Πρέπει πρώτα με δύναμη να συλλάβει ο νους, κι έπειτα η καρδιά θερμά να αισθανθεί ό,τι ο νους εσυνέλαβε.
Ανάμεσα εις τα τρομερά ή λυπηρά πράγματα, σφιχτά δεμένα, μία απλούστατη μικρή κοντυλιά τερπνή (ή αντίστροφα), καθώς η εικόνα του μικρού χλωρού βάτου εις τους άπειρους άμμους της Αφρικής.
[Εβάφτιζε τις φράσεις του λαού] εις τη διπλή κολυμπήθρα του αισθήματος και της φαντασίας.
Κλείσε μέσα στην ψυχή σου την Ελλάδα [ή άλλο πράγμα], και θα αισθανθείς μέσα σου να λαχταρίζει κάθε είδος μεγαλείου.
Το έθνος πρέπει να μάθει να θεωρεί εθνικόν ό,τι είναι Αληθές.
Μην καρτερείς εδώ πουλί, και μη προσμένεις χλόη·
γιατί τα φύλλ’ αν είν’ πολλά, σε κάθε φύλλο πνεύμα.
Το ψηλό δέντρ’ ολόκληρο κι ηχολογά κι αστράφτει
μ’ όλους της τέχνης τους ηχούς, με τ’ ουρανού τα φώτα.
Σαστίζ’ η γη κι η θάλασσα, κι ο ουρανός το τέρας,
το μέγα πολυκάντηλο μες στο ναό της φύσης,
κι αρμόζουν διάφορο το φως χίλιες χιλιάδες άστρα,
χίλιες χιλιάδες άσματα μιλούν και κάνουν ένα.
Ποιος είχε πει που σου ’μελλε, πέτρα, να βγάλεις ρόδο;
Μήγαρις έχω άλλο στο νου μου πάρεξ ελευθερία και γλώσσα;
Η αλήθεια είναι καλή Θεά, αλλά τα πάθη του ανθρώπου συχνότατα την νομίζουν εχθρή.
ΠΟΙΗΤΗΣ: Σοφολογιότατε, τες λέξες ο συγγραφέας δεν τες διδάσκει, μάλιστα τες μαθαίνει από του λαού το στόμα· αυτό το ξέρουν και τα παιδιά.
ΣΟΦΟΛΟΓΙΟΤΑΤΟΣ: Γνωρίζεις τα [αρχαία] Ελληνικά, Κύριε; τα γνωρίζεις, τα εσπούδαξες από μικρός;
ΠΟΙΗΤΗΣ: Γνωρίζεις τους Έλληνας, Κύριε; τους γνωρίζεις, τους εσπούδαξες από μικρός;
Και η ευγένεια των γλωσσών είναι ωσάν την ευγένεια των ανθρώπων· ευγενής εσύ, ευγενής ο πατέρας σου, ο πάππος σου ευγενής, αλλά πηγαίνοντας εμπρός βρίσκεις βέβαια τον άνθρωπον οπού έπαιζε τη φλογέρα του βόσκοντας πρόβατα.
Είναι δύο φλόγες, διδάσκαλε, μία στο νου, άλλη στην καρδιά, αναμμένες από τη φύση εις κάποιους ανθρώπους, οι οποίοι εις διάφορες εποχές διαφορετικά μέσα μεταχειρίζονται για ν’ απολαύσουν τα ίδια αποτελέσματα· και από τη γη πετιούνται στον ουρανό, και από τον ουρανό πετιούνται στον Άδη, και ζωγραφίζουν εικόνες και πάθη, παρόμοια μ’ εκείνα οπού είναι σπαρμένα από τη φύση στον κόσμο· και αγαπούν και σέβονται και λατρεύουν την τέχνη τους ωσάν το πλέον ακριβό πράγμα της ζωής, και ομοιώνονται με τα συμβεβηκότα που περιγράφουν, και κάνουν τους άλλους να γελούν, και κλαίουν και ελπίζουν και φοβούνται και δειλιάζουν και ανατριχιάζουν, και δεν αφήνουν αναίσθητες παρά τις πέτρες και σε.
