Στον ουρανόν η Γνώση κυριεύγει
και κυβερνά το φως τση όλη την κτίση·
εις την υποταγή τση στέκ’ η φύση
κι αυτείνης το Μελλούμενο δουλεύγει.
Τούτο το φως πάσ’ αγαθό ερμηνεύγει,
φως άξο, απού ποτέ δεν κάμνει δύση,
φως απού κάμνει αθάνατη τη ζήση
κι απού κι ο ίδιος ήλιος τού ζηλεύγει.
Ετούτο δόξες άψευτες χαρίζει
κι απ’ όλους που τσ’ ακτίνες του ακλουθούσι
μηδένας τύχης φόβο δε γνωρίζει.
Αμ’ όσοι τέτοιες χάρες δεν ποθούσι
και τσ’ αγνωσιάς το σκότος τσ’ αμποδίζει,
σκοντάφνουσι κι εις βάραθρα γλιστρούσι.
Θεριό μήδ’ ερπετό ποτέ συντρέχει
τον ίδιον απατό του
να ’χει το θάνατό του,
μα τη ζωή φυλάσσει όσο κατέχει.
Άνθρωπος το κακό του δεν απέχει,
μ’ όλο απ’ η φύση γνώση
του ’ταξε να δώσει,
μα εις τ’ Άδου το λαρύγγι άφρονα τρέχει.
Η φύση εμάς λοιπό είναι μητρυγιά μας,
και μάνα ηγαπημένη
των ερπετώ απομένει,
ψηφώντας τόσα ελίγα την υγειά μας.
Μα, οϊμέν’, εγώ ως θωρώ, η αχορταγιά μας
κι η όρεξ’ η τυφλή μας
εις πάθη προσκαλεί μας,
κι αιτιά ’ναι του θανάτου η πονηριά μας.
Κι ο θάνατος απάνω τση φύση άλλαξε και γνώμη
κι έδειξεν ομορφύτερος ως δεν εφάνη ακόμη.
Δεν ξίζει θησαυρός, νιότη δεν ξίζει,
κράτος κοσμοκρατόρω μπορεμένω
δε δύνεται, κι ο θάνατος ορίζει.
Τω βασιλιάδω δείχνει των πεσμένω
το ξόμπλι, άνθρωπος πλιο να μην ελπίζει
στον κόσμο το φθαρτό και κομπωμένο.