
κι η δίψα για το αίμα,
που την κεντρίζει
το σπέρμα του κορμιού καθώς τ’ αλάτι.
Το πρώτο πράγμα που έκανε ο θεός είναι το μακρινό ταξίδι.
Και νιώθουν οι μεσόκοποι το χάσμα
να μεγαλώνει ανάμεσα στο σώμα
που μένει πίσω σα γκαμήλα λαβωμένη
και την ψυχή με το ανεξάντλητο κουράγιο, καθώς λένε.
Είμαστε όλοι καθώς η Νεκρή θάλασσα
πολλές οργιές κάτω απ’ την επιφάνεια του Αιγαίου.
Τη γλώσσα μας [...] είναι αδύνατο να την αντικρίσει κανείς αλλιώς παρά σαν ανάσα ζωντανών ανθρώπων· όχι σαν τον ναυαγοσωστικό ζήλο γραμματικών.
Σ’ ανθρώπους κλειστούς που μετρούν τον καημό τους
δεν είναι ουρανός μηδέ αγγέλου ευφροσύνη,
τ’ αστέρια κρατούν έναν κόσμο δικό τους.
Τόσα περίπλοκα τέρατα, που δε μας αφήνουν να στοχαστούμε πως ήταν κι αυτός [ο Οδυσσέας] ένας άνθρωπος που πάλεψε μέσα στον κόσμο, με την ψυχή και με το σώμα.
Και πόσο παράξενα αντρειεύεσαι μιλώντας με τους πεθαμένους, όταν δε φτάνουν πια οι ζωντανοί που σου απομέναν.
Οι σύντροφοι μ’ είχαν τρελάνει
με θεοδόλιχους εξάντες πετροκαλαμήθρες
και τηλεσκόπια που μεγαλώναν πράγματα―
καλύτερα να μέναν μακριά.
Είπες εδώ και χρόνια:
«Κατά βάθος είμαι ζήτημα φωτός.»
Και τώρα ακόμη [...]
αναζητάς ψηλαφητά τη λόγχη
την ορισμένη να τρυπήσει την καρδιά σου
για να την ανοίξει στο φως.
Τη φλόγα τη γιατρεύει η φλόγα
όχι με των στιγμών το στάλαγμα
αλλά μια λάμψη, μονομιάς.
Ο ύπνος τον γέμιζε όνειρα καρπών και φύλλων·
ο ξύπνος δεν τον άφηνε να κόψει ούτε ένα μούρο.
Κι οι δυο μαζί μοιράσανε τα μέλη του στις Βάκχες.
Ο κύριος αυτός
κάθε πρωί κάνει το λουτρό του
μέσα στα νερά της νεκρής θάλασσας
έπειτα φορεί ένα πικρό χαμόγελο
για τη δουλειά και για τους πελάτες.
Κι όλα τούτα είναι παλιές ιστορίες που δεν ενδιαφέρουν πια κανέναν
δέσαμε την καρδιά μας και μεγαλώσαμε.
Ανάμεσα στον κοίλο Ερμή και την κυρτή Αφροδίτη.
Δεν υπάρχει παρθενογένεση στην τέχνη.
Δε συμφωνώ διόλου με ανθρώπους που η λατρεία των αποσπασμάτων του Σολωμού τούς έχει οδηγήσει τόσο μακριά, ώστε να συντρίβουν σε αποσπάσματα και τα πιο τελειωμένα ποιήματα των συγχρόνων τους. Παραδέχουμαι απεναντίας πως ένα καλό ποίημα μπορεί θαυμάσια να αποτελείται από στίχους «αφανείς».
Η «πατριωτική» ποίηση ή, πιο σωστά, η ποίηση ενός μεγάλου αγώνα, που είναι και μεγάλος πόνος συνάμα [...] είναι νόμιμη, μ’ έναν όρο: Να μη θέλουμε να πιστεύουμε πως μια μέτρια υμνολογία είναι ποίηση επειδή ο αγώνας που εξυμνεί είναι ο δικός μας. Γιατί τότε δεν κάνουμε ποίηση, κάνουμε πολιτική.
