Βιβλιοθήκη Παραθέματα Σεφέρης Γιώργος
Σεφέρης Γιώργος
(Σεφεριάδης Γιώργος)
Γέννηση: Σμύρνη 1900
Θάνατος: Aθήνα 1971
Έργα
1.

Αυτός είναι ο θίασός μας, με αυτόν θα παίξουμε.

[Προφορική παράδοση].
2.

Ποιος από τους παρόντες διανοουμένους μας μοιάζει να έχει πάθει τίποτε από τη σκέψη του, αρρωστήσει απ’ αυτή, απελπιστεί, σιχαθεί τον εαυτό του: να την έχει ζήσει κατάσαρκα.

24 Ιουλίου 1925. Μέρες, Α΄. Ίκαρος, 1975. 8.
3.

Υπάρχουν, φαντάζομαι, άνθρωποι που δεν τολμήσανε να ζήσουν, από υπερβολική ευαισθησία. Η ευαισθησία, για να είναι χρήσιμη, πρέπει να συντροφεύεται από ανάλογη δύναμη.

2 Αυγούστου 1925. Μέρες, Α΄. Ίκαρος, 1975. 9.
4.

Μην αναβάλλεις: ουσιαστικός κανόνας της ζωής. Αλλιώς, κινδυνεύεις να σε πάρει ο ύπνος. Διώχνε κάθε σκέψη συγκαταβατική, συνένοχο, κλεφταποδόχα. Μην ξεχνάς πως δεν πρέπει μόνο την πνευματική συνήθεια ν’ αποχτήσεις, αλλά και τη σωματική. Σε καθετί υπάρχει και μια σωματική στάση.

23 Αυγούστου 1925. Μέρες, Α΄. Ίκαρος, 1975. 11-12.
5.

Η θύμηση μού έφαγε τη μνήμη.

Επίμετρο 1925. Μέρες, Α΄. Ίκαρος, 1975. 31.
6.

Αν η φωνή των γυναικών είχε άλλο τόνο, αν ήταν πιο ψιλή ή πιο βαθειά, μπορεί, ποιος ξέρει, η ψυχή ολόκληρη να ήταν διαφορετική, όλη μας η ευαισθησία.

Επίμετρο 1925. Μέρες, Α΄. Ίκαρος, 1975. 35.
7.

Όπως έχουμε έναν οπτικό ορίζοντα, μπορούμε να φανταστούμε κι έναν ορίζοντα ακουστικό, έναν της όσφρησης, έναν του σωματικού πόνου κτλ. Ο άνθρωπος κλεισμένος μέσα σ’ αυτούς τους κύκλους.

8 Φεβρουαρίου 1926. Μέρες, Α΄. Ίκαρος, 1975. 42.
8.

Ο λαός είναι φυσικός. Ο τεχνίτης στο πρώτο κοίταγμα είναι αντιφυσικός. Ο λαός μιμείται. Το πρώτο άρθρο του Πιστεύω του τεχνίτη είναι ν’ αποφεύγει τη μίμηση όσο μπορεί.

8 Απρίλη 1926. Μέρες, Α΄. Ίκαρος, 1975. 55.
9.

Ο χριστιανισμός τους: [...] Προτιμούν την καθαρή ανηθικότητα από κάθε ηθική που δεν είναι η δική τους.

1 Ιουνίου 1926. Μέρες, Α΄. Ίκαρος, 1975. 63.
10.

Άπειρο είναι για μας ό,τι ξεπερνά για ένα χιλιοστό του χιλιοστόμετρου το «βεληνεκές» των αισθήσεων και της γνώσης μας. Είμαστε αβυθομέτρητοι, γιατί το σκοινί της βολίδας είναι κοντό. Ας αφήσω ελεύθερα τα ένστικτά μου, θα ξέρουν καλύτερα να με οδηγήσουν.

26 Ιουνίου 1926. Μέρες, Α΄. Ίκαρος, 1975. 67.
11.

Η φύση είναι ό,τι υπάρχει το πιο αντίθετο με την ψυχή του ανθρώπου. [...] Το αίσθημα του ωραίου δεν είναι φυσικό· το αίσθημα του ηθικού δεν είναι φυσικό· η ανάγκη της προσευχής δεν είναι φυσική, μήτε η ανάγκη της μοναξιάς, μήτε και το κίνητρο που μας σπρώχνει προς τη φύση. Ο άνθρωπος γυρεύει το Θεό, η φύση αδιαφορεί για το Θεό· ο άρρωστος άνθρωπος και ο υγιής άνθρωπος είναι το ίδιο φυσικοί κτλ. κτλ.

15 Ιουλίου 1926. Μέρες, Α΄. Ίκαρος, 1975. 68.
12.

Υπάρχει ένα ποσοστό έκφρασης που ανήκει στο υλικό, ανεξάρτητο από τον τεχνίτη· δεν ξέρω αν θα το έλεγα τυχαίο. Τον άξιο τεχνίτη τον αναγνωρίζει κανείς, ακριβώς, από το συνδυασμό που επιτυχαίνει της βούλησής του με τη βούληση του υλικού.

16 Αυγούστου 1926. Μέρες, Α΄. Ίκαρος, 1975. 73.
13.

Για κοίταξε πώς οι χειρονομίες μας, οι κινήσεις, οι πράξεις, τα συναισθήματα, οι σκέψεις μαρμαρώνουν ακαριαία μόλις μπουν στο παρελθόν [...] Γεννούμε αγάλματα κάθε στιγμή που πέρασε.

6 Σεπτέμβρη 1926. Μέρες, Α΄. Ίκαρος, 1975. 75-76.
14.

Θυμήσου πως αν μεταχειριζόμαστε τα λόγια των άλλων, δεν μπορούμε παρά να εκφράσουμε τις σκέψεις των άλλων.

23 Φεβρουαρίου 1932. Μέρες, Β΄. Ίκαρος, 1975. 45.
15.

Τι σημασία έχει η ελευθερία του ανθρώπου, αν δεν την εξαγοράζουμε κάθε τόσο (όχι με χρήματα, βέβαια). Μην ξεχνάς να σιχαίνεσαι πάντα τους ψυχικούς σελέμηδες.

Μάρτης 1932. Μέρες, Β΄. Ίκαρος, 1975. 50.
16.

Όταν δεν δίνουμε στο πνεύμα πράγματα που αξίζουν, λειτουργεί (γιατί δεν μπορεί παρά να λειτουργεί) με πράγματα τυχαία και μηδαμινά που μας ταπεινώνουν.

19 Αυγούστου 1932. Μέρες, Β΄. Ίκαρος, 1975. 84.
17.

Σκέπτομαι να καθίσω να γράψω όπως όπως: η αρχή της εκτέλεσης είναι η καλύτερη έμπνευση.

27 Αυγούστου 1932. Μέρες, Β΄. Ίκαρος, 1975. 84.
18.

Αν θες να βγεις από τη μοναξιά σου, πρέπει να τραβήξεις προς το μέρος της μοναξιάς σου και όχι της πολυκοσμίας ή της συντροφιάς.

5 Μάρτη 1933. Μέρες, Β΄. Ίκαρος, 1975. 113.
19.

Όλοι οι άνθρωποι είναι του καιρού τους. Ποιοι αντιπροσωπεύουν τον καιρό τους, είναι άλλη κουβέντα.

2 Απρίλη 1933. Μέρες, Β΄. Ίκαρος, 1975. 119.
20.

Το σχολειό για να μάθουμε να εκτιμούμε τα έργα της τέχνης είναι τα άλλα έργα της τέχνης και τίποτε άλλο...

22 Νοέμβρη 1937, Μνήμη του Καβάφη. Μέρες, Γ΄. Ίκαρος, 1977. 89.
21.

Οι λεπτομέρειες, που μας παρέχουν τόσο άφθονα, θολώνουν την κρίση για το ουσιαστικό πρόβλημα. Σ’ αυτό βασίζεται η τέχνη της προπαγάνδας: στην επιδέξια χρησιμοποίηση της λεπτομέρειας, στον τεμαχισμό της αλήθειας.

Πρωτομαγιά 1940. Μέρες, Γ΄. Ίκαρος, 1977. 191.
22.

Ο πορνοβοσκός, σήμερα το πρωί στην εκκλησιά, όρθιος πλάι στον ψάλτη. Με τη φήμη που έχει, κατάλαβε πως είναι καλό να επιδείξει ευσέβεια. Αλλά η εκκλησία δε λερώνεται από τούτη την πράξη, όπως δε λερώνεται ο Θεός από τις αμαρτίες των αντιπροσώπων του επί γης. Μήπως δε θα ’πρεπε να πει κανείς το ίδιο για κάθε μεγάλη ιδέα όπου, δεν μπορεί, θα υπάρξουν άνθρωποι αμαρτωλοί; Το κριτήριο δεν είναι άτομα, το κριτήριο είναι το σωστό και η αλήθεια της θρησκείας, της ιδεολογίας. Είναι άραγε έτσι; Ο σκοπός κάποτε αγιάζει τους φορείς του; Αλλά τα φριχτά και τα άθλια όντα;

12 Οκτώβρη 1941. Μέρες, Δ΄. Ίκαρος, 1977. 142-143.
23.

Καταλαβαίνει κανείς πως δουλεύει καλά, όταν κάθε περιστατικό, το πιο μικρό και ασήμαντο, της καθημερινής ζωής του και της σκέψης του, έρχεται, σαν μοναχό του, και βάζει ένα πετραδάκι στο πράγμα που φτιάνει.

18 Φεβρουαρίου 1942. Μέρες, Δ΄. Ίκαρος, 1977. 189.
24.

Τα ποτάμια δεν παρηγορούν, θέλουν χαρούμενη καρδιά [...] Τα ποτάμια σ’ αφήνουν πάντα πίσω, καθώς κυλούν, μ’ αυτά που έχεις, πίκρες, βάσανα, απελπισίες. Η θάλασσα λυτρώνει. Ένας άνθρωπος στην ακροποταμιά: από τις πιο θλιβερές εικόνες που υπάρχουν.

11 Οκτώβρη 1943. Μέρες, Δ΄. Ίκαρος, 1977. 309.
25.

Πιο δύσκολο να συμπληρώσεις ένα στίχο παρά να σηκώσεις ένα βράχο.

17 Ιουνίου 1946. Μέρες, Ε΄. Ίκαρος, 1977. 42.
26.

Ύστερ’ από την πρωτοφανή συγκέντρωση του Ελληνισμού στον ελλαδικό χώρο [...] μόνο η δυνατότητα μιας καινούργιας διασποράς θα επιτρέψει στους Έλληνες να κάμουν κάτι. Σήμερα βλέπει κανείς καθαρά τα ψυχολογικά συμπτώματα πειναλέων ναυαγών σε μια ξυλάρμενη σχεδία. Γυρεύουν να φάει ο ένας τον άλλον.

3 Αυγούστου 1946. Μέρες, Ε΄. Ίκαρος, 1977. 46.
27.

Κατά βάθος, ο ποιητής έχει ένα θέμα: το ζωντανό σώμα του.

5 Νοέμβρη 1946. Μέρες, Ε΄. Ίκαρος, 1977. 80.
28.

Το άθλιο συναίσθημα να βλέπεις τη γλώσσα να φυραίνει, να γίνεται ένα συνθηματικό τραύλισμα, από το φανατισμό.

4 Φεβρουαρίου 1948. Μέρες, Ε΄. Ίκαρος, 1977. 120.
29.

Πρέπει να είναι κανείς σημαντικά μεγάλος, για να φτάσει στο ύψος του γέρου: Οιδίπους (στον Κολωνό), Μακρυγιάννης. Οι περισσότεροι γίνουνται κουρέλια. Το είδος μοιάζει να σπανίζει στα χρόνια μας, όπου οι άνθρωποι γερνούν και τελειώνουν χωρίς να ωριμάσουν.

Νοέμβρης 1949. Μέρες, Ε΄. Ίκαρος, 1977. 149.
30.

Το κακό δεν είναι που επηρεαζόμαστε από ξενικές ιδέες στην Ελλάδα (και πώς να γίνει αλλιώς;) ― το κακό είναι που δεν είμαστε ποτέ έτοιμοι για φρέσκιες ιδέες· τις προτιμούμε σιτεμένες ή συντηρημένες στο ψυγείο· όταν γίνουν αντικείμενο μαζικής εξαγωγής.

7 Μάη 1950. Μέρες, Ε΄. Ίκαρος, 1977. 177.
31.

Κατά βάθος με την ακινησία δε βρίσκεις την ηρεμία· το πέρασμα του χρόνου μ’ ένα είδος χορού μπορείς να το φτάσεις και να το ισορροπήσεις σε γαλήνη.

15 Ιουλίου 1951. Μέρες, ΣΤ΄. Ίκαρος, 1986. 25.
32.

Όπως οι αλλοτινοί ραγιάδες παίρναν ξένες προστασίες για να φυλαχτούν από το Σουλτάνο, σήμερα σκεπάζουν τα καράβια τους με τη σημαία του Παναμά για να προστατευτούν από το ελληνικό κράτος.

Χριστούγεννα 1952. Μέρες, ΣΤ΄. Ίκαρος, 1986. 64.
33.

Είναι τρομερό κάποτε με πόση καθαρότητα μπορεί να ιδεί ο Έλλην την απόσταση που τον χωρίζει και από την Ανατολή και από τη Δύση.

14 Απρίλη 1953. Μέρες, ΣΤ΄. Ίκαρος, 1986. 69.
34.

