Την από συστάσεως μέχρι καταλύσεως της ελληνικής Αυτοκρατορίας μεγάλην περίοδον ανέφερα διεξοδικώτερον ίσως του δέοντος εις το προκείμενον Ποιημάτιον, επειδή όλοι σήμερον οι λόγιοι του περί τας Αθήνας συστρεφομένου ελαχίστου ημών Κράτους εξυμνούσι μόνον νίκας κατά Περσών και Ακαδημίας Πλατώνων, αγνοούντες ή λησμονούντες την μεταγενεστέραν δόξαν του εν Κωνσταντινουπόλει αυτοκρατορεύσαντος ελληνικού έθνους.
Εις τον ωραίον Βόσπορον, εις της Τρυφής τα στήθη,
η ποίησις της νέας μας Ελλάδος εγεννήθη.
Εκεί ο Αθανάσιος, ο νέος Ανακρέων,
ωραία πρώτος έψαλε τα κάλλη των ωραίων.
Ο Κάλβος και ο Σολωμός, ωδοποιοί μεγάλοι,
κ’ οι δύο παρημέλησαν της γλώσσης μας τα κάλλη·
ιδέαι όμως πλούσιαι, πτωχά ενδεδυμέναι,
δεν είναι δι’ αιώνιον ζωήν προωρισμέναι.
Υπήρξα [...] η πέτρα της σφενδόνης, ην έρριψεν ο ύψιστος επί της κεφαλής δύο τυράννων.
Γης τρεις πήχες να με θάψουν δεν με άφησεν η τύχη,
κ’ είναι μόνος θησαυρός μου οι ελεύθεροί μου στίχοι.
[...]
Διογένης, διά δόξες, διά πλούτη δεν με μέλει·
«ας γυρνά η τύχη, λέγω, τον τροχόν της όπως θέλη».
Αν στου καθενός προσέξης το περπάτημα κομμάτι,
ο καθένας καπνούς έχει και θαρρεί πως είναι κάτι·
Μιραμπός ο ένας είναι, Μετερνίχος είν’ ο άλλος
και πολιτικός μεγάλος·
κ’ εγώ μέρα μεσημέρι με φανάρι περπατώ,
Διογένης, εις τους δρόμους νά ’βρω άνθρωπον ζητώ.
Φοίνικες και ταλαράκια το πουγκί μου κουδουνίζει,
και το στόμα μου σαμπάνιες και ριζόγαλο μυρίζει·
χαιρετάτε με, με σέβας, με βαθύν προσκυνισμόν·
επιστάτης, κύριοί μου, έγινα οικοδομών.
Τερερέμ, λαλά, λαλά·
η δουλειά πάγει καλά.
Η αυτού Πανεξοχότης μ’ αγκαλιάζει κάθε μέρα·
μα ρημάζω το ταμείον; Αλλού βλέπει· βλέπει πέρα.
Φθάνει μόνον πουρνό βράδυ να τον λέγω εις τ’ αυτί
τι φρονεί ο ένας κι άλλος και τι δρόμο περπατεί.
Σκάνω, σκάνω και πεθαίνω... Θάνατος η υπανδρεία·
φωτιά, θάλασσα, γυναίκα, είναι όντως κακά τρία.
Είν’ ελεύθερος ο Τύπος, φθάνει μόνον να μην βλάψης
της Αρχής τους Υπαλλήλους,
τους Κριτάς, τους Υπουργούς μας και των Υπουργών τους φίλους·
είν’ ελεύθερος ο Τύπος, φθάνει μόνον να μη γράψης.
Δύο μ’ έφερε μοχθούσα Γίγαντας της γης η σφαίρα,
και των δύο οι αιώνες σε κηρύττουσι μητέρα.
Στρατηλάτης των Ελλήνων εκδικών τον Μαραθώνα,
ο Αλέξανδρος εισήλθε νικητής εις Βαβυλώνα.
Διετήρει αίματός σου εις τας φλέβας του ρανίδα
ο Κορσικανός, ο έχων τον Ταΰγετον πατρίδα
και εις μίαν μόνην ώραν
την γην παίξας, την γην χάσας εις του Βατερλώ την χώραν.
Δεν μπορώ εις το κακό μου κ’ εις την λύπη μου ν’ ανθέξω·
να με πουν, «απ’ την Ελλάδα, Εξοχώτατέ μου, έξω!»
Προχθές ήμουν Κυβερνήτης· τώρα φεύγω παλιομούτσος
μ’ ένα Ρώσικο καράβι, καθώς πρόλεγεν ο Σούτσος!
Τα παιδιά με τα λεμόνια το κατόπι μου με παίρνουν...
στους Κορφούς ενώ οι Φράγκοι σαν κατάδικο με σέρνουν...
Μη παιδιά, με τα λεμόνια!!! Έγια μόλα! Έγια λέσα!
Ένας κόντες είναι μέσα.
Οι κατακτηταί δεν είναι των λαών οι ευεργέται·
εις την δόξαν προηγούνται οι μεγάλοι νομοθέται.
Της ποιήσεως το γέρας, Βασιλεύς, δεν απορρίπτει
και με δάφνας αμαράντους το διάδημά του κρύπτει.
Ο λαμπρότερος Δυνάστης ενός Κράτους γυμνού φώτων
σταθερόν εις τους αιώνας δεν αφίνει φήμης κρότον.
Αι γεννήσεις του νοός μας και η Ποίησις προ πάντων
την σειράν διαιωνίζουν των ιστορικών συμβάντων
αν δεν έζων του Ομήρου τα ποιήματα τ’ αρχαία,
ποίος ήθελε γνωρίζει Έκτορα ή Αχιλλέα;...
Θεωρούντες πως ο πλούτος εις τας χείρας των μεγάλων
γίνεται πηγή σκανδάλων,
[...]
Να ιδή το Έθνος θέλει θριαμβεύοντας τους νόμους,
κι όσους έχουν ταλαράκια κρεμασμένους εις τους δρόμους.
Θεωρούντες πως τα φώτα τα πολλά δεν φέρουν άλλο
παρά θάμβωμα μεγάλο,
[...]
Να ιδή το Έθνος θέλει θριαμβεύοντας τους νόμους,
κι’ όσους έχουν ασπρού φώτα κρεμασμένους εις τους δρόμους.
Θεωρούντες ότι όσοι παλαιάς δουλεύσεις έχουν
στα τυφλά μ’ εμάς δεν τρέχουν,
[...]
Να ιδή το Έθνος θέλει θριαμβεύοντας τους νόμους,
κι όσους έχουν εκδουλεύσεις κρεμασμένους εις τους δρόμους.
Θεωρούντες πως ο όρκος να φυλάττεται δεν πρέπει
όταν εις του Κυβερνήτου το καλόν δεν αποβλέπει·
[...]
Να ιδή το Έθνος θέλει θριαμβεύοντας τους νόμους,
κι όσους δεν πατούν τον όρκον κρεμασμένους εις τους δρόμους.