Η σχέση του ποιητή με τη γλώσσα είναι σαν τον άνθρωπο με τον ήλιο, που παρασταίνει σε μια έξοχη στροφή του ο Κάλβος: «Ο ήλιος κυκλοδίωκτος, / ως αράχνη, μ’ εδίπλωνε / και με φως και με θάνατον / ακαταπαύστως.»
Ο ποιητής ζει και δημιουργεί πάνω στο αχτινωτό τούτο υφάδι, ανάμεσα στο θάνατο και στο φως.
Στο κορμί της όμορφης
έγραψα βιβλία.
Δεν μπορώ να ζω
όλο με παγόνια.
Δεν αργεί να καρπίσει τ’ αστάχυ,
δε χρειάζεται μακρύ καιρό
για να φουσκώσει της πίκρας το προζύμι,
δε χρειάζεται μακρύ καιρό
το κακό για να σηκώσει το κεφάλι,
κι ο άρρωστος νους που αδειάζει
δε χρειάζεται μακρύ καιρό
για να γεμίσει με την τρέλα,
νήσος τις έστι...
Καθένας χωριστά ονειρεύεται και δεν ακούει το βραχνά των άλλων.
Μέσα σ’ αυτό το γυαλί βρίσκεται ο έρωτας του κορμιού
και στο άλλο, που είναι γαλάζιο, ο έρωτας της ψυχής·
πρόσεξε μην τ’ αναμίξεις.
Προτιμώ μια στάλα αίμα από ένα ποτήρι μελάνι.
Πράγματα που αλλάξαν τη μορφή μας
βαθύτερα απ’ τη σκέψη και περισσότερο
δικά μας όπως το αίμα και περισσότερο.
[...] Θα προτιμούσα
τη ζεστασιά του ήλιου χωρίς τον ήλιο· θ’ αποζητούσα
μια θάλασσα που δεν απογυμνώνει· ένα μαβί χωρίς φωνή,
χωρίς αυτή την ανάγωγη ανάκριση την καθημερινή.
Χαιρετώντας στίχους νεκρών σε στάση προσοχής.
Ανάμεσα στους ίσκιους που μάχουνται να ξαναγίνουν άντρας και γυναίκα
ανάμεσα στον ύπνο και στο θάνατο στεκάμενη ζωή.
Άνθη της πέτρας μπροστά στην πράσινη θάλασσα
με φλέβες που μου θύμιζαν άλλες αγάπες
γυαλίζοντας στ’ αργό ψιχάλισμα,
άνθη της πέτρας φυσιογνωμίες
που ήρθαν όταν κανένας δε μιλούσε και μου μίλησαν
που μ’ άφησαν να τις αγγίξω ύστερ’ απ’ τη σιωπή
μέσα σε πεύκα σε πικροδάφνες και σε πλατάνια.
Το ζεστό νερό μού θυμίζει κάθε πρωί
πως δεν έχω τίποτε άλλο ζωντανό κοντά μου.
Ανάμεσα σε δυο πικρές στιγμές δεν έχεις καιρό μήτε ν’ ανασάνεις
ανάμεσα στο πρόσωπό σου και στο πρόσωπό σου
μια τρυφερή μορφή παιδιού γράφεται και σβήνει.
Λίγες οι νύχτες με φεγγάρι που μ’ αρέσαν.
[...]
Τώρα που κάθομαι άνεργος και λογαριάζω
λίγα φεγγάρια απόμειναν στη μνήμη·
νησιά, χρώμα θλιμμένης Παναγίας, αργά στη χάση
ή φεγγαρόφωτα σε πολιτείες του βοριά ρίχνοντας κάποτε
σε ταραγμένους δρόμους ποταμούς και μέλη ανθρώπων
βαριά μια νάρκη.
Ερχόμαστε απ’ την άμμο της έρημος απ’ τις θάλασσες του Πρωτέα,
ψυχές μαραγκιασμένες από δημόσιες αμαρτίες,
καθένας κι ένα αξίωμα σαν το πουλί μες στο κλουβί του.
Το βροχερό φθινόπωρο σ’ αυτή τη γούβα
κακοφορμίζει την πληγή του καθενός μας
ή αυτό που θα ’λεγες αλλιώς, νέμεση μοίρα
ή μοναχά κακές συνήθειες, δόλο και απάτη,
ή ακόμη ιδιοτέλεια να καρπωθείς το αίμα των άλλων.