Είμαστε άξιοι να διοικήσουμε την Κύπρο, χωρίς να βλάψουμε αυτό τον κόσμο, κάνοντάς τον καλύτερο, χωρίς να τον κάνουμε μια ελλαδική επαρχία, σαν την Κέρκυρα, σαν τη Θεσσαλονίκη;

6 Νοέμβρη 1953. Μέρες, ΣΤ΄. Ίκαρος, 1986. 98.
35.

Το κλίμα της Κύπρου γιατί μου πηγαίνει.
Ελληνική, χωρίς Έλληνα χωροφύλακα ή δημόσιο υπάλληλο ― μετατόπιση της παράδοσης: πιο αρχαία και πιο ντοπιολαλιά.

17 Νοέμβρη 1953. Μέρες, ΣΤ΄. Ίκαρος, 1986. 105.
36.

Ό,τι μου λέγαν έπρεπε να το ψηλαφήσω
[...]
ό,τι μου λέγαν δορά και μετάξι.

«Αγιάναπα, α΄», 9, 13. Ημερολόγιο καταστρώματος, Γ΄, 1955. Ποιήματα. Ίκαρος, 1974. 233.
37.

Ίσως να είναι σωστό πως η αυστηρή σιωπή, όπως και άλλες πιο διαχυτικές εκδηλώσεις, μπορεί να σημαίνει ότι αποδίδουμε υπερβολική σημασία στον εαυτό μας.

«Ακόμη λίγα για τον Αλεξανδρινό», 1962. Δοκιμές, Α΄. Ίκαρος, 1974. 368-369.
38.

[Η ψυχαναλυτική κριτική] μπορεί βέβαια να μας δώσει αξιοπρόσεχτα στοιχεία που μπορεί να φωτίσουν βιογραφικά μια φυσιογνωμία· αλλά [...] δεν μπορεί μήτε να αξιολογήσει μήτε να εξηγήσει τη γένεση ενός ποιήματος. Λειτουργεί με τον ίδιο τρόπο είτε πρόκειται για τα έργα ενός μεγάλου καλλιτέχνη είτε για τα έργα ενός ηλιθίου [...].
     Θα διάβαζα με πολύ ενδιαφέρον μια καλή ψυχαναλυτική μελέτη για τον Καβάφη, αλλά θα διάβαζα με το ίδιο ενδιαφέρον μια καλή αστρολογική μελέτη πάνω στο ωροσκόπιό του.

«Ακόμη λίγα για τον Αλεξανδρινό», 1962. Δοκιμές, Α΄. Ίκαρος, 1974. 378.
39.

Φτάξαμε τέλος στα χρόνια που εφευρέθηκε η κατάργηση της τυπογραφίας.

«Ακόμη λίγα για τον Αλεξανδρινό», 1962. Δοκιμές, Α΄. Ίκαρος, 1974. 420-421.
40.

Τα λόγια σας συνήθεια της ακοής
βουίζουν μέσα στα ξάρτια και περνάνε
μήπως πιστεύω πια στην ύπαρξή σας
μοιραίοι σύντροφοι, ανυπόστατοι ίσκιοι.

«Αλληλεγγύη», 18-21. Ημερολόγιο καταστρώματος, Α΄, 1940. Ποιήματα. Ίκαρος, 1974. 169-170.
41.

Με τους καινούργιους ροδαμούς
οι γέροντες αστόχησαν
κι όλα τα παραδώσανε
αγγόνια και δισέγγονα
και τα χωράφια τα βαθιά
και τα βουνά τα πράσινα
και την αγάπη και το βιος
τη σπλάχνιση και τη σκεπή
και ποταμούς και θάλασσα.

«Άνοιξη μ.Χ.», 20-28. Ημερολόγιο καταστρώματος, Α΄, 1940. Ποιήματα. Ίκαρος, 1974. 173-174.
42.

Ελλάς· πυρ! Ελλήνων· πυρ! Χριστιανών· πύρ!
Τρεις λέξεις νεκρές. Γιατί τις σκοτώσατε;

«Από βλακεία». Τετράδιο Γυμνασμάτων, Β΄. Ίκαρος, 1976. 103.
43.

Αυτό το νόημα, επειδή το βρήκε ο ποιητής, δε σημαίνει πως είναι ούτε περισσότερο ούτε λιγότερο άξιο από ένα άλλο νόημα που γεννήθηκε από την επαφή ενός τρίτου μ’ αυτό το ίδιο ποίημα. [...] Δεν υπάρχει καλλιτέχνης που να έχει δώσει αυθεντική ερμηνεία του έργου του.

«Απορίες διαβάζοντας τον Κάλβο», 1937. Δοκιμές, Α΄. Ίκαρος, 1974. 57.
44.

[Κάλβος, Σολωμός, Καβάφης] Οι τρεις μεγάλοι πεθαμένοι ποιητές μας που δεν ήξεραν ελληνικά.

«Απορίες διαβάζοντας τον Κάλβο», 1937. Δοκιμές, Α΄. Ίκαρος, 1974. 63.
45.

Με τι καρδιά, με τι πνοή,
τι πόθους και τι πάθος
πήραμε τη ζωή μας· λάθος!
κι αλλάξαμε ζωή.

«Άρνηση», 9-12. Στροφή, 1931. Ποιήματα. Ίκαρος, 1974. 13.
46.

Η σκέψη του ξένου κόσμου μάς κύκλωνε και μας στένευε σαν ένα δίχτυ.

«Γράμμα του Μαθιού Πασκάλη», 15. Τετράδιο γυμνασμάτων, 1940. Ποιήματα. Ίκαρος, 1974. 82.
47.

Όταν δε μένει πια ούτε να διαλέξεις
το θάνατο που γύρευες δικό σου,
[...]
άφησε τα χέρια σου αν μπορείς να ταξιδέψουν,
ξεκόλλησε απ’ τον άπιστο καιρό
και βούλιαξε,
βουλιάζει όποιος σηκώνει τις μεγάλες πέτρες.

«Γυμνοπαιδία», Α΄: «Σαντορίνη», 36-37, 41-44. 1936. Ποιήματα. Ίκαρος, 1974. 76.
48.

Τούτες τις πέτρες τις εσήκωσα όσο βάσταξα
τούτες τις πέτρες τις αγάπησα όσο βάσταξα
τούτες τις πέτρες, τη μοίρα μου.

«Γυμνοπαιδία», Β΄: «Μυκήνες», 13-15. 1936. Ποιήματα. Ίκαρος, 1974. 77.
49.

Είδα τα φίδια σταυρωτά με τις οχιές
πλεγμένα πάνω στην κακή γενιά
τη μοίρα μας.

«Γυμνοπαιδία», Β΄: «Μυκήνες», 30-32. 1936. Ποιήματα. Ίκαρος, 1974. 78.
50.

Να ’ναι η φωνή
πεθαμένων φίλων μας
ή φωνογράφος;

«Δεκαέξι χάικου», Δ΄. Τετράδιο γυμνασμάτων, 1940. Ποιήματα. Ίκαρος, 1974. 90.
51.

Φόρεσα πάλι
τη φυλλωσιά του δέντρου
κι εσύ βελάζεις.

«Δεκαέξι χάικου», Ζ΄. Τετράδιο γυμνασμάτων, 1940. Ποιήματα. Ίκαρος, 1974. 91.
52.

Γράφεις·
το μελάνι λιγόστεψε
η θάλασσα πληθαίνει.

«Δεκαέξι χάικου», ΙΣΤ΄. Τετράδιο γυμνασμάτων, 1940. Ποιήματα. Ίκαρος, 1974. 93.
53.

[Η δικτατορία της 21ης Απριλίου 1967] είναι μια κατάσταση υποχρεωτικής νάρκης όπου, όσες πνευματικές αξίες κατορθώσαμε να κρατήσουμε ζωντανές, με πόνους και με κόπους, πάνε κι αυτές να καταποντιστούν μέσα στα ελώδη στεκάμενα νερά. [...] Δυστυχώς, δεν πρόκειται μόνο γι’ αυτόν τον κίνδυνο.
    Όλοι πια το διδάχτηκαν και το ξέρουν πως, στις δικτατορικές καταστάσεις, η αρχή μπορεί να μοιάζει εύκολη, όμως η τραγωδία περιμένει, αναπότρεπτη, στο τέλος. Το δράμα αυτού του τέλους μάς βασανίζει, συνειδητά ή ασυνείδητα, όπως στους παμπάλαιους χορούς του Αισχύλου. Όσο μένει η ανωμαλία, τόσο προχωρεί το κακό.
    [...] Βλέπω μπροστά μου το γκρεμό όπου μας οδηγεί η καταπίεση που κάλυψε τον τόπο. Αυτή η ανωμαλία πρέπει να σταματήσει. Είναι εθνική επιταγή.

Δήλωση, 28 Μαρτίου 1969. Νέα κείμενα 2. Κέδρος, 1971. 15-16.
54.

Τα μονοκοτυλήδονα
και τα δικοτυλήδονα
ανθίζανε στον κάμπο
 
σου το ’χαν πει στον κλήδονα
και σμίξαμε φιλήδονα
τα χείλια μας, Μαλάμω!

«Δημοτικό τραγούδι». Στροφή, 1931. Ποιήματα. Ίκαρος, 1974. 25.
55.

Δεν καταλαβαίνω τους ανθρώπους
όσο και να παίζουν με τα χρώματα
είναι όλοι τους μαύροι.

«Διάλειμμα χαράς», 20-22. Ημερολόγιο καταστρώματος, Α΄, 1940. Ποιήματα. Ίκαρος, 1974. 167.
56.

Ήταν μια πολιτεία παλιά· τειχιά δρόμοι και σπίτια
ξεχώριζαν σαν πετρωμένοι μυώνες κυκλώπων,
η ανατομία μιας ξοδεμένης δύναμης κάτω απ’ το μάτι
του αρχαιολόγου του ναρκοδότη ή του χειρούργου.
Φαντάσματα και υφάσματα, χλιδή και χείλια, χωνεμένα
και τα παραπετάσματα του πόνου διάπλατα ανοιχτά
αφήνοντας να φαίνεται γυμνός κι αδιάφορος ο τάφος.

«Έγκωμη», 10-16. Ημερολόγιο καταστρώματος, Γ΄, 1955. Ποιήματα. Ίκαρος, 1974. 267.
57.

[...] Ο κόσμος
ξαναγινόταν όπως ήταν, ο δικός μας
με τον καιρό και με το χώμα.
[...]
κι όλα στεγνώσαν μονομιάς στην πλατωσιά του κάμπου
στης πέτρας την απόγνωση στη δύναμη τη φαγωμένη
στον άδειο τόπο με το λιγοστό χορτάρι και τ’ αγκάθια
όπου γλιστρούσε ξέγνοιαστο ένα φίδι,
όπου ξοδεύουνε πολύ καιρό για να πεθάνουν.

«Έγκωμη», 45-47, 50-54. Ημερολόγιο καταστρώματος, Γ΄, 1955. Ποιήματα. Ίκαρος, 1974. 268-269.
58.

Είναι δύσκολο ν’ απαλλαγεί ο κάθε άνθρωπος από τον αόρατο χορό των γερόντων που τον παρακολουθούνε σ’ όλη του τη ζωή.

«Εισαγωγή στον Θ.Σ. Έλιοτ», 1936. Δοκιμές, Α΄. Ίκαρος, 1974. 25.
59.

Η ποίηση χρησιμοποιεί τη σιωπή, είναι καμωμένη από λόγο και από σιωπή, σμιλεύει τη σιωπή κατά κάποιον τρόπο. Η πρόζα είναι μια τέχνη σιωπηλή, ξετυλίγεται μέσα στη σιωπή· αν έχει διακοπές, δεν μπορεί να έχει σιωπές. Συνήθως η πρόζα που προσκαλεί την απαγγελία, η ποιητική πρόζα, είναι κακή πρόζα· η ποίηση που δεν προσκαλεί τη φωνή είναι κακή ποίηση.
―――――
Το καλό ποίημα πρέπει να περιέχει τη φωνητική του έκφραση· δεν πρέπει ν’ αφήνει περιθώριο για φωνητική ερμηνεία. Ο πιο φρόνιμος τρόπος να πεις ένα ποίημα είναι να το αρθρώσεις καθαρά.

«Εισαγωγή στον Θ.Σ. Έλιοτ», 1936. Δοκιμές, Α΄. Ίκαρος, 1974. 33. / 1 Γενάρη 1926. Μέρες, Α΄. Ίκαρος, 1975. 39.
60.

Από το να μιλά κανείς μονάχος, ώς το να μιλά κανείς άλλη γλώσσα, δεν είναι μακρύς ο δρόμος.

«Εισαγωγή στον Θ.Σ. Έλιοτ», 1936. Δοκιμές, Α΄. Ίκαρος, 1974. 35.
61.

Εκείνο που έχουμε στις μεταφράσεις των ποιημάτων δεν είναι διόλου μια προσέγγιση προς το έργο όπως γράφτηκε, αλλά ο καρπός της επιμειξίας δυο φυσιογνωμιών, που μοιάζει θλιβερά κάποτε με την οικογένεια του μεταφραστή.

«Εισαγωγή στον Θ.Σ. Έλιοτ», 1936. Δοκιμές, Α΄. Ίκαρος, 1974. 469-470.
62.

Αν μπορούσα να μιλήσω τεχνικά, θα έλεγα πως και για την ποίηση χρειάζεται πριν απ’ όλα «ποιητικό» αυτί, με την έννοια που οι μουσικοί λένε πως κάποιος έχει «μουσικό» αυτί.

«Εισαγωγή στον Θ.Σ. Έλιοτ», 1936. Δοκιμές, Α΄. Ίκαρος, 1974. 473.
63.

