Βέβαιον πράγμα είναι η ποινή, βεβαιότατο πρέπει να είναι και το έγκλημα, αλλέως η αδικία ακμάζει όπου αρμόσεις το βέβαιο της τιμωρίας εις το αβέβαιο της ενοχής.
Το δίκαιον είναι η θεραπεία της κοινωνίας· πλην δεν είναι δικαιοσύνη, οπού δεν είναι αλήθεια.
Τη νύμφη ηθέλαμε, όχι την προίκα της, και η νύμφη είναι τόσο ωραία, ώστε ποιος ενθυμάται προίκα μπροστά εις τόσην ωραιότητα;
Τα γενναία έθνη, καθώς το εδικόν μας, δέχονται τα έργα των προδοτών, καθώς η γη δέχεται την βροχή. Βροντούν, βρέχουν οι νεφέλες και η γη μένει ατάραχη. Μαραίνονται τα άνθη της, αλλ’ αφού σχολάσει η τρικυμία, αναφύονται εις την όψιν της ευωδέστερα άνθη.
Και τι άλλο μπορεί να καλοτυχήσει τα έθνη από την σοφία, μάλιστα όταν εις το ίδιο υποκείμενο εντέσει και η πολεμική αξιάδα; Και μ’ όλον οπού είμαι αμαθής, μου έρχεται να ειπώ ένα λόγο: ότι, αν εζημιώθηκαν τα ελληνικά, εζημιώθηκαν εξ αιτίας που τα καλά παλληκάρια ανταμώς με την παλληκαριά δεν αντίκρυσε να ’χουν τα γράμματα.
Μόνος την γνώμην του Θεού ο άνθρωπος γνωρίζει·
μόνος τες άγραφες φωνές του σύμπαντος ακούει.
Ελλάδα μου, πατρίδα μου,
ω τάφε των γονιών μου,
ω καλή γη, που γεύθηκα
πρώτη φορά τον ήλιο,
κι είδα τ’ αστέρια της νυκτός
και την γλυκιά σελήνη,
κι ήκουσα τα λαλούμενα
στο ήσυχ’ ακρογιάλι·
κι είδα κοράσια να πηδούν
και νέες πανδρεμένες
και το φεγγάρι τα ξανθά
μαλλιά τους να φωτίζει·
τα παλικάρια με φωνή
ακοίμητη κι ωραία
ηχολογούσαν του έρωτος
ή της αυγής τα κάλλη.
Πόσες φορές, ταλαίπωρο
φεγγάρι, μες στη νύκτα
δεήθηκες τα σύγνεφα
να ’λθουν να σε σκεπάσουν,
για να μη βλέπεις τ’ ανοικτά
τα χείλη των ανθρώπων
και τες βαθιές λαβωματιές
μες στα μεγάλα στήθη.