Χαίρετε, λοιπόν, θείοι τόνοι, οξείες, βαρείες, περισπωμένες! χαίρετε, ψιλές, δασείες, στιγμές, μεσοστιγμές, υποστιγμές, ερωτηματικές, χαίρετε! Ο κόσμος τρέμει τη δύναμή σας και ουδέ ποιητής ουδέ λογογράφος ημπορεί να γράψει λέξη χωρίς πρώτα να σας υποταχθεί. Εσείς εμπνεύσατε, πριν γεννηθείτε, τον Όμηρο όταν ετραγουδούσε την Ιλιάδα, την Οδύσσεια, τους Ύμνους, και ο λαός της Ελλάδας τον επερικύκλωνε και τον εκαταλάβαινε.
Η Δόξα δεξιά συντροφεύει
τον άντρα που τρέχει με κόπους
της Φήμης τους δύσβατους τόπους,
και ο Φθόνος τού στέκει ζερβιά,
με μάτια, με χείλη πικρά·
αλλ’ όποτε η μοίρα του γράψει,
τον δρόμον του κόσμου να πάψει,
η Δόξα καθίζει μονάχη
στην πλάκα του τάφου λαμπρή,
και ο Φθόνος αλλού περπατεί.
― Έρως και Χάρος πάντοτε
δουλεύουν εδώ κάτου,
ώσπου ο Καιρός ο γέροντας
να χάσει τα φτερά του.
― Φριχτή ’ναι η ώρα που άνθρωπος
Βαριά ψυχομαχά.
Λευθεριά, για λίγο πάψε
να χτυπάς με το σπαθί·
Τώρα σίμωσε και κλάψε
εις του Μπάιρον το κορμί.
Όταν στης νυχτός τα βάθη
τα πάντα όλα σιωπούν,
και εις τον άνθρωπο τα πάθη,
που ’ναι ανίκητα, αγρυπνούν...
[...] Η δυσκολιά την οποίαν αισθάνεται ο συγγραφέας (ομιλώ για τον μεγάλον συγγραφέα) δεν στέκει εις το να δείξει φαντασία και πάθος, αλλά εις το να υποτάξει αυτά τα δύο πράγματα, με καιρό και με κόπο, εις το νόημα της τέχνης.
Στη θύρα την ολόχρυση της Παντοδυναμίας
πνεύματα μύρια παλαιά, πνεύματα μύρια νέα,
σ’ ακαρτερούν για να σου πουν πως άργησες να φθάσεις.
Μικρός προφήτης έριξε σε Κορασιά τα μάτια,
και στους κρυφούς του λογισμούς, χαρά γιομάτους, είπε:
«Κι αν για τα πόδια σου, Καλή, κι αν για την κεφαλή σου,
κρίνους ο λίθος έβγανε, χρυσό στεφάν’ ο ήλιος,
δώρο δεν έχουνε για Σε και για το μέσα πλούτος.
Όμορφος κόσμος ηθικός, αγγελικά πλασμένος!»
Μακρύς ο λάκκος π’ άνοιξε και κλει το γίγαντά μου.
Το έθνος ζητά από μας το θησαυρό της δικής μας διάνοιας, της ατομικής, ντυμένον εθνικά.
Χαίρομαι να παίρνονται για ξεκίνημα τα δημοτικά τραγούδια, θα ’θελα όμως όποιος μεταχειρίζεται την κλέφτικη γλώσσα να τη μεταχειρίζεται στην ουσία της κι όχι στη μορφή της.
Ποια είναι τούτη
που κατεβαίνει
ασπροεντυμένη
οχ το βουνό;
7. Και οι δίκαιοι κατά τη Θεία Γραφή πόσοι είναι; Και συλλογίζοντας αυτό επαίξανε τα μάτια μου στα χέρια μου οπού ήτανε απιθωμένα στο φιλιατρό.
8. Και θέλοντας να μετρήσω με τα δάχτυλα τους δίκαιους ασήκωσα από το φιλιατρό το χέρι μου το ζερβί, και κοιτώντας τα δάχτυλα του δεξιού είπα: Τάχα να είναι πολλά;
9. Και αρχίνησα και εσύγκρενα τον αριθμό των δικαίων οπού εγνώριζα με αυτά τα πέντε δάχτυλα, και βρίσκοντας πως ετούτα επερισσεύανε ελιγόστεψα το δάχτυλο το λιανό, κρύβοντάς το ανάμεσα στο φιλιατρό και στην απαλάμη μου.