Τ’ αηδόνια δε σ’ αφήνουνε να κοιμηθείς στις Πλάτρες.

«Ελένη», 1, 9, 53. Ημερολόγιο καταστρώματος, Γ΄, 1955. Ποιήματα. Ίκαρος, 1974. 239, 241.
64.

Κι ο Πάρης, μ’ έναν ίσκιο πλάγιαζε σα νά ηταν πλάσμα ατόφιο.

«Ελένη», 40. Ημερολόγιο καταστρώματος, Γ΄, 1955. Ποιήματα. Ίκαρος, 1974. 239, 241.
65.

Τόσα κορμιά ριγμένα
στα σαγόνια της θάλασσας στα σαγόνια της γης·
[...]
για ένα λινό κυμάτισμα για μια νεφέλη
μιας πεταλούδας τίναγμα το πούπουλο ενός κύκνου
για ένα πουκάμισο αδειανό, για μιαν Ελένη.

«Ελένη», 43-44, 48-50. Ημερολόγιο καταστρώματος, Γ΄, 1955. Ποιήματα. Ίκαρος, 1974. 239, 241.
66.

Τ’ είναι θεός; τι μη θεός; και τι τ’ ανάμεσό τους;

«Ελένη», 52. Ημερολόγιο καταστρώματος, Γ΄, 1955. Ποιήματα. Ίκαρος, 1974. 239, 241.
67.

Στα χρόνια μας [...] το ζήτημα δεν είναι πια αν θα γράφουμε καθαρεύουσα ή δημοτική. Το τραγικό ζήτημα είναι αν θα γράφουμε, ή όχι, ελληνικά· αν θα γράφουμε ελληνικά ή ένα οποιοδήποτε ελληνόμορφο εσπεράντο.

«Ένα παράδειγμα», 1946. Δοκιμές, Α΄. Ίκαρος, 1974. 321-322.
68.

Κι όμως πρέπει να λογαριάσουμε πώς προχωρούμε.
[...]
Κι όμως πρέπει να λογαριάσουμε κατά πού προχωρούμε.
[...]
[...] μπορεί να θέλω να πω καθώς
το μακρύ ποτάμι που βγαίνει από τις μεγάλες λίμνες τις κλειστές βαθιά στην Αφρική
και ήτανε κάποτε θεός κι έπειτα γένηκε δρόμος και δωρητής και δικαστής και δέλτα·
που δεν είναι ποτές του το ίδιο, κατά που δίδασκαν οι παλαιοί γραμματισμένοι,
κι ωστόσο μένει πάντα το ίδιο σώμα, το ίδιο στρώμα, και το ίδιο Σημείο,
ο ίδιος προσανατολισμός.

«Ένας γέροντας στην ακροποταμιά», 1, 5, 10-15. Ημερολόγιο καταστρώματος, Β΄, 1944. Ποιήματα. Ίκαρος, 1974. 200-201.
69.

Δε θέλω τίποτε άλλο παρά να μιλήσω απλά, να μου δοθεί ετούτη η χάρη.
Γιατί και το τραγούδι το φορτώσαμε με τόσες μουσικές που σιγά-σιγά βουλιάζει
και την τέχνη μας τη στολίσαμε τόσο πολύ που φαγώθηκε από τα μαλάματα το πρόσωπό της
κι είναι καιρός να πούμε τα λιγοστά μας λόγια γιατί η ψυχή μας αύριο κάνει πανιά.

«Ένας γέροντας στην ακροποταμιά», 1, 5, 10-15. Ημερολόγιο καταστρώματος, Β΄, 1944. Ποιήματα. Ίκαρος, 1974. 201.
70.

Στον τόπο μας, όπου είμαστε τόσο σκληρά κάποτε αυτοδίδακτοι, ο Μακρυγιάννης στάθηκε ο πιο ταπεινός αλλά και ο πιο σταθερός διδάσκαλός μου.

«Ένας Έλληνας - Ο Μακρυγιάννης», 1943. Δοκιμές, Α΄. Ίκαρος, 1974. 229-230.
71.

Ο ελεύθερος άνθρωπος, ο δίκαιος άνθρωπος, ο άνθρωπος ζυγαριά της ζωής ― αν υπάρχει μια ιδέα βασικά ελληνική, δεν είναι άλλη.

«Ένας Έλληνας - Ο Μακρυγιάννης», 1943. Δοκιμές, Α΄. Ίκαρος, 1974. 256.
72.

Χωρίς την αντίσταση και το βάρος των πραγμάτων που πρέπει να αρθρώσουμε, ύφος δε θα έχουμε ποτέ. Ύφος είναι οι δυσκολίες που βρίσκει ένας άνθρωπος για να εκφράσει κάτι.

«Ένας Έλληνας - Ο Μακρυγιάννης», 1943. Δοκιμές, Α΄. Ίκαρος, 1974. 260.
73.

― Τι μπορεί να μου θύμισε τον Αρδιαίο εκείνον;
Μια λέξη στον Πλάτωνα θαρρώ, χαμένη στου μυαλού τ’ αυλάκια·
τ’ όνομα του κίτρινου θάμνου
δεν άλλαξε από εκείνους τους καιρούς.
[...]
«Τον έδεσαν χειροπόδαρα» μας λέει
«τον έριξαν χάμω και τον έγδαραν
τον έσυραν παράμερα τον καταξέσκισαν
απάνω στους αγκαθερούς ασπάλαθους
και πήγαν και τον πέταξαν στον Τάρταρο, κουρέλι».
 
Έτσι στον κάτω κόσμο πλέρωνε τα κρίματά του
ο Παμφύλιος Αρδιαίος, ο πανάθλιος Τύραννος.

«Επί ασπαλάθων...», 9-20. Τετράδιο Γυμνασμάτων, Β΄. Ίκαρος, 1976. 50.
74.

Ας έρθει να με κοιμηθεί όποιος θέλει,
μήπως δεν είμαι η θάλασσα;

«Επί σκηνής», Γ΄, 25-26. Τρία κρυφά ποιήματα, 1966. Ποιήματα. Ίκαρος, 1974. 287.
75.

Η θάλασσα· πώς έγινε έτσι η θάλασσα;
Άργησα χρόνια στα βουνά·
με τύφλωσαν οι πυγολαμπίδες.
[...]
Μα μπορεί να κακοφορμίσει η θάλασσα;

«Επί σκηνής», Δ΄, 1-3, 7. Τρία κρυφά ποιήματα, 1966. Ποιήματα. Ίκαρος, 1974. 288.
76.

Μου μίλησε ο Θαλασσινός Γέρος:
«Εγώ ειμαι ο τόπος σου·
ίσως να μην είμαι κανείς
αλλά μπορώ να γίνω αυτό που θέλεις».

«Επί σκηνής», Δ΄, 16-19. Τρία κρυφά ποιήματα, 1966. Ποιήματα. Ίκαρος, 1974. 288.
77.

Πότε θα ξαναμιλήσεις;
Είναι παιδιά πολλών ανθρώπων τα λόγια μας.
Σπέρνουνται γεννιούνται σαν τα βρέφη
ριζώνουν θρέφουνται με το αίμα.
Όπως τα πεύκα
κρατούνε τη μορφή του αγέρα
ενώ ο αγέρας έφυγε, δεν είναι εκεί
το ίδιο τα λόγια
φυλάγουν τη μορφή του ανθρώπου
κι ο άνθρωπος έφυγε, δεν είναι εκεί.

«Επί σκηνής», ΣΤ΄, 1-10. Τρία κρυφά ποιήματα, 1966. Ποιήματα. Ίκαρος, 1974. 290.
78.

Κι όμως εκεί, στην άλλην όχθη
[...]
[...] ξαναγινόσουν
στην υπέρογκη διαστολή του καιρού
στιγμή-στιγμή σαν το ρετσίνι
το σταλαχτίτη το σταλαγμίτη.

«Επί σκηνής», Ζ΄, 1, 8-11. Τρία κρυφά ποιήματα, 1966. Ποιήματα. Ίκαρος, 1974. 291.
79.

Κράτησα τη ζωή μου ψιθυριστά μέσα στην απέραντη σιωπή
δεν ξέρω πια να μιλήσω μήτε να συλλογιστώ· ψίθυροι
σαν την ανάσα του κυπαρισσιού τη νύχτα εκείνη
σαν την ανθρώπινη φωνή της νυχτερινής θάλασσας στα χαλίκια
σαν την ανάμνηση της φωνής σου λέγοντας «ευτυχία».
[...]
Ο δρόμος αυτός δεν τελειώνει δεν έχει αλλαγή, όσο γυρεύεις 
να θυμηθείς τα παιδικά σου χρόνια, εκείνους που έφυγαν εκείνους
που χάθηκαν μέσα στον ύπνο τούς πελαγίσιους τάφους,
όσο ζητάς τα σώματα που αγάπησες να σκύψουν
κάτω από τα σκληρά κλωνάρια των πλατάνων εκεί
που στάθηκε μια αχτίδα του ήλιου γυμνωμένη
και σκίρτησε ένας σκύλος και φτεροκόπησε η καρδιά σου,
ο δρόμος δεν έχει αλλαγή· κράτησα τη ζωή μου.

«Επιφάνια, 1937», 21-25, 36-43. Τετράδιο γυμνασμάτων, 1940. Ποιήματα. Ίκαρος, 1974. 141-142.
80.

Ο κόσμος ήταν εύκολος· ένας απλός παλμός.
[...]
Ο κόσμος είναι απλός.

«Ερωτικός Λόγος», Α΄ 8, Ε΄ 12. Ποιήματα. Ίκαρος, 1974. 27, 32.
81.

Από το χνούδι του φιλιού στα φύλλα της καρδιάς.

«Ερωτικός Λόγος», Γ΄, 8. Στροφή, 1931. Ποιήματα, 1974. 29.
82.

Ανθρώπινο άγγιγμα στον κόρφο μου τ’ αστέρια.

«Ερωτικός Λόγος», Γ΄, 20. Στροφή, 1931. Ποιήματα, 1974. 29.
83.

...Μες στον καθρέφτη η αγάπη μας, πώς πάει και λιγοστεύει
μέσα στον ύπνο τα όνειρα, σκολειό της λησμονιάς
μέσα στα βάθη του καιρού, πώς η καρδιά στενεύει
και χάνεται στο λίκνισμα μιας ξένης αγκαλιάς...

«Ερωτικός Λόγος», Γ΄, 33-36. Στροφή, 1931. Ποιήματα, 1974. 30.
84.

Κι είναι η σιγή τάσι αργυρό όπου πέφτουν οι στιγμές.

«Ερωτικός Λόγος», Δ΄, 10. Στροφή, 1931. Ποιήματα, 1974. 31.
85.

Πού πήγε η μέρα η δίκοπη που είχε τα πάντα αλλάξει;

«Ερωτικός Λόγος», Ε΄, 1. Στροφή, 1931. Ποιήματα, 1974. 32.
86.

Δε θα βρεθεί ένας ποταμός να ’ναι για μας πλωτός;

«Ερωτικός Λόγος», Ε΄, 2. Στροφή, 1931. Ποιήματα, 1974. 32.
87.

Στην πέτρα της υπομονής προσμένουμε το θάμα.

«Ερωτικός Λόγος», Ε΄, 5. Στροφή, 1931. Ποιήματα, 1974. 32.
88.

Ξέρουμε πολύ πιο πραγματικά τους ανθρώπους που ζούσαν την εποχή του Ομήρου ή την εποχή του Συμποσίου, παρά τους ανθρώπους που έβλεπαν την Ερωφίλη στο θέατρο.

«Ερωτόκριτος», 1946. Δοκιμές, Α΄. Ίκαρος, 1974. 274.
89.

Πολλοί νέοι, την εποχή εκείνη [1929] αφήνουνταν να πιστεύουν ότι το σπουδαίο είναι να πεις αξιόλογα πράγματα και ότι είναι αδιάφορος ο τρόπος που τα εκφράζεις· ξεχνώντας, φυσικά, ότι όσο λιγότερο σε απασχολεί η έκφραση, τόσο περισσότερο νομίζεις πως έχεις μέσα σου στοιβαγμένα αξιόλογα πράγματα.

«Ερωτόκριτος», 1946. Δοκιμές, Α΄. Ίκαρος, 1974. 278-279.
90.

Για τον ποιητή όλο το ζήτημα είναι να μεταχειριστεί τον κόσμο των φαντασμάτων που τον περιστοιχίζουν, σαν να ήταν σώματα στερεά.

«Ερωτόκριτος», 1946. Δοκιμές, Α΄. Ίκαρος, 1974. 294.
91.

Τα ερωτήματα είναι πιο χρήσιμα από τη σιωπή.

«Ερωτόκριτος», 1946. Δοκιμές, Α΄. Ίκαρος, 1974. 500.
92.

Γέρασε ανάμεσα στη φωτιά της Τροίας
και στα λατομεία της Σικελίας.
[...]
Είδε τις φλέβες των ανθρώπων
σαν ένα δίχτυ των θεών, όπου μας πιάνουν σαν τ’ αγρίμια·
προσπάθησε να το τρυπήσει.
Ήταν στρυφνός, οι φίλοι του ήταν λίγοι·
ήρθε ο καιρός και τον σπαράξαν τα σκυλιά.

«Ευριπίδης, Αθηναίος», 1-2, 5-8. Ημερολόγιο καταστρώματος, Γ΄, 1955. Ποιήματα. Ίκαρος, 1974. 266.
93.

Αγάπη, πού ’ναι η εκκλησιά σου
βαρέθηκα πια στα μετόχια.

«Fog», 23-24. Στροφή, 1931. Ποιήματα. Ίκαρος, 1974. 16.
94.