Εύκολα τρίβεται ο άνθρωπος μες στους πολέμους·
[...]
χείλια και δάχτυλα που λαχταρούν ένα άσπρο στήθος
[...]
και πόδια που θα τρέχανε, κι ας είναι τόσο κουρασμένα,
στο παραμικρό σφύριγμα του κέρδους.
[...]
σαν έρθει ο θέρος
άλλοι φωνάζουνε για να ξορκίσουν το δαιμονικό
άλλοι μπερδεύουνται μες στ’ αγαθά τους, άλλοι ρητορεύουν.
Όμως τη σκέψη του πρόσφυγα τη σκέψη του αιχμάλωτου τη σκέψη
του ανθρώπου σαν κατάντησε κι αυτός πραμάτεια
δοκίμασε να την αλλάξεις, δεν μπορείς.
[...]
ετούτα ρίζωσαν μες στο μυαλό και δεν αλλάζουν
ετούτα φύτεψαν εικόνες ίδιες με τα δέντρα εκείνα
που ρίχνουν τα κλωνάρια τους μες στα παρθένα δάση
κι αυτά καρφώνουνται στο χώμα και ξαναφυτρώνουν·
ρίχνουν κλωνάρια και ξαναφυτρώνουν δρασκελώντας
λεύγες και λεύγες·
ένα παρθένο δάσος σκοτωμένων φίλων το μυαλό μας.
Κι α σου μιλώ με παραμύθια και παραβολές
είναι γιατί τ’ ακούς γλυκότερα, κι η φρίκη
δεν κουβεντιάζεται γιατί είναι ζωντανή
γιατί είναι αμίλητη και προχωράει·
στάζει τη μέρα, στάζει στον ύπνο
μνησιπήμων πόνος.
Οι ήρωες προχωρούν στα σκοτεινά.
Είτε βραδιάζει
είτε φέγγει
μένει λευκό
το γιασεμί.
Συλλογίστηκε κανένας τι υποφέρει ένας ευαίσθητος φαρμακοποιός που διανυκτερεύει;
Πού ’ναι η αγάπη που κόβει τον καιρό μονοκόμματα στα δυο και τον αποσβολώνει;
Κι εγώ πονώ κι εσείς πονείτε
μα δε φωνάζουμε και μήτε
καν ψιθυρίζουμε, γιατί
η μηχανή είναι βιαστική
στη φρίκη και στην καταφρόνια
στο θάνατο και στη ζωή.
Κύριε, όχι μ’ αυτούς. Ας γίνει αλλιώς το θέλημά σου.
Η αγάπη μας δεν ήταν άλλη ψηλαφούσε
σιγά μέσα στα πράγματα που μας τριγύριζαν
να εξηγήσει γιατί δε θέλουμε να πεθάνουμε
[...]
Κι αν κρατηθήκαμε από λαγόνια κι αν αγκαλιάσαμε
μ’ όλη τη δύναμή μας άλλους αυχένες
κι αν σμίξαμε την ανάσα μας με την ανάσα
εκείνου του ανθρώπου
κι αν κλείσαμε τα μάτια μας, δεν ήταν άλλη
μονάχα αυτός ο βαθύτερος καημός να κρατηθούμε
μέσα στη φυγή.
Από τότε άρχισα να σκέπτομαι ―μας δίδασκαν στο Γυμνάσιο την Απολογία― ότι στην Ελλάδα υπάρχουν πάντα δυο κόσμοι που πολεμιούνται: ο κόσμος του Σωκράτη και ο κόσμος του Άνυτου, του Μέλητου και του Λύκωνα. [...] Κάποτε βλέπω τους δυο αυτούς κόσμους να μάχουνται μέσα στο ίδιο πρόσωπο: στον Αλκιβιάδη, στον Ίωνα Δραγούμη.
Μπορεί πολιτική να σημαίνει την τέχνη του να κάνεις, δημόσια, πράγματα που ντρέπεσαι να κάνεις ή και να ομολογήσεις στο σπίτι σου.
Η κυκλοφορία μιας εφημερίδας είναι ένα καθημερινό δημοψήφισμα.