[...] Μα τώρα
αυτό που βγαίνει απ’ τη φτορά θαμάζω
με την ψυχή μου ολάκερη... Κοιτάχτε
πώς λάμπουνε τα δόντια αυτού του σκύλου
στον ήλιο· ως το χαλάζι, ωσάν το κρίνο,
πέρα απ’ τη σάψη, υπόσκεση μεγάλη,
αντιφεγγιά του Αιώνιου, μα κι ακόμα
σκληρή του Δίκαιου αστραπή κι ελπίδα!
Ύπνος μάς έπαιρνε γλυκός,
από της γης τα βύθια,
ανοιχτομάτης και γλυκός,
σαν εσωπαίναν τα βαθιά,
την πλάση οπού ξεσκέπαζαν,
μεγάλα παραμύθια.
Πώς θα χυθεί ο ελεύτερος
ηχός στο νέο τραγούδι
αν δεν του δίνει η λαύρα σου
της νιότης το μελούδι;
Ω του κορμιού μου βύθισμα
στην πρώτη ανατριχίλα!
Τον στίχον άπλωσα ηχηρό,
πολύθροο σαν πλατάνι.
Όχι, δεν είναι χίμαιρα
να καβαλάμε τ’ όνειρο τη θείαν ετούτη μέρα,
που όλα, ορατά κι αόρατα, κι εμείς, και οι ήρωες, κι οι θεοί,
στην ίδια ορμάμε μέσα αιώνια σφαίρα!
Και μονοκράτης άπλωσε στα πέρατα ο Ρυθμός.
Κράτει τα μάτια σου, ω καλέ, για τι σε λίγο θα φανεί
στα μάτια μας η Ελένη,
αγνάντια μας θε να φανεί του Κύκνου η κόρη η μοναχή,
σε λίγο, εδώ μπροστά μας·
και τότε πια βυθίζουμε στον ποταμό της Λησμονιάς
τα βλέφαρά μας.
Γιατί βαθιά μου δόξασα και πίστεψα τη γη
και στη φυγή δεν άπλωσα τα μυστικά φτερά μου,
μα ολάκερον ερίζωσα το νου μου στη σιγή,
νά που και πάλι αναπηδά στη δίψα μου η πηγή,
πηγή ζωής, χορευτική πηγή, πηγή χαρά μου...
Γιατί ποτέ δε λόγιασα το πότε και το πώς,
μα βύθισα τη σκέψη μου μέσα στην πάσαν ώρα,
σα μέσα της να κρύβονταν ο αμέτρητος σκοπός,
νά τώρα που, ή καλοκαιριά τριγύρα μου είτε μπόρα,
λάμπ’ η στιγμή ολοστρόγγυλη στο νου μου σαν οπώρα,
βρέχει απ’ τα βάθη τ’ ουρανού και μέσα μου ο καρπός!...
Γιατί δεν είπα: «εδώ η ζωή αρχίζει, εδώ τελειώνει...»
μα «αν είν’ η μέρα βροχερή, σέρνει πιο πλούσιο φως...
μα κι ο σεισμός βαθύτερη τη χτίση θεμελιώνει,
τι ο ζωντανός παλμός της γης που πλάθει είναι κρυφός...»
νά που, ό,τι στάθη εφήμερο, σα σύγνεφο αναλιώνει,
νά που κι ο μέγας Θάνατος μου γίνηκε αδερφός!...
Βοήθα με, Γη· τι εσάλεψε βαθιά μου η πρώτη τάξη:
Του κόσμου η πράξη είναι καπνός, κι η σκέψη μου είναι πράξη.
Πέτρα που ανάβρυσες νερό και γλυκομουρμουρίζεις.
Που ακούμπησα στα χείλη σου, σα μιαν υδρία, τη σκέψη.
Ω Διόνυσε-Άδη, θείε μου παραστάτη!
Χαμένοι τέτοιοι θάνατοι δεν πάνε.