Και το κοντύλι τρύπησε τον τοίχο της φυλακής.

«Η απόφαση της λησμονιάς», 12. Ημερολόγιο καταστρώματος, Α΄, 1940. Ποιήματα. Ίκαρος, 1974. 183.
95.

Το νόημα που στον κόσμο δίνει
έναστρος ουρανός.

«Η Λυπημένη», 15-16. Στροφή, 1931. Ποιήματα. Ίκαρος, 1974. 11.
96.

Κάποτε συλλογίζομαι πως τούτα εδώ που γράφω δεν είναι άλλο παρά εικόνες που κεντούν στο δέρμα τους φυλακισμένοι ή πελαγίσιοι.

Ημερολόγιο Καταστρώματος, Β΄, αφιέρωση. 1944. Ποιήματα. Ίκαρος, 1974. 189.
97.

Συλλογίζομαι πως αν έτυχε να βρω στην Κύπρο τόση χάρη, είναι ίσως γιατί το νησί αυτό μού έδωσε ό,τι είχε να μου δώσει σ’ ένα πλαίσιο αρκετά περιορισμένο για να μην εξατμίζεται, όπως στις πρωτεύουσες του μεγάλου κόσμου, η κάθε αίσθηση, και αρκετά πλατύ για να χωρέσει το θαύμα. Είναι περίεργο να το λέει κανείς σήμερα· η Κύπρος είναι ένας τόπος όπου το θαύμα λειτουργεί ακόμη.

Ημερολόγιο Καταστρώματος, Γ΄, Σημείωση. Ποιήματα. Ίκαρος, 1974. 336.
98.

Πώς πέσαμε, σύντροφε, μέσα στο λαγούμι του φόβου;
Δεν ήταν της δικής σου μοίρας, μήτε της δικής μου τα γραμμένα,
ποτές μας δεν πουλήσαμε μήτε αγοράσαμε τέτοια πραμάτεια·
ποιος είναι εκείνος που προστάζει και σκοτώνει πίσω από μας;
[...]
άφησε μη ρωτάς, περίμενε· το αίμα, το αίμα
ένα πρωί θα σηκωθεί σαν τον Αϊ-Γιώργη τον καβαλάρη
για να καρφώσει με το κοντάρι πάνω στο χώμα το δράκοντα.

«Η μορφή της Μοίρας», 19-27. Ημερολόγιο καταστρώματος, Β΄, 1944. Ποιήματα. Ίκαρος, 1974. 194.
99.

Ω! ν’ απαλύνει ξάφνω στην αφή μας
το δέρμα της σιωπής που μας στενεύει,
να λησμονήσουμε, θεοί, το κρίμα
που όλο πληθαίνει κι όλο μας βαραίνει,
να βγούμε από τη γνώση κι απ’ την πείνα!
 
Μαζεύοντας τον πόνο της πληγής μας
να βγούμε από τον πόνο της πληγής μας,
[...]
ρόδα ν’ ανθίσουν στο αίμα της πληγής μας.
 
Όλα να γίνουνε ξανά σαν πρώτα
στα δάχτυλα στα μάτια και στα χείλια,
ν’ αφήσουμε τη γερασμένη αρρώστια,
πουκάμισο που αφήσανε τα φίδια
κίτρινο μες στα πράσινα τριφύλλια.

Η Στέρνα, 66-72, 75-80. 1932. Ποιήματα. Ίκαρος, 1974. 37-38.
100.

Ήταν η μέρα συννεφιασμένη. Κανείς δεν αποφάσιζε
φυσούσε ένας αγέρας αλαφρύς [...]
«Δεν είναι γρέγος είναι σιρόκος» η μόνη απόφαση που ακούστηκε.
Κι όμως το ξέραμε πως την άλλη αυγή δε θα μας έμενε
τίποτε πια, μήτε η γυναίκα πίνοντας πλάι μας τον ύπνο
μήτε η ανάμνηση πως ήμασταν κάποτε άντρες.

«Η τελευταία μέρα», 1-2, 6-9. Ημερολόγιο καταστρώματος, Α΄, 1940. Ποιήματα. Ίκαρος, 1974. 171.
101.

Πώς πεθαίνει ένας άντρας; Παράξενο κανένας δεν το συλλογίστηκε.
Κι όσοι το σκέφτηκαν ήταν σαν ανάμνηση από παλιά χρονικά 
της εποχής των Σταυροφόρων ή της εν-Σαλαμίνι-ναυμαχίας.
Κι όμως ο θάνατος είναι κάτι που γίνεται· πώς πεθαίνει ένας άντρας;
Κι όμως κερδίζει κανείς το θάνατό του, το δικό του θάνατο, που δεν ανήκει σε κανέναν άλλον
και τούτο το παιχνίδι είναι η ζωή.

«Η τελευταία μέρα», 16-21. Ημερολόγιο καταστρώματος, Α΄, 1940. Ποιήματα. Ίκαρος, 1974. 172.
102.

Η ποιητική πολιτική, όπως και η ποιητική πρόζα, είναι από τα χειρότερα πράγματα που υπάρχουν στον κόσμο.

«“Η Τέχνη και η Εποχή”», 1945. Δοκιμές, Α΄. Ίκαρος, 1974. 266.
103.

Μεταφράζοντας, μαθαίνει κανείς τη δική του γλώσσα.

«Θ.Σ.Ε. Σελίδες από ένα ημερολόγιο», 1965. Δοκιμές, Β΄. Ίκαρος, 1974. 216.
104.

Όλοι βλέπουν οράματα
κανείς ωστόσο δεν τ’ ομολογεί·
πηγαίνουν και θαρρούν πως είναι μόνοι.
Το μεγάλο τριαντάφυλλο
ήτανε πάντα εδώ
στο πλευρό σου βαθιά μέσα στον ύπνο
δικό σου και άγνωστο.

«Θερινό ηλιοστάσι», Β΄, 1-7. Τρία κρυφά ποιήματα, 1966. Ποιήματα. Ίκαρος, 1974. 294.
105.

Στην πολιτεία που έγινε πορνείο
μαστροποί και πολιτικιές
διαλαλούν σάπια θέλγητρα·
[...]
ο ποιητής
χαμίνια τού πετούν μαγαρισιές
καθώς βλέπει τ’ αγάλματα να στάζουν αίμα.
Πρέπει να βγεις από τούτο τον ύπνο·
τούτο το μαστιγωμένο δέρμα.

«Θερινό ηλιοστάσι», Γ΄, 7-9, 13-17. Τρία κρυφά ποιήματα, 1966. Ποιήματα. Ίκαρος, 1974. 295.
106.

Φυραίνει ο τόπος ολοένα
χωματένιο σταμνί.

«Θερινό ηλιοστάσι», Δ΄, 13-14. Τρία κρυφά ποιήματα, 1966. Ποιήματα. Ίκαρος, 1974. 296.
107.

Η λεύκα στο μικρό περιβόλι
η ανάσα της μετρά τις ώρες σου
μέρα και νύχτα·
κλεψύδρα που γεμίζει ο ουρανός.
[...]
Στο σύνορο είναι λιγοστά τα πεύκα
έπειτα μάρμαρα και φωταψίες
κι άνθρωποι καθώς είναι πλασμένοι οι άνθρωποι.
Ο κότσυφας όμως τιτιβίζει
σαν έρχεται να πιει
κι ακούς καμιά φορά φωνή της δεκοχτούρας.
 
Στο μικρό περιβόλι δέκα δρασκελιές
μπορείς να ιδείς το φως του ήλιου
να πέφτει σε δυο κόκκινα γαρούφαλα
σε μιαν ελιά και λίγο αγιόκλημα.

«Θερινό ηλιοστάσι», Ζ΄, 1-4, 7-16. Τρία κρυφά ποιήματα, 1966. Ποιήματα. Ίκαρος, 1974. 299.
108.

Δέξου ποιος είσαι.
        Το ποίημα
μην το καταποντίζεις στα βαθιά πλατάνια
θρέψε το με το χώμα και το βράχο που έχεις.
Τα περισσότερα―
σκάψε στον ίδιο τόπο να τα βρεις.

«Θερινό ηλιοστάσι», Ζ΄, 17-21. Τρία κρυφά ποιήματα, 1966. Ποιήματα. Ίκαρος, 1974. 299.
109.

Τ’ άσπρο χαρτί σκληρός καθρέφτης
επιστρέφει μόνο εκείνο που ήσουν.
 
Τ’ άσπρο χαρτί μιλά με τη φωνή σου,
τη δική σου φωνή
όχι εκείνη που σ’ αρέσει·
[...]
Ταξίδεψες, είδες πολλά φεγγάρια πολλούς ήλιους
άγγιξες νεκρούς και ζωντανούς
[...]
ό,τι ένιωσες σωριάζεται ανυπόστατο
αν δεν εμπιστευτείς τούτο το κενό.
Ίσως να βρεις εκεί ό,τι νόμισες χαμένο·
τη βλάστηση της νιότης, το δίκαιο καταποντισμό της ηλικίας.
 
Ζωή σου είναι ό,τι έδωσες
τούτο το κενό είναι ό,τι έδωσες
το άσπρο χαρτί.

«Θερινό ηλιοστάσι», Η΄, 1-5, 12-13, 17-23. Τρία κρυφά ποιήματα, 1966. Ποιήματα. Ίκαρος, 1974. 300.
110.

Μιλούσες για πράγματα που δεν τα ’βλεπαν
κι αυτοί γελούσαν.
 
Όμως να λάμνεις στο σκοτεινό ποταμό
πάνω νερά·
να πηγαίνεις στον αγνοημένο δρόμο
στα τυφλά, πεισματάρης
και να γυρεύεις λόγια ριζωμένα
σαν το πολύροζο λιόδεντρο―
άφησε κι ας γελούν.
[...]
Ο θαλασσινός άνεμος κι η δροσιά της αυγής
υπάρχουν χωρίς να το ζητήσει κανένας.

«Θερινό ηλιοστάσι», Θ΄, 1-9, 14-15. Τρία κρυφά ποιήματα, 1966. Ποιήματα. Ίκαρος, 1974. 301.
111.

Σε κοίταζα μ’ όλο το φως και το σκοτάδι που έχω.

«Θερινό ηλιοστάσι», ΙΑ΄, 12. Τρία κρυφά ποιήματα, 1966. Ποιήματα. Ίκαρος, 1974. 303.
112.

Το αίμα τώρα τινάζεται
καθώς φουσκώνει η κάψα
στις φλέβες τ’ ουρανού τ’ αφορμισμένου.
Γυρεύει να περάσει από το θάνατο
για νά ’βρει τη χαρά.
 
Το φως είναι σφυγμός
ολοένα πιο αργός και πιο αργός
θαρρείς πως πάει να σταματήσει.

«Θερινό ηλιοστάσι», ΙΒ΄. Τρία κρυφά ποιήματα, 1966. Ποιήματα. Ίκαρος, 1974. 304.
113.

Τώρα,
με το λιωμένο μολύβι του κλήδονα
το λαμπύρισμα του καλοκαιρινού πελάγου,
η γύμνια ολόκληρης της ζωής·
και το πέρασμα και το σταμάτημα και το πλάγιασμα και το τίναγμα
τα χείλια το χαϊδεμένο δέρας,
όλα γυρεύουν να καούν.
[...]
Φώναξε τα παιδιά να μαζέψουν τη στάχτη
και να τη σπείρουν.
Ό,τι πέρασε πέρασε σωστά.
 
Κι εκείνα ακόμη που δεν πέρασαν
πρέπει να καούν
τούτο το μεσημέρι που καρφώθηκε ο ήλιος
στην καρδιά του εκατόφυλλου ρόδου.

«Θερινό ηλιοστάσι», ΙΔ΄, 1-7, 15-18. Τρία κρυφά ποιήματα, 1966. Ποιήματα. Ίκαρος, 1974. 306.
114.

Αν η ποίηση δεν ήταν ριζωμένη στο σώμα μας και στον κόσμο που ζούμε, θα ήταν λιγόζωο πράγμα· θα ήταν λιγόζωο πράγμα αν σταματούσε μονάχα εκεί. Δεν ξέρουμε πού τελειώνει η ποίηση.

«Κ.Π. Καβάφης, Θ.Σ. Έλιοτ· παράλληλοι», 1946. Δοκιμές, Α΄. Ίκαρος, 1974. 352.
115.

Δεν ξέρω πολλά πράγματα από σπίτια
ξέρω πως έχουν τη φυλή τους, τίποτε άλλο.
[...]
Όταν τελειώσει ο αρχιτέκτονας αλλάζουν,
ζαρώνουν ή χαμογελούν ή ακόμη πεισματώνουν
μ’ εκείνους που έμειναν ή μ’ εκείνους που έφυγαν
μ’ άλλους που θα γυρίζανε αν μπορούσαν
ή που χαθήκαν, τώρα που έγινε
ο κόσμος ένα απέραντο ξενοδοχείο.
[...]
Ξέρεις τα σπίτια πεισματώνουν εύκολα, σαν τα γυμνώσεις.

«Κίχλη», Α΄: «Το σπίτι κοντά στη θάλασσα», 10-11, 16-21, 40. 1947. Ποιήματα. Ίκαρος, 1974. 219-220.
116.