10. Και έστεκα και εθεωρούσα τα τέσσερα δάχτυλα για πολληώρα, και αιστάνθηκα μεγάλη λαχτάρα, γιατί είδα πως ήμουνα στενεμένος να λιγοστέψω, και κοντά στο λιανό μου δάχτυλο έβαλα το σιμοτινό του στην ίδια θέση.
11. Εμνέσκανε το λοιπόν αποκάτου από τα μάτια μου τα τρία δάχτυλα μοναχά, και τα εχτυπούσα ανήσυχα απάνου στο φιλιατρό για να βοηθήσω το νου μου να εύρει κάνε τρεις δίκαιους.
12. Αλλά επειδή αρχινήσανε τα σωθικά μου να τρέμουνε σαν τη θάλασσα που δεν ησυχάζει ποτέ,
13. Ασήκωσα τα τρία μου έρμα δάχτυλα και έκαμα το σταυρό μου.
14. Έπειτα θέλοντας να αριθμήσω τους άδικους, έχωσα το ένα χέρι μες στην τσέπη του ράσου μου και το άλλο ανάμεσα στο ζωνάρι μου, γιατί εκατάλαβα, αλίμονον! πως τα δάχτυλα δεν εχρειαζόντανε ολότελα.
17. Και γυρεύοντας να ιδώ εάν μέσα σε αυτή την ψυχή, εις την οποίαν αναβράζει η κακία του Σατανά, αν έπεσε ποτέ η απεθύμια του παραμικρού καλού,
18. Έπειτα που εστάθηκα να συλλογιστώ καλά, ύψωσα το κεφάλι μου και τα χέρια μου στον ουρανό και εφώναξα: Θε μου, καταλαβαίνω πως γυρεύω ένα κλωνί αλάτι μες στο θερμό.
Και ετοιμαζότουνα να φωνάξει δυνατά για να δείξει πως δεν επέθανε.
Στων Ψαρών την ολόμαυρη ράχη
περπατώντας η Δόξα μονάχη
μελετά τα λαμπρά παλληκάρια,
και στην κόμη στεφάνι φορεί
γεναμένο από λίγα χορτάρια
που είχαν μείνει στην έρημη γη.
Την είδα την Ξανθούλα,
την είδα ψες αργά,
που εμπήκε στη βαρκούλα
να πάει στην ξενιτιά.
Στο ακρογιάλι αναπαύοτουν ο γέρος·
στα παλαιά τα ρούχα τα σχισμένα
γλυκά γλυκά το φύσημα του αέρος
τ’ αριά μαλλιά του εσκόρπαε τ’ ασπρισμένα,
κι αυτός εις το πολύαστρον του αιθέρος
τα μάτια εστριφογύριζε σβησμένα·
αγάλι ’γάλι ασηκώθη από χάμου,
και ωσάν να ’χε το φως του ήλθε κοντά μου.
Τα τραγούδια μου τα ’λεγες όλα,
τούτο μόνον δε θέλει το πεις,
τούτο μόνον δε θέλει τ’ ακούσεις·
αχ! την πλάκα του τάφου κρατείς.
Άδη μαύρε, χαιρετώ σε!
Δεν εχάρηκε ποτέ
μάτι ανθρώπου για τον ήλιο
καθώς τώρα εγώ για σε.
Εφάρμοσε εις την πνευματική μορφή την ιστορία του φυτού, το οποίον αρχινάει από το σπόρο και γυρίζει εις αυτόν, αφού περιέλθει, ως βαθμούς ξετυλιγμού, όλες τες φυτικές μορφές, δηλαδή τη ρίζα, τον κορμό, τα φύλλα, τ’ άνθη και τους καρπούς. Εφάρμοσέ την, και σκέψου βαθιά την υπόσταση του υποκειμένου και τη μορφή της τέχνης. Πρόσεξε ώστε τούτο το έργο να γένεται δίχως ποσώς να διακόπτεται.