Γιατί μονάχα εκείνοι π’ αγαπάνε
τη ζωή στη μυστική της πρώτη αξία,
μπορούν και να θερίσουνε μονάχοι
της ύπαρξής τους το μεγάλο αστάχυ,
που γέρνει πια, με θείαν αταραξία!
Από τη νέα πληγή που μ’ άνοιξεν η μοίρα
έμπαιν’ ο ήλιος, θαρρούσα, στην καρδιά μου.
Κι η καρδιά μου, ως εβάδιζα, βογκούσε:
«Θά ’ρτει τάχα ποτέ, θε νά ’ρτει η ώρα
που η ψυχή της αρκούδας και του Γύφτου,
κι η ψυχή μου, που Μυημένη τήνε κράζω,
θα γιορτάσουν μαζί;»
Κι ως προχωρούσα,
και βράδιαζε, ξανάνιωσα απ’ την ίδια
πληγή, που η μοίρα μ’ άνοιξε, το σκότος
να μπαίνει ορμητικά μές στην καρδιά μου,
καθώς από ραγισματιάν αιφνίδια μπαίνει
το κύμα σε καράβι που ολοένα
βουλιάζει. Κι όμως τέτοια ως να διψούσε
πλημμύραν η καρδιά μου, σα βυθίστη
ως να πνίγηκε ακέρια στα σκοτάδια,
σα βυθίστηκε ακέρια στα σκοτάδια,
ένα μούρμουρο απλώθη απάνωθέ μου,
ένα μούρμουρο,
κι έμοιαζ’ έλεε:
«Θά ’ρτει».
Φτάνουν πια, δω και μπρος, τ’ άλλα λόγια, αδερφοί μου,
τα τριμμένα, τα μάταια λόγια, όποιου Έπους!
Αγαλματένια η Ηθική· και πύργωνε
το λόγο του μεστή από Νου η Πατρίδα.
Τη λευτεριά μας τούτη δεν την ήβραμε στο δρόμο,
και δε θα μπούμεν εύκολα στου αυγού το τσόφλι,
γιατί δεν είμαστε κλωσόπουλα, σ’ αυτό να ξαναμπούμε πίσω·
μα εγίναμε πουλιά,
και τώρα πια στο τσόφλι, μέσα δε χωρούμε.
Απάνω στην αλήθεια μου
ακόμα και το θάνατο τον δέχομαι·
τι τόσες φορές το θάνατον εζύγωσα, αδερφοί μου,
και δε με πήρε,
που, για τούτο,
το θάνατο καταφρονώ,
κι απάνω στην αλήθεια μου πεθαίνω.
Να μετρηθούμε μια για πάντα με το μέγα Πάθος!
Σύνορο ο Θάνατος δεν έβαλε στο Θεό μας...
Τέλος κι αρχήν η μνήμη εδώ δεν έχει...
Κι αν σα δαδί φλεγόνταν το κορμί Σου,
να μάθεις ήταν πώς να καις! [...]
Τ’ άστρο, που πλάι Σου λάμπει, είναι της Ήβης,
της αιώνιας Ήβης είναι τούτο τ’ άστρο,
τ’ άστρο είναι που τρυπάει το φως της μέρας!
Μορφή του πόθου ο θάνατος για Σένα,
και θέριεψέ τον ώς την λύτρωσή του
ψηλά, θανάτω θάνατον πατήσας!
Χνούδια και πούπουλα, μικρά φτερά, ξυλάκια, φύλλα,
όσα σωρεύει το πουλί στου δάσου τη μαυρίλα.
[...]
Πούπουλα, χνούδια, ό,τι στη γης ανάλαφρο έχει μείνει,
να μου φωλιάσει φτάνει των αισθήσεων το καμίνι,
όσο δε φτάνει να μου ανάψει πόθο το λιοπύρι
κι όσο δεν καίει τα κόκαλα το χωνευτήρι...
Κι είν’ η ευωδιά του έτσι βαθιά, σαν το βιβλίο που μέσα
στα φύλλα του έκλεισεν ανθών χιλιάδων την ανέσα
κι αιώνες περάσαν πάνω του· κι αυτοί που τα ’χαν βάλει,
σ’ αχνές εικόνες βρίσκονται κλειστές μες στο κρουστάλλι.