[...] Στο φεγγάρι
τ’ αγάλματα λυγίζουν κάποτε σαν το καλάμι
ανάμεσα σε ζωντανούς καρπούς―τ’ αγάλματα·
κι η φλόγα γίνεται δροσερή πικροδάφνη,
η φλόγα που καίει τον άνθρωπο, θέλω να πω.
[...]
[...] κι η φλόγα
γίνεται φίλημα στα μέλη κι αναφιλητό
κι έπειτα φύλλο δροσερό που παίρνει ο άνεμος
[...]
[...] Αλήθεια, τα συντρίμμια
δεν είναι εκείνα· εσύ ’σαι το ρημάδι·
σε κυνηγούν με μια παράξενη παρθενιά
στο σπίτι στο γραφείο στις δεξιώσεις
των μεγιστάνων, στον ανομολόγητο φόβο του ύπνου·
μιλούν για περιστατικά που θά ηθελες να μην υπάρχουν
ή να γινόντουσαν χρόνια μετά το θάνατό σου,
κι αυτό είναι δύσκολο [...]
 
[...] γιατί τ’ αγάλματα δεν είναι πια συντρίμμια,
είμαστε εμείς.

«Κίχλη», Β΄: «Ο ηδονικός Ελπήνωρ», 12-16, 22-24, 47-54, 55-56. 1947. Ποιήματα. Ίκαρος, 1974. 221-223.
117.

[...] Όπως όταν
στα τελευταία της νιότης σου αγαπήσεις
γυναίκα που έμεινε όμορφη, κι όλο φοβάσαι,
καθώς την κράτησες γυμνή το μεσημέρι,
τη μνήμη που ξυπνά στην αγκαλιά σου·
φοβάσαι το φιλί μη σε προδώσει
σ’ άλλα κρεβάτια περασμένα τώρα
που ωστόσο θα μπορούσαν να στοιχειώσουν
τόσο εύκολα τόσο εύκολα και ν’ αναστήσουν
είδωλα στον καθρέφτη, σώματα που ήταν μια φορά·
την ηδονή τους. [...]

«Κίχλη», Β΄: «Ο ηδονικός Ελπήνωρ», 30-40. 1947. Ποιήματα. Ίκαρος, 1974. 222.
118.

[...] Όπως όταν
γυρίζεις απ’ τα ξένα και τύχει ν’ ανοίξεις
παλιά κασέλα κλειδωμένη από καιρό
και βρεις κουρέλια από τα ρούχα που φορούσες
σε όμορφες ώρες, σε γιορτές με φώτα
πολύχρωμα, καθρεφτισμένα, που όλο χαμηλώνουν
και μένει μόνο το άρωμα της απουσίας
μιας νέας μορφής. [...]

«Κίχλη», Β΄: «Ο ηδονικός Ελπήνωρ», 40-47. 1947. Ποιήματα. Ίκαρος, 1974. 222-223.
119.

Κι α με δικάσετε να πιω φαρμάκι, ευχαριστώ·
το δίκιο σας θα ’ναι το δίκιο μου· πού να πηγαίνω
γυρίζοντας σε ξένους τόπους, ένα στρογγυλό λιθάρι.
Το θάνατο τον προτιμώ·
ποιος πάει για το καλύτερο ο θεός το ξέρει.

«Κίχλη», Γ΄: «Το ναυάγιο της “Κίχλης”», 20-24. 1947. Ποιήματα. Ίκαρος, 1974. 226-227.
120.

Χώρες του ήλιου και δεν μπορείτε ν’ αντικρίσετε τον ήλιο.
Χώρες του ανθρώπου και δεν μπορείτε ν’ αντικρίσετε τον άνθρωπο.

«Κίχλη», Γ΄: «Το ναυάγιο της “Κίχλης”», 25-26. 1947. Ποιήματα. Ίκαρος, 1974. 227.
121.

Καθώς περνούν τα χρόνια
πληθαίνουν οι κριτές που σε καταδικάζουν·
καθώς περνούν τα χρόνια και κουβεντιάζεις με λιγότερες φωνές,
βλέπεις τον ήλιο μ’ άλλα μάτια·
ξέρεις πως εκείνοι που έμειναν, σε γελούσαν,
το παραμίλημα της σάρκας, ο όμορφος χορός
που τελειώνει στη γύμνια.

«Κίχλη», Γ΄: «Το φως», 27-33. 1947. Ποιήματα. Ίκαρος, 1974. 227.
122.

Αγγελικό και μαύρο, φως
[...]
Αγγελική και μαύρη, μέρα·
η γλυφή γέψη της γυναίκας που φαρμακώνει το φυλακισμένο
βγαίνει απ’ το κύμα δροσερό κλωνάρι στολισμένο στάλες.

«Κίχλη», Γ΄: «Το φως», 56, 63-65. 1947. Ποιήματα. Ίκαρος, 1974. 228-229.
123.

Όποιος ποτέ του δεν αγάπησε θ’ αγαπήσει,
στο φως [...]

«Κίχλη», Γ΄: «Το φως», 74-75. 1947. Ποιήματα. Ίκαρος, 1974. 229.
124.

[Λαός] δεν είναι ένα κοινό ανθρωπομάζωμα τούτης ή εκείνης της στιγμής, αλλά ένα οργανικό σύνολο, που ακολουθεί, διαμορφώνει, και υποτάσσεται, και υποτάσσει μια ζωή ενιαία, όσο κυματιστή κι αν είναι· μιαν απέραντη αλληλεγγύη πεθαμένων και ζωντανών.

«Κωστής Παλαμάς», 1943. Δοκιμές, Α΄. Ίκαρος, 1974. 215.
125.

Ήταν ωραία όλ’ αυτά, μια περιδιάβαση.
Όμως το ξύλινο μαγγανοπήγαδο―τ’ αλακάτιν
[...]
γιατί δοκίμασες να το ξυπνήσεις;
Είδες πώς βόγκηξε. Κι εκείνη την κραυγή
βγαλμένη απ’ τα παλιά νεύρα του ξύλου
γιατί την είπες φωνή πατρίδας;

«Λεπτομέρειες στην Κύπρο», 16-17, 20-23. Ημερολόγιο καταστρώματος, Γ΄, 1955. Ποιήματα. Ίκαρος, 1974. 235-236.
126.

Οι άγγελοι είναι λευκοί πυρωμένοι λευκοί και το μάτι μαραίνεται που θα τους αντικρίσει
και δεν υπάρχει άλλος τρόπος πρέπει να γίνεις σαν την πέτρα όταν γυρεύεις τη συναναστροφή τους
κι όταν γυρεύεις το θαύμα πρέπει να σπείρεις το αίμα σου στις οχτώ γωνιές των ανέμων
γιατί το θαύμα δεν είναι πουθενά παρά κυκλοφορεί μέσα στις φλέβες του ανθρώπου.

«Les anges sont blancs», 34-37. Ημερολόγιο καταστρώματος, Α΄, 1940. Ποιήματα. Ίκαρος, 1974. 182.
127.

Προχωρεί, παραπατώντας, δαχτυλοδειχτούμενος,
κι ένας πηχτός αγέρας φέρνει γύρα
σκουπίδια, καβαλίνα, μπόχα και καταλαλιά.

«Μέρες τ’ Απρίλη ’43», 18-20. Ημερολόγιο καταστρώματος, Β΄, 1944. Ποιήματα. Ίκαρος, 1974. 208.
128.

Τη μεταμόρφωση τη γυρέψαμε στα νιάτα μας
με πόθους που έπαιζαν σαν τα μεγάλα ψάρια
σε πέλαγα που φύραναν ξαφνικά·
πιστεύαμε στην παντοδυναμία του κορμιού.

«Μέρες του Ιουνίου ’41», 6-9. Ημερολόγιο καταστρώματος, Β΄, 1944. Ποιήματα. Ίκαρος, 1974. 191.
129.

Μέσα στις θαλασσινές σπηλιές
υπάρχει μια δίψα υπάρχει μια αγάπη
υπάρχει μια έκσταση,
όλα σκληρά σαν τα κοχύλια
μπορείς να τα κρατήσεις στην παλάμη σου.
 
Μέσα στις θαλασσινές σπηλιές
μέρες ολόκληρες σε κοίταζα στα μάτια
και δε σε γνώριζα μήτε με γνώριζες.

[ Μέσα στις θαλασσινές σπηλιές ]. Τετράδιο γυμνασμάτων, 1940. Ποιήματα. Ίκαρος, 1974. 150.
130.

Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει
[...]
μια σαΐτα τιναγμένη ξαφνικά
από τα πέρατα μιας νιότης βασιλεμένης.

«Με τον τρόπο του Γ.Σ.», 1, 10-11. Τετράδιο γυμνασμάτων, 1940. Ποιήματα. Ίκαρος, 1974. 99.
131.

Στο μεταξύ η Ελλάδα ταξιδεύει
δεν ξέρουμε τίποτε δεν ξέρουμε πως είμαστε ξέμπαρκοι όλοι εμείς
δεν ξέρουμε την πίκρα του λιμανιού σαν ταξιδεύουν όλα τα καράβια·
περιγελάμε εκείνους που τη νιώθουν.
[...]
Στο μεταξύ η Ελλάδα ταξιδεύει ολοένα ταξιδεύει
κι αν «ορώμεν ανθούν πέλαγος Αιγαίον νεκροίς»
είναι εκείνοι που θέλησαν να πιάσουν το μεγάλο καράβι με το κολύμπι
εκείνοι που βαρέθηκαν να περιμένουν τα καράβια που δεν μπορούν να κινήσουν.
[...]
Το καράβι που ταξιδεύει το λένε ΑΓ ΩΝΙΑ 937.

«Με τον τρόπο του Γ.Σ.», 23-26, 34-37, 45. Τετράδιο γυμνασμάτων, 1940. Ποιήματα. Ίκαρος, 1974. 100-101.
132.

Η πρωτοτυπία είναι μια νεανική διασκέδαση που πρέπει κάποτε να μείνει πίσω.

«Μια σκηνοθεσία για την “Κίχλη”», 1950. Δοκιμές, Β΄. Ίκαρος, 1974. 50.
133.

Η δουλειά μου δεν είναι οι αφηρημένες ιδέες, αλλά ν’ ακούω τι μου λένε τα πράγματα του κόσμου, να κοιτάζω πώς συμπλέκουνται με την ψυχή μου και με το σώμα μου, και να τα εκφράζω.

«Μια σκηνοθεσία για την “Κίχλη”», 1950. Δοκιμές, Β΄. Ίκαρος, 1974. 50.
134.

[...] Η μνήμη όπου και να την αγγίξεις πονεί.

«Μνήμη, α΄», 4. Ημερολόγιο καταστρώματος, Γ΄, 1955. Ποιήματα. Ίκαρος, 1974. 245.
135.

[...] Θα γίνει η ανάσταση μιαν αυγή,
πώς λάμπουν την άνοιξη τα δέντρα, θα ροδαμίσει του όρθρου η μαρμαρυγή,
θα ξαναγίνει το πέλαγο και πάλι το κύμα θα τινάξει την Αφροδίτη·
είμαστε ο σπόρος που πεθαίνει. [...]

«Μνήμη, α΄», 21-24. Ημερολόγιο καταστρώματος, Γ΄, 1955. Ποιήματα. Ίκαρος, 1974. 246.
136.

Είναι παντού το ποίημα. Η φωνή σου
καμιά φορά προβαίνει στο πλευρό του
σαν το δελφίνι που για λίγο συντροφεύει
μαλαματένιο τρεχαντήρι μες στον ήλιο
και πάλι χάνεται. Είναι παντού το ποίημα
σαν τα φτερά του αγέρα μες στον αγέρα
που άγγιξαν τα φτερά του γλάρου μια στιγμή.
Ίδιο και διάφορο από τη ζωή μας, πως αλλάζει
το πρόσωπο κι ωστόσο μένει το ίδιο
γυναίκας που γυμνώθηκε. Το ξέρει
όποιος αγάπησε· στο φως των άλλων
ο κόσμος φθείρεται· μα εσύ θυμήσου
Άδης και Διόνυσος είναι το ίδιο.

«Μνήμη, β΄», 5-17. Ημερολόγιο καταστρώματος, Γ΄, 1955. Ποιήματα. Ίκαρος, 1974. 261.
137.

Οι ποιητές που παραπονιούνται, θα έπρεπε, αν θέλουν να παρηγορηθούν, να συλλογιστούν τον άνθρωπο που ζητεί και αξίζει να κάνει πραγματική μουσική στην Ελλάδα.

«Μονόλογος πάνω στην ποίηση», 1939. Δοκιμές, Α΄. Ίκαρος, 1974. 109.
138.

Κανένας κόπος, καμιά φροντίδα, καμιά ανάγκη του ύφους δεν αξίζει να λογαριαστούν, όταν πρόκειται για την ακρίβεια της ελληνικής έκφρασης. Η ακρίβεια είναι η ομορφιά που έχει χρέος να ανακαλύψει η γενιά μας, όπως οι παλαιότεροι έφεραν το χρώμα και το φως στην γκρίζα έκταση που σκέπαζε η καθαρεύουσα.

«Μονόλογος πάνω στην ποίηση», 1939. Δοκιμές, Α΄. Ίκαρος, 1974. 111.
139.

Η κριτική που δεν ξεκινά από τα έργα της τέχνης για να μας οδηγήσει πιο κοντά σ’ αυτά, δεν είναι κριτική αλλά φιλοσοφία, κοινωνιολογία ή θεολογία.

«Μονόλογος πάνω στην ποίηση», 1939. Δοκιμές, Α΄. Ίκαρος, 1974. 129.
140.

Ο στερνός σκοπός του ποιητή δεν είναι να περιγράφει τα πράγματα αλλά να τα δημιουργεί ονομάζοντάς τα.

«Μονόλογος πάνω στην ποίηση», 1939. Δοκιμές, Α΄. Ίκαρος, 1974. 139.
141.

Φέραμε πίσω
αυτά τ’ ανάγλυφα μιας τέχνης ταπεινής.