Μία μεστή και ωραία δημοκρατία ιδεών, οι οποίες να παρασταίνουν ουσιαστικά τον εις τες αίσθησες αόρατο Μονάρχη. Τότε είναι αληθινό ποίημα. Ο Μονάρχης, οπού μένει κρυμμένος για τες αίσθησες και γνωρίζεται μόνον από το πνεύμα, μέσα εις το οποίον εγεννήθηκε, είναι έξω από την περιφέρεια του Καιρού· αλλά μία δημοκρατία ιδεών ενεργεί αισθητά μέσα εις τα όρια του Καιρού.
Σκέψου βαθιά και σταθερά (μία φορά για πάντα) τη φύση της Ιδέας, πριν πραγματοποιήσεις το ποίημα. Εις αυτό θα ενσαρκωθεί το ουσιαστικότερο και υψηλότερο περιεχόμενο της αληθινής ανθρώπινης φύσης, η Πατρίδα και η Πίστις.
Ο θεμελιώδης ρυθμός του ποιήματος ας είναι, από την αρχή ώς το τέλος, το Κοινό και το Κύριο (Proprio), συρριζωμένα και ταυτισμένα με τη γλώσσα· ας εργάζεται (το ποίημα) αδιάκοπα για την αληθινήν ουσία, αλλά εις τρόπον ώστε να μη το καταλάβουν ειμή οι νόες οι γυμνασμένοι και βαθείς. [...]
Όλο το Ποίημα ας εκφράζει το Νόημα, ωσάν ένας αυτοΰπαρχτος κόσμος, μαθηματικά βαθμολογημένος, πλούσιος και βαθύς. Μέσα εις αυτό το δρόμο μοναχά συγχωρείται να προξενήσει τινάς, με τα διάφορα ακόλουθα εφευρήματα, τες πλέον μεγάλες και φοβερές εντύπωσες. Αυτό δεν έγινε ποτέ αρκετά καλά. [...]
[...] Μελέτησε καλά τη φύση της Ιδέας, και το υπερφυσικό και γεννητικό βάθος της ας πετάξει έξω [=προβάλει] το φυσικό μέρος, και τούτο ας τεθεί αβίαστα εις όργανα εθνικά. Αλλ’ όπως φθάσει τινάς εις τούτο, ανάγκη να μελετήσει τον υποστατικόν ίσκιον οπού θα βγάλει έξω τα σώματα, μέσ’ από τα οποία αυτός θα φανερωθεί με εκείνα ενοποιημένος. Και μέσα εις αυτά τα σώματα ας εκφρασθεί, εις όλα τα μέρη του έργου, η εθνικότης όσο το δυνατό πλέον εκτεταμένη. Τοιουτοτρόπως η Μεταφυσική έγινε Φυσική.
[...] Σκέψου καλά αν τούτο θα γένει ρομαντικά, ή αν είναι δυνατό, κλασσικά, ή εις είδος μιχτό, αλλά νόμιμο. Του δευτέρου είδους άκρο παράδειγμα είναι ο Όμηρος· του πρώτου ο Σέικσπηρ· του τρίτου, δεν γνωρίζω.
[...] Το ποίημα ας έχει ασώματη ψυχή, η οποία απορρέει από τον Θεό και, αφού σωματοποιηθεί εις τα όργανα καιρού, τόπου, εθνικότητος, γλώσσας, με τους διαφορετικούς στοχασμούς, αισθήματα, κλίσες κ.ά. (ας γένει ένας μικρός σωματικός κόσμος ικανός να τη φανερώσει), τέλος επιστρέφει εις τον Θεό·
Σε βυθό πέφτει από βυθό, ώσπου δεν ήταν άλλος,
εκείθ’ εβγήκε ανίκητος.
[...]
Κάμε ώστε ο μικρός Κύκλος, μέσα εις τον οποίο κινιέται η πολιορκημένη πόλη, να ξεσκεπάζει εις την ατμοσφαίρα του τα μεγαλύτερα συμφέροντα της Ελλάδας, για την υλική θέση, οπού αξίζει τόσο για εκείνους οπού θέλουν να τη βαστάξουν, όσο για εκείνους οπού θέλουν να την αρπάξουν,― και, για την ηθική θέση, τα μεγαλύτερα συμφέροντα της Ανθρωπότητος. [...] Τοιουτοτρόπως από τη μικρότητα του τόπου, ο οποίος παλεύει με μεγάλες ενάντιες δύναμες, θέλει έβγουν οι Μεγάλες Ουσίες.