Ζει ο σπόρος, ζει του αθάνατου, και μέσα μου έχει μείνει!
Με της λεχώνας τη ματιά που διαπερνάει την πλάση.
Τα μύρα πλέαν ανάερα· αντίκριζε η ψυχή μου,
όθε κι αν γύριζε, γοργή, τη μυστική άθλησή μου.
Σα σε πελάου εαρινού την άκρη νηνεμία
το πλάτος το ανεκύμαντον, η αγάπη μου ήταν μία!
Σάμπως κοιτώντας θυμιατό με τη φωτιά σβημένη,
λογιάζει ο νους οπού καπνός σιγαλινά ανεβαίνει,
συχνά με μάτια ακοίμητα, σε μια άκρη καρφωμένα,
ο μάταιος άνθρωπος θαρρεί κινάν τα περασμένα.
Κι ευφραίνετ’ έτσι η έγνοια του, το πνέμα ως γέρνει πίσω,
να πίνει ως άμμος τον αφρό, μουρμουριστό, περίσσο,
κι όπως τα μάτια ανοίγοντας, από χαμό, του αρρώστου
να βλέπουν κλώνο αμυγδαλιάς απιθωμένο ομπρός του...
Θέλοντας την ανέβαζα την πιο πικρήν εικόνα,
σα μια τρυγόνα ο σταυραϊτός, στον καθαρό Ελικώνα!
Κάθε του ανέμου ρίπισμα μουρμούριζε: «Κοιμάσαι,
ή αφήνεσαι στον ύπνο σου βαθιά, για να θυμάσαι;»
Αργά μια πύρα, μέσα σου, με τη σιωπή, ν’ ανοίγει,
σαν τη φωτιάν η αγάπη σου το λογισμό να σμίγει.
Ζεστή φωλιά στον ουρανό κι αν σιγοτρέμει η Πούλια,
κι αϊτός ο πόθος οπού ορμά γοργός στα μικροπούλια,
σκιώντας τη μαύρην άβυσσο, τη γαλανή του ευδία,
αδράζει λεία την άμαχη ψυχή, την πάει στο Δία.
Τι αν πάνε πίσω οι ζωντανοί και μπρος οι πεθαμένοι;
Αχ, το κορμί της δόξας μου καιρό που τους προσμένει!
Σ’ αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα! Ένας λαός,
σηκώνοντας τα μάτια του, τη βλέπει.
Μαγδαληνή, Μαγδαληνή, του πόθου μέγα αστέρι.
Ομπρός· βοηθάτε να σηκώσουμε τον ήλιο πάνω από την Ελλάδα·
ομπρός, βοηθάτε να σηκώσουμε τον ήλιο πάνω από τον κόσμο!
Σαν το σπιτόφιδο ας γενεί η καρδιά σου!
Σα ζυγαριά μπροστά απ’ τον άντρα στάσου!
Ποιος είδε του τρελού το φως;
Γυμνή Σού δέεται η ψυχή. Από χαρά, από πόνο
γυμνή· από ηδονή.
Γλυκό ειναι του λαδιού το φως σαν το γλυκό καρπό του,
θροφή στα μάτια, με γλαυκή στο χάλκωμα τη ρίζα...
Αν μόνο, λέω, ακούγονταν,
βαθιά κι ολόγυρά μου,
αδόκητα, ω χαρά μου,
της τρέλας η άγια βοή!...
Κι α, χύσου πια απ’ τον Όλυμπο
ή από τα Τάρταρα έλα,
ιερή μεγάλη τρέλα,
και πάρε μου το νου,
και τη σοφία σπατάλα μου
για μιαν αθάνατη ώρα,
μιαν ώρα νικηφόρα
σα να ’ταν αλλουνού!...
Βαριά τσαμπιά και οι λογισμοί μου,
βάτοι βαθιοί οι ανασασμοί μου.