...Πως, νά, θα μείνει ο κόσμος με το «μπα»
που μ’ έλεγε τρελόν, πως είχες γίνει
καπνός και ―τάχας― σύγνεφα θαμπά
προς τη σελήνη...
Νύχτωσε και δε φάνηκες εσύ,
κίνησα να σε βρω στο δρόμο ―ωϊμένα―
μα σκούνταφτες (όπου εσκούνταφτα) χρυσή
κι εσύ με μένα.
Τόσο πολύ μ’ αγάπησες, Κερά,
που άκουγα διπλά τα βήματά μου!
Πάταγα γω ―στραβός― μες στα νερά,
κι εσύ κοντά μου...
Ω η Κυρία, η Κυρία αυτή η μοιραία,
με πάντα το βιβλίο―τώρα, ω! νάτη,
κρυφά το σκα απ’ την πόρτα, κι είναι ωραία
μα ωχρή... Ενώ το πλοίο πλέει (ή δεν πλέει;)
τον πλοίαρχο απ’ το μπράτσο αρπά, κι αχνή και κρύα:
«―Γροίκησα σαν κάποιο τίναγμα...» του λέει.
«―Μα βέβαια, βυθιζόμεθα, Κυρία!...»
Ο συρρεαλισμός, αδερφέ... Φυσικά, πού να το ξέρετε... Και φυσικά του το κάνω λιανά... Του αναπτύσσω το θέμα... Τον μπάζω στο νόημα σούμπιτον. Τέτοιοι κι αποτέτοιοι ήσαν οι συρρεαλιστές το λοιπόν. Αυτοί, ευρύνοντες τα όρια της τέχνης μέχρι σχεδόν του απρόσιτου, δεν έκτειναν ―μπορεί να πει μολαταύτα κανείς― την ορθόδοξη αισθητική των πραγμάτων, παρά αναστρέψαντάς την, ξεκίνησαν απ’ την πρώτη ουσία της, απ’ αυτή τούτη την καταβολή του αιστήματος. Θα ’λεγε κανείς, παραμόρφωσαν την παραδεγμένη «ηθική» της, κάμαντας την υπόσταση: έκφραση, και την ουσία: μορφή. Η καλλιτεχνική τους αντίληψη ακολουθεί μιαν αντίθετη κλίμακα, μιαν ανάστροφη ιεραρχία αξιών: Απ’ τον αισθησιασμό προς το αίσθημα, απ’ αυτό προς την αίσθηση κι απ’ αυτή προς το ένστιχτο. Ήγουν μια βουτιά κατακόρυφα.
Πώς ήταν έτσι, πώς μου εφάνη
τόσο μελαγχολικό αυτό το τραίνο,
σχεδόν όλο πηγαίνω και δε φτάνει,
σχεδόν ούτε δε φτάνει ούδε πηγαίνω.
[...]
Πάντως και πάει και πάει και είναι τραίνο
και πάει μαζί του η ζωή με τα φτερά της
και πάντως είναι περίεργο ως πηγαίνω
περίεργος πάντως ως είμαι του επιβάτης.
Να ’ναι σα να μας σπρώχνει ένας αέρας μαζί
προς έναν δρόμο φιδωτό που σβει στα χάη,
και σένα του καπέλου σου πλατιά και φανταιζί
κάποια κορδέλα του, τρελά να χαιρετάει.
[...]
Κι όλο να πνέει, να μας ωθεί αυτός ο αέρας μαζί
πέρ’ από τόπους και καιρούς, έως ότου ―φως μου―
(καθώς τρελά θα χαιρετάει κείν’ η κορδέλα η φανταιζί)
βγούμε απ’ την τρικυμία αυτού του κόσμου...
Κάλλιο χορευταράς να ’μουνα πέρι
κόλλες που να κρατώ και μολυβάκια·
θα ’σερνα συρτό χορό, χέρι με χέρι,
μ’ όλα μας του γιαλού τα καραβάκια.