Σκέψου την ισοζυγία των δυνάμεων, μεταξύ ανδρών και γυναικών. Εκείνοι ας αισθάνονται όλα, και ας νικάνε όλα, με την ουσίαν έξυπνη [=εγρήγορη]· τούτες ας νικάνε και αυτές, αλλ’ ωσάν γυναίκες.
Το χάραμα επήρα
του Ήλιου το δρόμο,
κρεμώντας τη λύρα
τη δίκαιη στον ώμο.
Άκρα του τάφου σιωπή στον κάμπο βασιλεύει·
λαλεί πουλί, παίρνει σπυρί, κι η μάνα το ζηλεύει.
Τα μάτια η πείνα εμαύρισε· στα μάτια η μάνα μνέει·
στέκει ο Σουλιώτης ο καλός παράμερα και κλαίει:
«Έρμο τουφέκι σκοτεινό, τι σ’ έχω ’γω στο χέρι;
οπού συ μου ’γινες βαρύ κι ο Αγαρηνός το ξέρει.»
Ο Απρίλης με τον Έρωτα χορεύουν και γελούνε,
κι όσ’ άνθια βγαίνουν και καρποί, τόσ’ άρματα σε κλειούνε.
Μάγεμα η φύσις κι όνειρο στην ομορφιά και χάρη,
η μαύρη πέτρα ολόχρυση και το ξερό χορτάρι·
Με χίλιες βρύσες χύνεται, με χίλιες γλώσσες κρένει·
όποιος πεθάνει σήμερα χίλιες φορές πεθαίνει.
Τρέμ’ η ψυχή και ξαστοχά γλυκά τον εαυτό της.
Θύρες ανοίξτ’ ολόχρυσες για την γλυκιάν ελπίδα.
Θαυμάζω τες γυναίκες μας και στ’ όνομά τους μνέω [=ορκίζομαι].
Μεγάλο πράμα η υπομονή!...
Αχ! μας την έπεμψε ο Θεός· κλει θησαυρούς κι εκείνη.
Κι άνθιζε μέσα μου η ζωή μ’ όλα τα πλούτια πόχει.
Συχνά τα στήθια εκούρασα, ποτέ την καλοσύνη.
Για κοίτα κει χάσμα σεισμού βαθιά στον τοίχο πέρα,
και βγαίνουν άνθια πλουμιστά και τρέμουν στον αέρα·
λούλουδα μύρια, που καλούν χρυσό μελισσολόι,
άσπρα, γαλάζια, κόκκινα, και κρύβουνε τη χλόη.
Πάντ’ ανοιχτά, πάντ’ άγρυπνα, τα μάτια της ψυχής μου.
Σε βυθό πέφτει από βυθό ώσπου δεν ήταν άλλος.
Η δύναμή σου πέλαγο, κι η θέλησή μου βράχος.
Πολλοί ’ν’ οι δρόμοι πόχει ο νους.
Μητέρα, μεγαλόψυχη στον πόνο και στη δόξα,
κι αν στο κρυφό μυστήριο ζουν πάντα τα παιδιά σου
με λογισμό και μ’ όνειρο, τι χάρ’ έχουν τα μάτια,
τα μάτια τούτα, να σ’ ιδούν μες στο πανέρμο δάσος,
που ξάφνου σού τριγύρισε τ’ αθάνατα ποδάρια
(Κοίτα) με φύλλα της Λαμπρής, με φύλλα του Βαϊώνε!
Κι ο ουρανός καμάρωνε, κι η γη χεροκροτούσε·
κάθε φωνή κινούμενη κατά το φως μιλούσε,
κι εσκόρπα τα τρισεύγενα λουλούδια της αγάπης:
«Όμορφη, πλούσια, κι άπαρτη, και σεβαστή, κι αγία!»
