...χωρίς να γίνονται οι δεσμοί
[με τους προγόνους]
δεσμά και αλυσίδες.
Έχω τη γνώμη πως το ελληνικό πατριαρχικό σπίτι, με όλη τη φροντίδα του για την αγωγή και τις αδιαφιλονίκητες ομορφιές της στοργής που κρύβει για τα ελληνόπαιδα, καλλιεργεί και δυναμώνει τον ατομισμό που είδαμε, με το να πνίγει υπερβολικά τις παιδικές ορμές ή τουλάχιστο ―γιατί στο ίδιο καταντά― με το δίνει αγωγή που το παιδί την αισθάνεται, κάτω από τη στοργική οικογενειακή ατμόσφαιρα, σαν αδιάκοπη πίεση του εαυτού του. Έρχεται τότε αργότερα στην κοινωνική ζωή, σαν αντιστάθμισμα στην πίεση αυτή, ο πολίτης που με πρώτη ευκαιρία θα φανερωθεί από ραγιάς σατράπης, ο άνθρωπος ο εριστικός, ο απειθάρχητος και ο φιλόπρωτος, με την άσβηστη δίψα για ό,τι φαντάζεται ελευθερία, που θ’ αναζητεί αδιάκοπα και κυρίως την ικανοποίηση του ατόμου του και που δε θα δεχτεί κανένα είδος ζυγό στον τράχηλό του, ακόμη και τον απαραίτητο για τον πραγματικά ελεύθερο κοινωνικόν άνθρωπο που νοιώθει την ισοτιμία όλων. Έτσι όμως και στους πνευματικούς ακόμη εργάτες δεν αναχωνεύονται όσο πρέπει τα έμφυτα και πολύτιμα εγωιστικά ένστικτα σύμφωνα με την ανώτερη σκοπιμότητα του κοινωνικού συνόλου.
Το ότι ζούμε σε κράτος που κρέμεται με το παραπάνω από τις τυχαίες κρίσεις και τις αμελέτητες αποφάσεις των ευκολοάλλαχτων υπουργών του ―σύμπτωμα άλλωστε και αυτό κοινωνικό και αποτέλεσμα του ατομισμού μας― δε δικαιολογεί όποιον βλέπει το καλύτερο, να μην το επιζητεί, ακόμη και αν συχνά το Κράτος ξεχνά το χρέος του. Αλλιώς, δείχνομε και εμείς εξωκρατικά τις ίδιες αντικοινωνικές ιδιότητες και τα ίδια εγωιστικά ελαττώματα που κατηγορούμε για το Κράτος, και δε βοηθούμε να υψωθούμε στο καλύτερο. Ευκολότερο είναι άλλωστε να διαμορφωθεί έξω από το Κράτος συνείδηση για το σωστό που πρέπει να κάμομε, παρά να εκδικηθούμε τάχα το αντικοινωνικό Κράτος ―σε βάρος των μαθητών ― και των παιδιών μας― κάνοντας εξωκρατικά και εμείς πολιτική αντικοινωνική.
Δημοτικισμός είναι η λογοτεχνική, πνευματική, εκπαιδευτική και κοινωνική κίνηση που μας ζητεί να εργαστούμε για ν’ αποχτήσομε και εμείς κάτι που δεν έχομε και που το έχουν σήμερα όλοι οι πολιτισμένοι λαοί της Ευρώπης, το πρώτο και σημαντικότατο γνώρισμα για κάθε έθνος με σύγχρονο ευρωπαϊκό πολιτισμό: κοινή εθνική γλώσσα, που ολόκληρο το έθνος να μπορεί να τη γράφει και να την αισθάνεται και να τη μιλεί και να την έχει όργανο στη μόρφωσή του και στην πνευματική του ζωή.
Ο δημοτισμός αξιώνει η γλώσσα του λαού μας, που έγινε και γλώσσα της λογοτεχνίας μας, ν’ αναγνωριστεί και από την παιδεία μας, και να υψωθεί σε όργανό της. Ζητεί να θεμελιωθεί η παιδεία μας στη ζωντανή μας γλώσσα, στους λαογραφικούς και άλλους λογοτεχνικούς θησαυρούς τούς αποταμιευμένους σ’ αυτή, και σε όλα τα πραγματικά στοιχεία της ελληνικής ζωής, καθώς διαμορφώθηκε με την ιστορική εξέλιξη του έθνους μας.
Πιστεύω σε μια γλωσσική εξέλιξη αντίθετη από τη βία. Πιστεύω όμως ακόμη πως το γλωσσικό ζήτημα δε θα λυθεί μόνο του και ότι έχομε χρέος να βοηθήσομε την εξέλιξη της εθνικής γλώσσας στις πραγματικές της τάσεις, έξω από κάθε πρόληψη και σύμφωνα με τις ζωτικές ανάγκες του έθνους.
Μια γλώσσα δεν μπορεί παρά ν’ ανανεώνεται σιγά σιγά, αν είναι να μένει ζωντανή έκφραση, και μόνο με το σωστό συγκερασμό κάθε φορά της νέας ζωής με τα χτεσινά και τα περασμένα είναι δυνατό να φυλαχτεί γόνιμη κάθε κληρονομιά.
Μόνον ύστερα από εσωτερικόν αγώνα, αφού βρήκα, μαζί με τη γλωσσική μου έκφραση, τον εαυτό μου, δεν άργησα να καταλάβω πως όχι μόνο δεν υπάρχει φόβος με τη δημοτική να χαλαρώσομε, ή να χάσομε ως έθνος τη γλώσσα μας, την έκφρασή μας, τον εαυτό μας, τη θρησκεία μας, παρά ίσια ίσια ότι στη δημοτική και με τη δημοτική βρίσκομε και αποκρυσταλλώνομε την αληθινή εθνική μας γλώσσα και μαζί με αυτή τον εθνισμό μας και την πραγματικά γόνιμη και ελεύθερη ένωση με όλους τους ομοεθνείς, την ιστορία μας και με τους αρχαίους.