Μυθιστόρημα, Α΄, 15-16. 1935. Ποιήματα. Ίκαρος, 1974. 43.
142.

Τον ξένο και τον εχθρό τον είδαμε στον καθρέφτη.

Μυθιστόρημα, Δ΄: «Αργοναύτες», 5. 1935. Ποιήματα. Ίκαρος, 1974. 46.
143.

Κανείς δεν τους θυμάται. Δικαιοσύνη.

Μυθιστόρημα, Δ΄: «Αργοναύτες», 41. 1935. Ποιήματα. Ίκαρος, 1974. 47.
144.

Ίσως να τους γυρεύουμε γιατί γυρεύουμε την άλλη ζωή,
πέρα από τ’ αγάλματα.

Μυθιστόρημα, Ε΄, 15-16. 1935. Ποιήματα. Ίκαρος, 1974. 48.
145.

[...] τα γράμματα που σου γράφουμε
τόσους μήνες και τα ρίχνουμε
μέσα στον αποχωρισμό για να γεμίσει.
[...]
Σου γράφουμε ο καθένας τα ίδια πράματα
και σωπαίνει ο καθένας μπρος στον άλλον
κοιτάζοντας, ο καθένας, τον ίδιο κόσμο χωριστά.

Μυθιστόρημα, Ζ΄: «Νοτιάς», 6-8, 19-21. 1935. Ποιήματα. Ίκαρος, 1974. 50.
146.

Ποιος θα μας λογαριάσει την απόφαση της λησμονιάς;

Μυθιστόρημα, Ζ΄: «Νοτιάς», 33. 1935. Ποιήματα. Ίκαρος, 1974. 51.
147.

Μα τι γυρεύουν οι ψυχές μας ταξιδεύοντας
[...]
δεμένες άθελα μ’ ανύπαρχτα προκυνήματα
μουρμουρίζοντας σπασμένες σκέψεις από ξένες γλώσσες.
 
Μα τι γυρεύουν οι ψυχές μας ταξιδεύοντας
πάνω στα σαπισμένα θαλάσσια ξύλα
[...]
μέσα σε μια πατρίδα που δεν είναι πια δική μας
ούτε δική σας.

Μυθιστόρημα, Η΄, 1, 7-10, 18-19. 1935. Ποιήματα. Ίκαρος, 1974. 52.
148.

Το ξέραμε πως ήταν ωραία τα νησιά
κάπου εδώ τριγύρω που ψηλαφούμε
λίγο πιο χαμηλά ή λίγο πιο ψηλά
ένα ελάχιστο διάστημα.

Μυθιστόρημα, Η΄, 20-23. 1935. Ποιήματα. Ίκαρος, 1974. 52-53.
149.

Αν το θέλησα να μείνω μόνος, γύρεψα
τη μοναξιά, δε γύρεψα μια τέτοια απαντοχή.

Μυθιστόρημα, Θ΄, 9-10. 1935. Ποιήματα. Ίκαρος, 1974. 54.
150.

Ο τόπος μας είναι κλειστός, όλο βουνά
που έχουν σκεπή το χαμηλό ουρανό μέρα και νύχτα. 
Δεν έχουμε ποτάμια δεν έχουμε πηγάδια δεν έχουμε πηγές,
μονάχα λίγες στέρνες, άδειες κι αυτές, που ηχούν και που τις προσκυνούμε.
Ήχος στεκάμενος κούφιος, ίδιος με τη μοναξιά μας
ίδιος με την αγάπη μας, ίδιος με τα σώματά μας.
[...]
σώματα που δεν ξέρουν πια πώς ν’ αγαπήσουν.

Μυθιστόρημα, Ι΄, 1-6, 17. 1935. Ποιήματα. Ίκαρος, 1974. 55.
151.

Με λίγο φως από τα παιδικά μας χρόνια.

Μυθιστόρημα, ΙΑ΄, 5. 1935. Ποιήματα. Ίκαρος, 1974. 56.
152.

Δώσε μας, έξω από τον ύπνο, τη γαλήνη.

Μυθιστόρημα, ΙΕ΄, 23. 1935. Ποιήματα. Ίκαρος, 1974. 61.
153.

Ήταν ωραία τα μάτια σου μα δεν ήξερες πού να κοιτάξεις.

Μυθιστόρημα, ΙΣΤ΄, 12. 1935. Ποιήματα. Ίκαρος, 1974. 62.
154.

Οι ελιές με τις ρυτίδες των γονιών μας
τα βράχια με τη γνώση των γονιών μας
και το αίμα του αδερφού μας ζωντανό στο χώμα
ήτανε μια γερή χαρά μια πλούσια τάξη
για τις ψυχές που γνώριζαν την προσευχή τους.

Μυθιστόρημα, ΙΖ΄: «Αστυάναξ», 7-11. 1935. Ποιήματα. Ίκαρος, 1974. 64.
155.

Λυπούμαι γιατί άφησα να περάσει ένα πλατύ ποτάμι μέσα από τα δάχτυλά μου
χωρίς να πιω ούτε μια στάλα.

Μυθιστόρημα, ΙΗ΄, 1-2. 1935. Ποιήματα. Ίκαρος, 1974. 65.
156.

Κι αν ο αγέρας φυσάει δε μας δροσίζει
[...]
μας βαραίνουν
οι φίλοι που δεν ξέρουν πια πώς να πεθάνουν.

Μυθιστόρημα, ΙΘ΄, 1, 4-5. 1935. Ποιήματα. Ίκαρος, 1974. 66.
157.

Αυτές οι πέτρες που βουλιάζουν μέσα στα χρόνια ώς πού θα με παρασύρουν;
Τη θάλασσα τη θάλασσα, ποιος θα μπορέσει να την εξαντλήσει;
[...]
δεμένη πάνω στο βράχο που έγινε με τον πόνο δικός μου,
βλέπω τα δέντρα που ανασαίνουν τη μαύρη γαλήνη των πεθαμένων
κι έπειτα τα χαμόγελα, που δεν προχωρούν, των αγαλμάτων.

Μυθιστόρημα, Κ΄: [ Ανδρομέδα ], 4-5, 7-9. 1935. Ποιήματα. Ίκαρος, 1974. 67.
158.

Εμείς που ξεκινήσαμε για το προσκύνημα τούτο
κοιτάξαμε τα σπασμένα αγάλματα
ξεχαστήκαμε και είπαμε πως δε χάνεται η ζωή τόσο εύκολα
πως έχει ο θάνατος δρόμους ανεξερεύνητους
και μια δική του δικαιοσύνη·
 
πως όταν εμείς ορθοί στα πόδια μας πεθαίνουμε
μέσα στην πέτρα αδερφωμένοι
ενωμένοι με τη σκληρότητα και την αδυναμία,
οι παλαιοί νεκροί ξεφύγαν απ’ τον κύκλο και αναστήθηκαν
και χαμογελάνε μέσα σε μια παράξενη ησυχία.

Μυθιστόρημα, ΚΑ΄. 1935. Ποιήματα. Ίκαρος, 1974. 68.
159.

Γιατί γνωρίσαμε τόσο πολύ τούτη τη μοίρα μας
στριφογυρίζοντας μέσα σε σπασμένες πέτρες, τρεις ή έξι χιλιάδες χρόνια
ψάχνοντας σε οικοδομές γκρεμισμένες που θά ηταν ίσως το δικό μας σπίτι
προσπαθώντας να θυμηθούμε χρονολογίες και ηρωικές πράξεις·
[...]
γιατί δεθήκαμε και σκορπιστήκαμε
και παλέψαμε με δυσκολίες ανύπαρχτες όπως λέγαν,
χαμένοι, ξαναβρίσκοντας ένα δρόμο γεμάτο τυφλά συντάγματα,
βουλιάζοντας μέσα σε βάλτους και μέσα στη λίμνη του Μαραθώνα,
θα μπορέσουμε να πεθάνουμε κανονικά;

Μυθιστόρημα, ΚΒ΄, 6-9, 11-15. 1935. Ποιήματα. Ίκαρος, 1974. 69.
160.

Λίγο ακόμα
θα ιδούμε τις αμυγδαλιές ν’ ανθίζουν
τα μάρμαρα να λάμπουν στον ήλιο
τη θάλασσα να κυματίζει
 
λίγο ακόμα,
να σηκωθούμε λίγο ψηλότερα.

Μυθιστόρημα, ΚΓ΄. 1935. Ποιήματα. Ίκαρος, 1974. 70.
161.

Για μας ήταν άλλο πράγμα ο πόλεμος για την πίστη του Χριστού
και για την ψυχή του ανθρώπου καθισμένη στα γόνατα της Υπερμάχου Στρατηγού,
πού ειχε στα μάτια ψηφιδωτό τον καημό της Ρωμιοσύνης,
εκείνου του πελάγου τον καημό σαν ήβρε το ζύγιασμα της καλοσύνης.

«Νεόφυτος ο Έγκλειστος μιλά―», 5-8. Ημερολόγιο καταστρώματος, Γ΄, 1955. Ποιήματα. Ίκαρος, 1974. 259-260.
162.

Δεν είμαστε ποτέ μόνοι όταν γράφουμε. Πίσω από τα φώτα της ράμπας που αποτυφλώνουν και βυθίζουν την αίθουσα του θεάτρου στο σκότος, αισθανόμαστε ένα άγνωστο πλήθος που μας κρίνει. Συζητούμε μαζί του με το νου μας.

«Ξεστρατίσματα από τους Ομηρικούς Ύμνους», 1970. Δοκιμές, Β΄. Ίκαρος, 1974. 246-247.
163.

Κι ο βασιλιάς της Ασίνης που τον γυρεύουμε δυο χρόνια τώρα
άγνωστος λησμονημένος απ’ όλους κι από τον Όμηρο 
μόνο μια λέξη στην Ιλιάδα κι εκείνη αβέβαιη
ριγμένη εδώ σαν την εντάφια χρυσή προσωπίδα.
Την άγγιξες, θυμάσαι τον ήχο της; κούφιο μέσα στο φως
[...]
Ο βασιλιάς της Ασίνης ένα κενό κάτω απ’ την προσωπίδα
παντού μαζί μας παντού μαζί μας, κάτω από ένα όνομα:
«Ασίνην τε... Ασίνην τε...»
                    και τα παιδιά του αγάλματα
κι οι πόθοι του φτερουγίσματα πουλιών κι ο αγέρας
στα διαστήματα των στοχασμών του, και τα καράβια του
αραγμένα σ’ άφαντο λιμάνι·
κάτω από την προσωπίδα ένα κενό.

«Ο βασιλιάς της Ασίνης», 13-17, 20-26. Ημερολόγιο καταστρώματος, Α΄, 1940. Ποιήματα. Ίκαρος, 1974. 185-186.
164.

Κι ο τόπος σαν το μεγάλο πλατανόφυλλο που παρασέρνει ο χείμαρρος του ήλιου
με τ’ αρχαία μνημεία και τη σύγχρονη θλίψη.

«Ο βασιλιάς της Ασίνης», 38-39. Ημερολόγιο καταστρώματος, Α΄, 1940. Ποιήματα. Ίκαρος, 1974. 186.
165.

Κι ο ποιητής αργοπορεί κοιτάζοντας τις πέτρες κι αναρωτιέται
υπάρχουν άραγε
ανάμεσα στις χαλασμένες τούτες γραμμές τις ακμές τις αιχμές τα κοίλα και τις καμπύλες
υπάρχουν άραγε
εδώ που συναντιέται το πέρασμα της βροχής του αγέρα και της φθοράς
υπάρχουν, η κίνηση του προσώπου το σχήμα της στοργής
εκείνων που λιγόστεψαν τόσο παράξενα μες στη ζωή μας
αυτών που απόμειναν σκιές κυμάτων και στοχασμοί με την απεραντοσύνη του πελάγου
ή μήπως όχι δεν απομένει τίποτε παρά μόνο το βάρος
η νοσταλγία του βάρους μιας ύπαρξης ζωντανής
[...]
Ο ποιητής ένα κενό.

«Ο βασιλιάς της Ασίνης», 40-49, 54. Ημερολόγιο καταστρώματος, Α΄, 1940. Ποιήματα. Ίκαρος, 1974. 186-187.
166.

Δεν ξεχωρίζει τίποτε ξέρει τα πάντα,
άδειο θηκάρι τζίτζικα σε κούφιο δέντρο,
δεν έχει μάτια μήτε στα χέρια, ξέρει
την αυγή και το δείλι, ξέρει τ’ αστέρια
το αίμα τους δεν τον θρέφει, μήτε νεκρός
δεν είναι, δεν έχει φυλή δε θα πεθάνει
θα τον ξεχάσουν έτσι, μήτε πρόγονος.
[...]
[...] Στέκεται ολόρθος
στην όχθη, μέσα σε κουβάρια κόκαλα
μέσα σε στοίβες κίτρινα φύλλα:
άδειο κλουβί προσμένοντας
την ώρα της φωτιάς.

«Ο γέρος», 11-17, 38-42. Τετράδιο γυμνασμάτων, 1940. Ποιήματα. Ίκαρος, 1974. 102-103.
167.

― Παλιέ μου φίλε τι γυρεύεις;
Χρόνια ξενιτεμένος ήρθες
με εικόνες που έχεις αναθρέψει
κάτω από ξένους ουρανούς
[...]
― Γυρεύω το παλιό μου σπίτι
με τ’ αψηλά τα παραθύρια
[...]
Πώς θες να μπω σ’ αυτή τη στάνη;
οι στέγες μού έρχουνται ώς τους ώμους
κι όσο μακριά και να κοιτάξω
βλέπω γονατιστούς ανθρώπους
[...]
όσο μιλάς, τ’ ανάστημά σου
ολοένα πάει και λιγοστεύει
λες και βυθίζεσαι στο χώμα.
 