Έστησ’ ο Έρωτας χορό με τον ξανθόν Απρίλη,
κι η φύσις ηύρε την καλή και τη γλυκιά της ώρα,
και μες στη σκιά που φούντωσε και κλει δροσιές και μόσχους
ανάκουστος κιλαϊδισμός και λιποθυμισμένος.
Αλαφροΐσκιωτε καλέ, για πες απόψε τι ’δες·
Νύχτα γιομάτη θαύματα, νύχτα σπαρμένη μάγια!
Έρμα ’ν’ τα μάτια, που καλείς, χρυσέ ζωής αέρα.
Τα σπλάχνα μου κι η θάλασσα ποτέ δεν ησυχάζουν.
Τ’ ονείρου μάταια πιθυμιά, κι όνειρο αυτή ’ν’ η ίδια!
Εκοίταα, κι ήτανε μακριά ακόμη τ’ ακρογιάλι·
αστροπελέκι μου καλό, για ξαναφέξε πάλι!
Τρία αστροπελέκια επέσανε, ένα ξοπίσω στ’ άλλο,
πολύ κοντά στην κορασιά με βρόντημα μεγάλο·
τα πέλαγα στην αστραπή κι ο ουρανός αντήχαν,
οι ακρογιαλιές και τα βουνά μ’ όσες φωνές κι αν είχαν.
Μην είδετε την ομορφιά που την Κοιλάδα αγιάζει;
[...]
Καπνός δε μένει από τη γη· νιος ουρανός εγίνη.
Σαν πρώτα εγώ την αγαπώ και θα κριθώ μ’ αυτήνη.
Κάτι κρυφό μυστήριο εστένεψε τη φύση,
κάθε ομορφιά να στολιστεί και το θυμό ν’ αφήσει.
Δεν είν’ πνοή στον ουρανό, στη θάλασσα, φυσώντας
ούτε όσο κάνει στον ανθό η μέλισσα περνώντας,
όμως κοντά στην κορασιά, που μ’ έσφιξε κι εχάρη,
εσειότουν τ’ ολοστρόγγυλο και λαγαρό φεγγάρι·
και ξετυλίζει ογλήγορα κάτι που εκείθε βγαίνει,
κι ομπρός μου ιδού που βρέθηκε μια φεγγαροντυμένη.
Εκοίταξε τ’ αστέρια, κι εκείνα αναγαλλιάσαν,
και την αχτινοβόλησαν και δεν την εσκεπάσαν·
κι από το πέλαο, που πατεί χωρίς να το σουφρώνει,
κυπαρισσένιο ανάερα τ’ ανάστημα σηκώνει,
κι ανεί τς αγκάλες μ’ έρωτα και με ταπεινοσύνη,
κι έδειξε πάσαν ομορφιά και πάσαν καλοσύνη.
Τότε από φως μεσημερνό η νύχτα πλημμυρίζει,
κι η χτίσις έγινε ναός που ολούθε λαμπυρίζει.
Έλεγα πως την είχα ιδεί πολύν καιρόν οπίσω,
καν σε ναό ζωγραφιστή με θαυμασμό περίσσο,
κάνε την είχε ερωτικά ποιήσει ο λογισμός μου,
καν τ’ όνειρο όταν μ’ έθρεφε το γάλα της μητρός μου·
ήτανε μνήμη παλαιή, γλυκιά κι αστοχισμένη,
που ομπρός μου τώρα μ’ όλη της τη δύναμη προβαίνει·
σαν το νερό που το θωρεί το μάτι ν’ αναβρύζει
ξάφνου οχ τα βάθη του βουνού, κι ο ήλιος το στολίζει.
Βοήθα, Θεά, το τρυφερό κλωνάρι μόνο να ’χω·
σε γκρεμό κρέμουμαι βαθύ, κι αυτό βαστώ μονάχο.
Κι ετάραζε τα σπλάχνα μου ελευθεριάς ελπίδα
κι εφώναζα: ω θεϊκιά κι όλη αίματα Πατρίδα!
κι άπλωνα κλαίοντας κατ’ αυτή τα χέρια με καμάρι·
καλή ’ν’ η μαύρη πέτρα της και το ξερό χορτάρι.
Τώρα που η ξάστερη
νύχτα μονάχους
μας ηύρε απάντεχα,
και εκεί στους βράχους
σχίζεται η θάλασσα
σιγαλινά.
