Η θέση και η αντίθεση στον κόσμο αυτό παλεύει―
Ο πόλεμος ο φανερός στη φύση κι ο κρυφός,
η δράση κι η αντίδραση στο σύμπαν βασιλεύει,
το τόξο, η λύρα, αλίμονο! Το σκότος και το φως.
Μα κι απ’ το κρεβάτι μου κι από κάθε εικόνα
σ’ αγαπώ βαθύτερα σένα, ω πολυθρόνα.
Έπειτα απ’ την κούνια μου, σένα πρώτη ξεύρω,
πρώτη με νανούρισες βράδυ και πρωί,
πάντα την αγάπη σου επετούσα να εύρω,
και μαζί περάσαμεν όλη τη ζωή.
Ξεύρεις κάθε πόνο μου, σκέψη, πόθο ή στίχο,
σ’ όλα τα τραγούδια μου κράταγες τον ήχο.
Σαν έγραψαν με το δαυλό την ιστορία μόνοι,
χωρίς γι’ αυτούς τους ήρωες μια λέξη αυτή να πει.
Με την πληγή τους για σταυρό κι ατίμητο γαλόνι,
άλλοι στα δίκτυα εγύριζαν και άλλοι στο κουπί.
Κι οι στολοκάφτες των Σπετσών, τ’ ατρόμητα λιοντάρια,
με τις βαρκούλες έπιαναν στο περιγιάλι ψάρια.
Αν οι ζητιάνοι σαν κ’ εμέ δεν έχυναν το αίμα,
οι καπετάνοι σαν και σε δε θα φορούσαν στέμμα!
Συλλογισμένοι εσώπαιναν αυτός κι αυτή ένα βράδυ·
ξάφνου του λέγει: ― Αχ! μάθε μου, ποιος είναι ο Ποιητής;
― Αυτός που βλέπει και που ακούει και νιώθει στο σκοτάδι,
μα υμνεί το φως και ζει μ’ αυτό: Φωστήρας κι Υμνητής.
Όσο κανένας πιο κοντά ζήσει στο πάτριο λίκνο,
τόσο θα βρει πιο ανάλαφρη τη γη που θα ταφεί.
Ω πνεύμα συ της Μοναξιάς, ψηλό και παναρμόνιο,
που ’χεις ναό την ερημιά, βωμό σου το βουνό,
συ τρέφεις μες στους κόρφους σου της σκέψεως το δαιμόνιο
και συ είσαι σκάλα η μυστική, που πάει στον ουρανό.
Η κάθε σου γωνιά κι η κάθε σου άκρη
αντιλαλεί το γέλιο μου ή το δάκρυ,
χαρά των τραγουδιών μου ή στεναγμό,
στις κάμαρές σου μέσα και στους τοίχους
θωρώ όλα τα όνειρά μου και τους στίχους,
τον πόνο, την ελπίδα, τον καημό.
Ως φαίνεται την πείραξα πολύ,
γιατί αφού της ζήτησα φιλί,
― Είμαι νεκρά για σένα, μου ’πε, πλέον,
με θυμόν!
― Είσαι νεκρά! Λοιπόν, τον τελευταίον
ασπασμόν.