― Παλιέ μου φίλε συλλογίσου
σιγά-σιγά θα συνηθίσεις
η νοσταλγία σού έχει πλάσει
μια χώρα ανύπαρχτη με νόμους
έξω απ’ τη γης κι απ’ τους ανθρώπους.
 
― Πια δεν ακούω τσιμουδιά
βούλιαξε κι ο στερνός μου φίλος
παράξενο πώς χαμηλώνουν
όλα τριγύρω κάθε τόσο
εδώ διαβαίνουν και θερίζουν
χιλιάδες άρματα δρεπανηφόρα.

«Ο γυρισμός του ξενιτεμένου», 1-4, 22-23, 27-30, 41-54. Ημερολόγιο καταστρώματος, Α΄, 1940. Ποιήματα. Ίκαρος, 1974. 163-165.
168.

Όχι· δεν είμαστε ταγμένοι για να πούμε
πού ειναι το δίκιο. Το δικό μας χρέος
είναι να βρούμε το μικρότερο κακό.

«Ο δαίμων της πορνείας», 44-46. Ημερολόγιο καταστρώματος, Γ΄, 1955. Ποιήματα. Ίκαρος, 1974. 248-249.
169.

[...] Φόβος κι έχτρα ζευγαρώναν
και γέμιζαν τη χώρα φόβο κι έχτρα.

«Ο δαίμων της πορνείας», 58-59. Ημερολόγιο καταστρώματος, Γ΄, 1955. Ποιήματα. Ίκαρος, 1974. Ο.
170.

Ο ήλιος αυτός ήταν δικός μου και δικός σου: τον μοιραστήκαμε
ποιος υποφέρει πίσω από το χρυσαφί μεταξωτό ποιος πεθαίνει; 
[...]
Ήταν δικός μας ο ήλιος, δε βλέπαμε τίποτε πίσω από τα χρυσά κεντίδια
αργότερα ήρθαν οι μαντατοφόροι λαχανιασμένοι βρώμικοι
τραυλίζοντας συλλαβές ακατανόητες
[...]
Είπες να ξεκουραστούν πρώτα κι έπειτα να μιλήσουν, σε είχε θαμπώσει το φως.
Ξεψύχησαν λέγοντας: «Δεν έχουμε καιρό» γγίζοντας κάτι αχτίδες·
ξεχνούσες πως κανείς δεν ξεκουράζεται.
[...]
Ο ήλιος αυτός ήταν δικός μας· τον κράτησες ολόκληρο δε θέλησες να μ’ ακολουθήσεις
κι έμαθα τότε αυτά τα πράγματα πίσω από το χρυσάφι και το μετάξι·
δεν έχουμε καιρό. Σωστά μιλήσαν οι μαντατοφόροι.

«Ο δικός μας ήλιος», 1-2, 9-11, 15-17, 22-24. Ημερολόγιο καταστρώματος, Α΄, 1940. Ποιήματα. Ίκαρος, 1974. 161-162.
171.

Κουβαλούσε μαζί του [ο Δ.Ι. Αντωνίου] αυτό το αρκετά ακαθόριστο συναίσθημα που αγαπούμε στους ελάχιστους ανθρώπους που μας βοηθούν να ζήσουμε στον τόπο μας [...] ―το συναίσθημα που θα ονόμαζα με την κάπως επικίνδυνη έκφραση: «καημό της Ρωμιοσύνης».

«Ο θαλασσινός φίλος μας», 1936. Δοκιμές, Α΄. Ίκαρος, 1974. 47.
172.

[...] Τι να σου κάνουν οι ταλαίπωρες
παλεύοντας και πίνοντας μέρα και νύχτα
το αίμα το φαρμακερό των ερπετών.
Αιώνες φαρμάκι· γενιές φαρμάκι.

«Οι γάτες τ’ Αϊ-Νικόλα», 56-59. 1970. Ποιήματα. Ίκαρος, 1974. 273.
173.

Ο καθένας μας είναι φτιαγμένος από ένα πλήθος ζωντανών και πεθαμένων.

Οι Ώρες της «Κυρίας Έρσης». Ερμής, 1973. 63.
174.

Δεν μπορούμε να τα πούμε όλα σ’ ένα έργο· κάτι πρέπει ν’ αφήσουμε.

Οι Ώρες της «Κυρίας Έρσης». Ερμής, 1973. 67.
175.

Μας έλεγαν θα νικήσετε όταν υποταχτείτε.
Υποταχτήκαμε και βρήκαμε τη στάχτη.
Μας έλεγαν θα νικήσετε όταν αγαπήσετε.
Αγαπήσαμε και βρήκαμε τη στάχτη.
Μας έλεγαν θα νικήσετε όταν εγκαταλείψετε τη ζωή σας.
Εγκαταλείψαμε τη ζωή μας και βρήκαμε τη στάχτη...
    Βρήκαμε τη στάχτη. Μένει να ξαναβρούμε τη ζωή μας, τώρα που δεν έχουμε πια τίποτα. Φαντάζομαι, εκείνος που θα ξανάβρει τη ζωή, έξω από τόσα χαρτιά, τόσα συναισθήματα, τόσες διαμάχες και τόσες διδασκαλίες, θα είναι κάποιος σαν εμάς, μόνο λιγάκι πιο σκληρός στη μνήμη. Εμείς, δεν μπορεί, θυμόμαστε ακόμη τι δώσαμε. Εκείνος θα θυμάται μονάχα τι κέρδισε από την κάθε του προσφορά.

«Ο κ. Στράτης Θαλασσινός περιγράφει έναν άνθρωπο», 5: «Άντρας», 19-32. Τετράδιο γυμνασμάτων, 1940. Ποιήματα. Ίκαρος, 1974. 120-121.
176.

Στη ρίζα της κραυγής εκεί που αρχίζει
να φωνάζει ο άνθρωπος: «μάνα» ή «βοήθεια»
ή τις μικρές άσπρες φωνές του έρωτα.

«Ο Μαθιός Πασκάλης ανάμεσα στα τριαντάφυλλα», 14-16. Ημερολόγιο καταστρώματος, Α΄, 1940. Ποιήματα. Ίκαρος, 1974. 155.
177.

Είναι βαρύ και δύσκολο, δε μου φτάνουν οι ζωντανοί·
πρώτα γιατί δε μιλούν, κι ύστερα
γιατί πρέπει να ρωτήσω τους νεκρούς
για να μπορέσω να προχωρήσω παρακάτω.

«Ο Στράτης Θαλασσινός ανάμεσα στους αγάπανθους», 12-15. Ημερολόγιο καταστρώματος, Β΄, 1944. Ποιήματα. Ίκαρος, 1974. 196.
178.

Το πρώτο πράγμα που έκανε ο θεός είναι η αγάπη
έπειτα έρχεται το αίμα
κι η δίψα για το αίμα,
που την κεντρίζει
το σπέρμα του κορμιού καθώς τ’ αλάτι.
Το πρώτο πράγμα που έκανε ο θεός είναι το μακρινό ταξίδι.

«Ο Στράτης Θαλασσινός ανάμεσα στους αγάπανθους», 31-36. Ημερολόγιο καταστρώματος, Β΄, 1944. Ποιήματα. Ίκαρος, 1974. 197.
179.

Και νιώθουν οι μεσόκοποι το χάσμα
να μεγαλώνει ανάμεσα στο σώμα
που μένει πίσω σα γκαμήλα λαβωμένη
και την ψυχή με το ανεξάντλητο κουράγιο, καθώς λένε.

«Ο Στράτης Θαλασσινός στη Νεκρή θάλασσα», 22-25. Ημερολόγιο καταστρώματος, Β΄, 1944. Ποιήματα. Ίκαρος, 1974. 204.
180.

Είμαστε όλοι καθώς η Νεκρή θάλασσα
πολλές οργιές κάτω απ’ την επιφάνεια του Αιγαίου.

«Ο Στράτης Θαλασσινός στη Νεκρή θάλασσα», 46-47. Ημερολόγιο καταστρώματος, Β΄, 1944. Ποιήματα. Ίκαρος, 1974. 205.
181.

Τη γλώσσα μας [...] είναι αδύνατο να την αντικρίσει κανείς αλλιώς παρά σαν ανάσα ζωντανών ανθρώπων· όχι σαν τον ναυαγοσωστικό ζήλο γραμματικών.

«“Πάντα πλήρη θεών”», 1971. Δοκιμές, Β΄. Ίκαρος, 1974. 343.
182.

Σ’ ανθρώπους κλειστούς που μετρούν τον καημό τους
δεν είναι ουρανός μηδέ αγγέλου ευφροσύνη,
τ’ αστέρια κρατούν έναν κόσμο δικό τους.

«Παντούμ», 30-32. Τετράδιο γυμνασμάτων, 1940. Ποιήματα. Ίκαρος, 1974. 84.
183.

Τόσα περίπλοκα τέρατα, που δε μας αφήνουν να στοχαστούμε πως ήταν κι αυτός [ο Οδυσσέας] ένας άνθρωπος που πάλεψε μέσα στον κόσμο, με την ψυχή και με το σώμα.

«Πάνω σ’ έναν ξένο στίχο», 12. Τετράδιο γυμνασμάτων, 1940. Ποιήματα. Ίκαρος, 1974. 88.
184.

Και πόσο παράξενα αντρειεύεσαι μιλώντας με τους πεθαμένους, όταν δε φτάνουν πια οι ζωντανοί που σου απομέναν.

«Πάνω σ’ έναν ξένο στίχο», 22. Τετράδιο γυμνασμάτων, 1940. Ποιήματα. Ίκαρος, 1974. 89.
185.

Οι σύντροφοι μ’ είχαν τρελάνει
με θεοδόλιχους εξάντες πετροκαλαμήθρες
και τηλεσκόπια που μεγαλώναν πράγματα―
καλύτερα να μέναν μακριά.

«Πάνω σε μια χειμωνιάτικη αχτίνα», Γ΄, 1-4. Τρία κρυφά ποιήματα, 1966. Ποιήματα. Ίκαρος, 1974. 279.
186.

Είπες εδώ και χρόνια:
«Κατά βάθος είμαι ζήτημα φωτός.»
Και τώρα ακόμη [...]
αναζητάς ψηλαφητά τη λόγχη
την ορισμένη να τρυπήσει την καρδιά σου
για να την ανοίξει στο φως.

«Πάνω σε μια χειμωνιάτικη αχτίνα», Δ΄, 1-3, 9-11. Τρία κρυφά ποιήματα, 1966. Ποιήματα. Ίκαρος, 1974. 280.
187.

Τη φλόγα τη γιατρεύει η φλόγα
όχι με των στιγμών το στάλαγμα
αλλά μια λάμψη, μονομιάς.

«Πάνω σε μια χειμωνιάτικη αχτίνα», Ζ΄, 1-3. Τρία κρυφά ποιήματα, 1966. Ποιήματα. Ίκαρος, 1974. 283.
188.

Ο ύπνος τον γέμιζε όνειρα καρπών και φύλλων·
ο ξύπνος δεν τον άφηνε να κόψει ούτε ένα μούρο.
Κι οι δυο μαζί μοιράσανε τα μέλη του στις Βάκχες.

«Πενθεύς». Ημερολόγιο καταστρώματος, Γ΄, 1955. Ποιήματα. Ίκαρος, 1974. 258.
189.

Ο κύριος αυτός
κάθε πρωί κάνει το λουτρό του
μέσα στα νερά της νεκρής θάλασσας
έπειτα φορεί ένα πικρό χαμόγελο
για τη δουλειά και για τους πελάτες.

«Πέντε ποιήματα του κ. Σ. Θαλασσινού», Β΄: «Ψυχολογία». Τετράδιο γυμνασμάτων, 1940. Ποιήματα. Ίκαρος, 1974. 107.
190.

Κι όλα τούτα είναι παλιές ιστορίες που δεν ενδιαφέρουν πια κανέναν
δέσαμε την καρδιά μας και μεγαλώσαμε.

«Piazza San Nicolò», 12-13. Ημερολόγιο καταστρώματος, Α΄, 1940. Ποιήματα. Ίκαρος, 1974. 159.
191.

Ανάμεσα στον κοίλο Ερμή και την κυρτή Αφροδίτη.

«Πραματευτής από τη Σιδώνα», 18. Ημερολόγιο Καταστρώματος, Γ΄, 1955. Ποιήματα. Ίκαρος, 1974. 255.
192.

Δεν υπάρχει παρθενογένεση στην τέχνη.

«Πρόλογος για μια έκδοση των “Ωδών”», 1942. Δοκιμές, Α΄. Ίκαρος, 1974. 186.
193.

Δε συμφωνώ διόλου με ανθρώπους που η λατρεία των αποσπασμάτων του Σολωμού τούς έχει οδηγήσει τόσο μακριά, ώστε να συντρίβουν σε αποσπάσματα και τα πιο τελειωμένα ποιήματα των συγχρόνων τους. Παραδέχουμαι απεναντίας πως ένα καλό ποίημα μπορεί θαυμάσια να αποτελείται από στίχους «αφανείς».

«Πρόλογος για μια έκδοση των “Ωδών”», 1942. Δοκιμές, Α΄. Ίκαρος, 1974. 199.
194.

Η «πατριωτική» ποίηση ή, πιο σωστά, η ποίηση ενός μεγάλου αγώνα, που είναι και μεγάλος πόνος συνάμα [...] είναι νόμιμη, μ’ έναν όρο: Να μη θέλουμε να πιστεύουμε πως μια μέτρια υμνολογία είναι ποίηση επειδή ο αγώνας που εξυμνεί είναι ο δικός μας. Γιατί τότε δεν κάνουμε ποίηση, κάνουμε πολιτική.