Τώρα που ανοίγεται
κάθε καρδία
στη λύπη, ακούσετε
μίαν ιστορία,
που την αισθάνονται
τα σωθικά.
Γκλαν γκλαν τα σήμαντρα
της εκκλησίας,
γκλαν γκλαν οι αντίλαλοι
της ερημίας
αποκρινόντανε
φριχτά φριχτά.
Στα φύλλα επέρναε
και της καρδίας,
σαν τα κινήματα
της φαντασίας,
που ζωγραφίζουνε
την ευτυχιά.
Καθαρότατον ήλιο επρομηνούσε
της αυγής το δροσάτο ύστερο αστέρι,
σύγνεφο, καταχνιά, δεν απερνούσε
τ’ ουρανού σε κανένα από τα μέρη·
και από κει κινημένο αργοφυσούσε
τόσο γλυκό στο πρόσωπο τ’ αέρι,
που λες και λέει μες στης καρδιάς τα φύλλα:
Γλυκιά η ζωή και ο θάνατος μαυρίλα.
Χριστός ανέστη! Νέοι, γέροι και κόρες,
όλοι, μικροί μεγάλοι, ετοιμαστείτε·
μέσα στες εκκλησίες τες δαφνοφόρες
με το φως της χαράς συμμαζωχτείτε·
ανοίξετε αγκαλιές ειρηνοφόρες
ομπροστά στους Αγίους και φιληθείτε·
φιληθείτε γλυκά χείλη με χείλη,
πέστε Χριστός Ανέστη εχθροί και φίλοι.
Απ’ ένα εις άλλο στοχασμό πηγαίνει·
είναι ο νους του έρμος κόσμος που χαλιέται.
Η Κόλαση πάντ’ άγρυπνη σου στήθηκε τριγύρου.
Γελάς κι εσύ στα λούλουδα, χάσμα του βράχου μαύρο.
Πουλί, πουλάκι, που σκορπάς το θαύμα της φωνής σου,
ευτυχισμός α δέν ειναι το θαύμα της φωνής σου,
καλό στη γη δεν άνθισε, στον ουρανό, κανένα.
Με δύο φιλιά της μάνας μου, με φούχτα γη της γης μου.
Ανοιχτά πάντα κι άγρυπνα τα μάτια της ψυχής μου.
Φύση, χαμόγελ’ άστραψες κι εγίνηκες δική του·
ελπίδα, τόδεσες το νου μ’ όλα τα μάγια πόχεις·
νιος κόσμος όμορφος παντού χαράς και καλοσύνης.
Άστραψε φως κι εγνώρισεν ο νιος τον εαυτό του.
Απομεινάρι θαυμαστό ερμιάς και μεγαλείου.
Δυστυχισμένε μου λαέ, καλέ και ηγαπημένε,
πάντοτ’ ευκολοπίστευτε και πάντα προδομένε.
Εδιάβασα, μου φαίνεται, σε γαλλική φυλλάδα
να λέει κανείς τα ονείρατα πως είναι κουταμάδα.
Αλλιώς για μένανε φρονώ, γιατ’ όποιος τα ξετάζει,
και της καρδιάς και του νοός πολλά κρυφία σπουδάζει.
Καλό, παιδί μου, είναι κανείς να σκάφτει στο μνημούρι
και να χτυπάει τα κόκαλα στου ζωντανού τη μούρη...
Και ιδού που παρεσιάζεται σα μία ανθρώπου εικόνα
πότρεμε κι εμουρμούριζε ωσάν τον καλαμιώνα.
Έμοιαζε ωσάν τις ζωγραφιές οπόχουνε συνήθεια
οι πελαγίσοι να κεντούν στα χέρια και στα στήθια,
και στο λαιμό του εκρέμετουν έν κάποιον τι σαν τάμα,
ξωτερικώς εφαίνονταν δυο τριώ μηνώνε πράμα.
Ξεχωριστά όταν έκαμες μια κάποιαν ομιλία,
που το ’να άφηνες γλήγορα κι έμπαινες σ’ άλλα τρία,
σα μαϊμού (συχώρεση, αν ένας φλάρης βγάλει
ετούτη την παρόμοιαση που δεν την είπαν άλλοι),
που το μεγάλο κάστανο που τς έριξαν το σφίγγει
και βγάνει χαρχατούρισμα από το αισχρό λαρύγγι,
σιμώνει τα μπομπόχερα στη μπομπερή μουσούδα,
συχνοχτυπάει τα βλέφαρα και του πετάει τη φλούδα,
κι ό,τ’ άρχισε να το γευθεί, αφήνει να της πέσει,
κι αδράχνει, γύρου που γελούν, χαρτί, μαντίλι, φέσι.
Χεροκροτεί κάποιος τρελός, κι αμέσως όλ’ οι άλλοι
χεροκροτούν στο δρόμο ομού, και γέλωτες μεγάλοι.
Εύγε και μη σε γνοιάζει δα το πράμα να ταιριάζει,
γιατί καλά μοιάζεις αυτή, οπού κακά μάς μοιάζει.
Αργά πάει πέρα
νά ’βρει το φως του,
τη θυγατέρα
της γυναικός του,
που ’χε δικό της
φως το γαμπρό της.
Άκου έν’ όνειρο, ψυχή μου,
και της ομορφιάς θεά·
μου εφαινότουν οπώς ήμουν
μετ’ εσένα μία νυχτιά.
Εις την ώρα που σκιασμένος
και παράξενα ντυμένος
βγαίν’ ο κλέφτης για να κλέψει
κι ο φονιάς για να φονέψει―
σ’ άλλους τόπους εννοώ
κλεψιές, φόνους, κι όχι εδώ―
είδα έν’ όνειρο μουρλό,
και θα το διηγηθώ.
Οι καμπάνες πλερωμένες,
έκαναν σα βουρλισμένες.
Όταν έπλασαν τα χέρια,
που σκορπίσανε τ’ αστέρια,
του θνητού τα σωθικά και τα πλάσανε καλά),
πρώτ’ απ’ όλα τ’ άλλα πάθια
τς έχουν βάλει τη Συμπάθεια·
Και την έδιωξες εσύ,
σαν τη χήρα τη φτωχή,
απ’ τη νιότη σου την πρώτη,
για να βάλεις τη Σκληρότη.
Σε γνωρίζω από την κόψη
του σπαθιού την τρομερή,
σε γνωρίζω από την όψη
που με βία μετράει τη γη.
Απ’ τα κόκαλα βγαλμένη
των Ελλήνων τα ιερά,
και σαν πρώτα ανδρειωμένη,
χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά!
Α! τι νύκτα ήταν εκείνη
που την τρέμει ο λογισμός;
Άλλος ύπνος δεν εγίνη
πάρεξ θάνατου πικρός.
Και εσύ αθάνατη, εσύ θεία,
που ό,τι θέλεις ημπορείς,
εις τον κάμπο, Ελευθερία,
ματωμένη περπατείς.
Στη σκιά χεροπιασμένες,
στη σκιά βλέπω κι εγώ
κρινοδάκτυλες παρθένες
οπού κάνουνε χορό·
Στο χορό γλυκογυρίζουν
ωραία μάτια ερωτικά,
και εις την αύρα κυματίζουν
μαύρα, ολόχρυσα μαλλιά.
Η ψυχή μου αναγαλλιάζει
πως ο κόρφος καθεμιάς
γλυκοβύζαστο ετοιμάζει
γάλα ανδρείας και ελευθεριάς.
Α! το φως που σε στολίζει,
σαν ηλίου φεγγοβολή,
και μακρόθεν σπινθηρίζει,
δεν είναι, όχι, από τη γη·
Λάμψιν έχει όλη φλογώδη
χείλος, μέτωπο, οφθαλμός·
φως το χέρι, φως το πόδι,
κι όλα γύρω σου είναι φως.
Πίστευσέ μου, Διδάσκαλε, η αρμονία του στίχου δεν είναι πράγμα όλο μηχανικό, αλλά είναι ξεχείλισμα της ψυχής. [...]
― Αλλά ποίος σου είπε να τσακίσεις την λέξη «θερι-σμένα»; ― Ποίος μου το ’πε; το απόκρυφο της τέχνης μου και το παράδειγμα των μεγάλων.