«Πρόλογος για μια έκδοση των “Ωδών”», 1942. Δοκιμές, Α΄. Ίκαρος, 1974. 202.
195.

Η σχέση του ποιητή με τη γλώσσα είναι σαν τον άνθρωπο με τον ήλιο, που παρασταίνει σε μια έξοχη στροφή του ο Κάλβος: «Ο ήλιος κυκλοδίωκτος, / ως αράχνη, μ’ εδίπλωνε / και με φως και με θάνατον / ακαταπαύστως.»
Ο ποιητής ζει και δημιουργεί πάνω στο αχτινωτό τούτο υφάδι, ανάμεσα στο θάνατο και στο φως.

«Πρόλογος για μια έκδοση των “Ωδών”», 1942. Δοκιμές, Α΄. Ίκαρος, 1974. 208-209.
196.

Στο κορμί της όμορφης
έγραψα βιβλία.

«Ρουκέτα», 23-24. Στροφή, 1931. Ποιήματα. Ίκαρος, 1974. 22.
197.

Δεν μπορώ να ζω
όλο με παγόνια.

«Ρουκέτα», 25-26. Στροφή, 1931. Ποιήματα. Ίκαρος, 1974. 22.
198.

Δεν αργεί να καρπίσει τ’ αστάχυ,
δε χρειάζεται μακρύ καιρό
για να φουσκώσει της πίκρας το προζύμι,
δε χρειάζεται μακρύ καιρό
το κακό για να σηκώσει το κεφάλι,
κι ο άρρωστος νους που αδειάζει
δε χρειάζεται μακρύ καιρό
για να γεμίσει με την τρέλα,
νήσος τις έστι...

«Σαλαμίνα της Κύπρος», 26-34. Ημερολόγιο καταστρώματος, Γ΄, 1955. Ποιήματα. Ίκαρος, 1974. 264.
199.

Καθένας χωριστά ονειρεύεται και δεν ακούει το βραχνά των άλλων.

«Σαλαμίνα της Κύπρος», 54. Ημερολόγιο καταστρώματος, Γ΄, 1955. Ποιήματα. Ίκαρος, 1974. 265.
200.

Μέσα σ’ αυτό το γυαλί βρίσκεται ο έρωτας του κορμιού
και στο άλλο, που είναι γαλάζιο, ο έρωτας της ψυχής·
πρόσεξε μην τ’ αναμίξεις.

«Σημειώσεις για μια “Εβδομάδα”»: «Σάββατο», 18-20. Τετράδιο γυμνασμάτων, 1940. Ποιήματα. Ίκαρος, 1974. 133.
201.

Προτιμώ μια στάλα αίμα από ένα ποτήρι μελάνι.

«Σημειώσεις για μια “Εβδομάδα”»:«Κυριακή», 5. Τετράδιο γυμνασμάτων, 1940. Ποιήματα. Ίκαρος, 1974. 135.
202.

Πράγματα που αλλάξαν τη μορφή μας
βαθύτερα απ’ τη σκέψη και περισσότερο
δικά μας όπως το αίμα και περισσότερο.

«Σιρόκο 7 Λεβάντε», 1-3. Τετράδιο γυμνασμάτων, 1940. Ποιήματα. Ίκαρος, 1974. 97.
203.

[...] Θα προτιμούσα
τη ζεστασιά του ήλιου χωρίς τον ήλιο· θ’ αποζητούσα
μια θάλασσα που δεν απογυμνώνει· ένα μαβί χωρίς φωνή,
χωρίς αυτή την ανάγωγη ανάκριση την καθημερινή.

«Στα περίχωρα της Κερύνειας», 35-38. Ημερολόγιο καταστρώματος, Γ΄, 1955. Ποιήματα. Ίκαρος, 1974. 252.
204.

Χαιρετώντας στίχους νεκρών σε στάση προσοχής.

«Σχέδια για ένα καλοκαίρι»: «Ένας λόγος για το καλοκαίρι», 60. Τετράδιο γυμνασμάτων, 1940. Ποιήματα. Ίκαρος, 1974. 139.
205.

Ανάμεσα στους ίσκιους που μάχουνται να ξαναγίνουν άντρας και γυναίκα
ανάμεσα στον ύπνο και στο θάνατο στεκάμενη ζωή.

«Σχέδια για ένα καλοκαίρι»: «Raven», 39-40. Τετράδιο γυμνασμάτων, 1940. Ποιήματα. Ίκαρος, 1974. 144.
206.

Άνθη της πέτρας μπροστά στην πράσινη θάλασσα
με φλέβες που μου θύμιζαν άλλες αγάπες
γυαλίζοντας στ’ αργό ψιχάλισμα,
άνθη της πέτρας φυσιογνωμίες
που ήρθαν όταν κανένας δε μιλούσε και μου μίλησαν
που μ’ άφησαν να τις αγγίξω ύστερ’ απ’ τη σιωπή
μέσα σε πεύκα σε πικροδάφνες και σε πλατάνια.

«Σχέδια για ένα καλοκαίρι»: [ Άνθη της πέτρας ]. Τετράδιο γυμνασμάτων, 1940. Ποιήματα. Ίκαρος, 1974. 146.
207.

Το ζεστό νερό μού θυμίζει κάθε πρωί
πως δεν έχω τίποτε άλλο ζωντανό κοντά μου.

«Σχέδια για ένα καλοκαίρι»: [ Το ζεστό νερό μού θυμίζει κάθε πρωί ]. Τετράδιο γυμνασμάτων, 1940. Ποιήματα. Ίκαρος, 1974. 147.
208.

Ανάμεσα σε δυο πικρές στιγμές δεν έχεις καιρό μήτε ν’ ανασάνεις
ανάμεσα στο πρόσωπό σου και στο πρόσωπό σου
μια τρυφερή μορφή παιδιού γράφεται και σβήνει.

«Σχέδια για ένα καλοκαίρι»: [ Ανάμεσα σε δυο πικρές στιγμές ]. Τετράδιο γυμνασμάτων, 1940. Ποιήματα. Ίκαρος, 1974. 149.
209.

Λίγες οι νύχτες με φεγγάρι που μ’ αρέσαν.
[...]
Τώρα που κάθομαι άνεργος και λογαριάζω
λίγα φεγγάρια απόμειναν στη μνήμη·
νησιά, χρώμα θλιμμένης Παναγίας, αργά στη χάση
ή φεγγαρόφωτα σε πολιτείες του βοριά ρίχνοντας κάποτε
σε ταραγμένους δρόμους ποταμούς και μέλη ανθρώπων
βαριά μια νάρκη.

«Τελευταίος Σταθμός», 1, 6-11. Ημερολόγιο καταστρώματος, Β΄, 1944. Ποιήματα. Ίκαρος, 1974. 212.
210.

Ερχόμαστε απ’ την άμμο της έρημος απ’ τις θάλασσες του Πρωτέα,
ψυχές μαραγκιασμένες από δημόσιες αμαρτίες,
καθένας κι ένα αξίωμα σαν το πουλί μες στο κλουβί του.
Το βροχερό φθινόπωρο σ’ αυτή τη γούβα
κακοφορμίζει την πληγή του καθενός μας
ή αυτό που θα ’λεγες αλλιώς, νέμεση μοίρα
ή μοναχά κακές συνήθειες, δόλο και απάτη,
ή ακόμη ιδιοτέλεια να καρπωθείς το αίμα των άλλων.

«Τελευταίος Σταθμός», 38-45. Ημερολόγιο καταστρώματος, Β΄, 1944. Ποιήματα. Ίκαρος, 1974. 213.
211.

Εύκολα τρίβεται ο άνθρωπος μες στους πολέμους·
[...]
χείλια και δάχτυλα που λαχταρούν ένα άσπρο στήθος
[...]
και πόδια που θα τρέχανε, κι ας είναι τόσο κουρασμένα,
στο παραμικρό σφύριγμα του κέρδους.
[...]
σαν έρθει ο θέρος
άλλοι φωνάζουνε για να ξορκίσουν το δαιμονικό
άλλοι μπερδεύουνται μες στ’ αγαθά τους, άλλοι ρητορεύουν.

«Τελευταίος Σταθμός», 46, 48, 50-51, 56-58. Ημερολόγιο καταστρώματος, Β΄, 1944. Ποιήματα. Ίκαρος, 1974. 213-214.
212.

Όμως τη σκέψη του πρόσφυγα τη σκέψη του αιχμάλωτου τη σκέψη
του ανθρώπου σαν κατάντησε κι αυτός πραμάτεια
δοκίμασε να την αλλάξεις, δεν μπορείς.
[...]
ετούτα ρίζωσαν μες στο μυαλό και δεν αλλάζουν
ετούτα φύτεψαν εικόνες ίδιες με τα δέντρα εκείνα
που ρίχνουν τα κλωνάρια τους μες στα παρθένα δάση
κι αυτά καρφώνουνται στο χώμα και ξαναφυτρώνουν·
ρίχνουν κλωνάρια και ξαναφυτρώνουν δρασκελώντας
λεύγες και λεύγες·
ένα παρθένο δάσος σκοτωμένων φίλων το μυαλό μας.

«Τελευταίος Σταθμός», 65-67, 76-82. Ημερολόγιο καταστρώματος, Β΄, 1944. Ποιήματα. Ίκαρος, 1974. 214-215.
213.

Κι α σου μιλώ με παραμύθια και παραβολές
είναι γιατί τ’ ακούς γλυκότερα, κι η φρίκη
δεν κουβεντιάζεται γιατί είναι ζωντανή
γιατί είναι αμίλητη και προχωράει·
στάζει τη μέρα, στάζει στον ύπνο
μνησιπήμων πόνος.

«Τελευταίος Σταθμός», 83-88. Ημερολόγιο καταστρώματος, Β΄, 1944. Ποιήματα. Ίκαρος, 1974. 215.
214.

Οι ήρωες προχωρούν στα σκοτεινά.

«Τελευταίος Σταθμός», 95. Ημερολόγιο καταστρώματος, Β΄, 1944. Ποιήματα. Ίκαρος, 1974. 215.
215.

Είτε βραδιάζει
είτε φέγγει
μένει λευκό
το γιασεμί.

«Το γιασεμί». Ημερολόγιο καταστρώματος, Α΄, 1940. Ποιήματα. Ίκαρος, 1974. 176.
216.

Συλλογίστηκε κανένας τι υποφέρει ένας ευαίσθητος φαρμακοποιός που διανυκτερεύει;

«Το ύφος μιας μέρας», 6. Στροφή, 1931. Ποιήματα. Ίκαρος, 1974. 17.
217.

Πού ’ναι η αγάπη που κόβει τον καιρό μονοκόμματα στα δυο και τον αποσβολώνει;

«Το ύφος μιας μέρας», 10. Στροφή, 1931. Ποιήματα. Ίκαρος, 1974. 17.
218.

Κι εγώ πονώ κι εσείς πονείτε
μα δε φωνάζουμε και μήτε
καν ψιθυρίζουμε, γιατί
 
η μηχανή είναι βιαστική
στη φρίκη και στην καταφρόνια
στο θάνατο και στη ζωή.

«Τριζόνια», 16-21. Ημερολόγιο καταστρώματος, Β΄, 1944. Ποιήματα. Ίκαρος, 1974. 198-199.
219.

Κύριε, όχι μ’ αυτούς. Ας γίνει αλλιώς το θέλημά σου.

«Υστερόγραφο», 22. Ημερολόγιο καταστρώματος, Β΄, 1944. Ποιήματα. Ίκαρος, 1974. 192.
220.

Η αγάπη μας δεν ήταν άλλη ψηλαφούσε
σιγά μέσα στα πράγματα που μας τριγύριζαν
να εξηγήσει γιατί δε θέλουμε να πεθάνουμε
[...]
Κι αν κρατηθήκαμε από λαγόνια κι αν αγκαλιάσαμε
μ’ όλη τη δύναμή μας άλλους αυχένες
κι αν σμίξαμε την ανάσα μας με την ανάσα
εκείνου του ανθρώπου
κι αν κλείσαμε τα μάτια μας, δεν ήταν άλλη
μονάχα αυτός ο βαθύτερος καημός να κρατηθούμε
μέσα στη φυγή.

«Φυγή», 8-10, 12-18. Τετράδιο γυμνασμάτων, 1940. Ποιήματα. Ίκαρος, 1974. 95.
221.

Από τότε άρχισα να σκέπτομαι ―μας δίδασκαν στο Γυμνάσιο την Απολογία― ότι στην Ελλάδα υπάρχουν πάντα δυο κόσμοι που πολεμιούνται: ο κόσμος του Σωκράτη και ο κόσμος του Άνυτου, του Μέλητου και του Λύκωνα. [...] Κάποτε βλέπω τους δυο αυτούς κόσμους να μάχουνται μέσα στο ίδιο πρόσωπο: στον Αλκιβιάδη, στον Ίωνα Δραγούμη.

Χειρόγραφο Σεπ. ’41. Ίκαρος, 1972. 11-12.
222.

Μπορεί πολιτική να σημαίνει την τέχνη του να κάνεις, δημόσια, πράγματα που ντρέπεσαι να κάνεις ή και να ομολογήσεις στο σπίτι σου.

Χειρόγραφο Σεπ. ’41. Ίκαρος, 1972. 26.
223.

Η κυκλοφορία μιας εφημερίδας είναι ένα καθημερινό δημοψήφισμα.

Χειρόγραφο Σεπ. ’41. Ίκαρος, 1972. 30.