Βιβλιοθήκη Παραθέματα Τυπάλδος Ιούλιος
Τυπάλδος Ιούλιος
Γέννηση: Ληξούρι 1814
Θάνατος: Kέρκυρα 1883
Έργα
1.

Εις τες Αθήνες εθνικόν αγάπης πανηγύρι!
Αντηχά ύμνους και χαρές ο ξακουσμένος τόπος,
όπου θείος νους μελέτησε τα μυστικά της φύσης
και τ’ άδραξε και στα φτερά του λογισμού πετώντας
ανέβη, ανέβη σ’ άγνωστους φωτοχυμένους κόσμους,
όθεν αιώνες δεν περνούν, νέφη δεν σκοτεινιάζουν.

«Εις τον θάνατον του φιλέλληνος Καρόλου Λενορμάν», Β΄, 1-6. 1860. Γ.Θ. Ζώρας (επιμ.), Ποίησις και πεζογραφία της Επτανήσου. Βασική Βιβλιοθήκη, 14. «Αετός» Α.Ε., 1953. 193.
2.

Θρησκεία και γλώσσα, ιδού τα δύο θαυμαστά στοιχεία, που χαρακτηρίζουν την τρίτην και ύστερην εποχήν της Ελληνικής ενότητος· και όποιος αγωνίζεται να φέρει σχίσματα εις την θρησκεία και εις την γλώσσα, αγωνίζεται ν’ αφανίσει το έθνος.

«Η γλώσσα». Ποιήματα διάφορα, 1856. Γ.Θ. Ζώρας (επιμ.), Ποίησις και πεζογραφία της Επτανήσου. Βασική Βιβλιοθήκη, 14. «Αετός» Α.Ε., 1953. 203-204.
3.

Η ευγένεια μιας γλώσσας εξαρτάται όχι από τες λέξες, αλλά από το ύφος, από τη σύνθεση δηλαδή των λέξεων· ευγενέστατη και υψηλή είναι η γλώσσα, που εκφράζει μεγάλες ιδέες, ευγενικά και υψηλά αισθήματα.

«Η γλώσσα». Ποιήματα διάφορα, 1856. Γ.Θ. Ζώρας (επιμ.), Ποίησις και πεζογραφία της Επτανήσου. Βασική Βιβλιοθήκη, 14. «Αετός» Α.Ε., 1953. 204.
4.

Δύο νέοι θαυμαστοί, ο Αχιλλέας και ο Αλέξανδρος, παρασταίνουν τες δύο πρώτες εποχές της Ελληνικής ενότητος, και ένας νέος, όχι λιγότερον ωραίος και ανδρειωμένος, παρασταίνει την τρίτην, ο Κλέφτης του Ολύμπου και του Κίσαβου. Η ατομικότητα, στοιχείον του παλαιού Ελληνικού πνεύματος, η γενικότητα του νέου.

«Η γλώσσα». Ποιήματα διάφορα, 1856. Γ.Θ. Ζώρας (επιμ.), Ποίησις και πεζογραφία της Επτανήσου. Βασική Βιβλιοθήκη, 14. «Αετός» Α.Ε., 1953. 204.
5.

Όποιος βαθιά εμελέτησε και αισθάνεται την γλώσσα και τη φιλολογία των παλαιών μας, πρέπει να ομολογήσει, ότι συχνά πολύ περισσότερος ελληνισμός υπάρχει εις τα τραγούδια του λαού, που να είναι και γεμάτα ξένες λέξες, παρά εις άλλα γραψίματα με αρχαιότατες Ελληνικές υφασμένα.

«Η γλώσσα». Ποιήματα διάφορα, 1856. Γ.Θ. Ζώρας (επιμ.), Ποίησις και πεζογραφία της Επτανήσου. Βασική Βιβλιοθήκη, 14. «Αετός» Α.Ε., 1953. 204.
6.

Απ’ την ψυχή μου ολόθερμος
ο στεναγμός πετιέται,
κι έν άνθος δεν μαραίνεται,
φύλλο δενδρού δεν σειέται.
Τα θλιβερά παράπονα
ο άνεμος σκορπάει,
θρέφουν τη γη τα δάκρυα
σαν τη δροσιά τσ’ αυγής,
η φύσις δεν γροικάει 
τα πάθη της ψυχής.

«Η τρελή», 61-70. Ποιήματα διάφορα, 1856. Γ.Θ. Ζώρας (επιμ.), Ποίησις και πεζογραφία της Επτανήσου. Βασική Βιβλιοθήκη, 14. «Αετός» Α.Ε., 1953. 191.
7.

Συκοφαντία και φθόνος τον κόσμο κυβερνούν
μεγάλους ταπεινώνουν, μικρούς υμνολογούν.
Λοιπόν, τους έπαινούς μας ας ψάλλομεν εμείς,
γιατί να μας παινέσει δεν θα βρεθεί κανείς.

«Οι γκιώνηδες», 5-8. Γ.Θ. Ζώρας (επιμ.), Ποίησις και πεζογραφία της Επτανήσου. Βασική Βιβλιοθήκη, 14. «Αετός» Α.Ε., 1953. 199.
8.

Στον ουρανό κατάμεσα
οι αγγέλοι απαντηθήκαν,
κι άστρα και γη και θάλασσα
ολότρεμα εσταθήκαν·
σαν ο ήχος της Ανάστασης
να τα ’χε πλακωμένα,
θωρούν ζευγαρωμένα
ζωή και αφανισμό.

«Οι δύο άγγελοι», 17-24. Ποιήματα διάφορα, 1856. Λίνος Πολίτης, Ποιητική Ανθολογία, Ε΄. Ο Σολωμός και οι Εφτανησιώτες. «Δωδώνη», χ.χ. 96-97.
9.

Χαρά και λύπη ακόπιαστα
πλέκουν μαζί στεφάνι,
που στου θνητού το μέτωπο
άγνωστο χέρι βάνει·
και τρέχει και αγωνίζεται,
μίαν ευτυχία ζητάει,
που πάντα εμπρός πετάει
μόνον αλλού θα ευρή.

«Οι δύο άγγελοι», 89-96. Ποιήματα διάφορα, 1856. Λίνος Πολίτης, Ποιητική Ανθολογία, Ε΄. Ο Σολωμός και οι Εφτανησιώτες. «Δωδώνη», χ.χ. 99.
10.

Είν’ της καρδιάς παράπονο
του σκλάβου το τραγούδι,
μες στη σκλαβιά μαραίνεται,
δεν θρέφει η γη λουλούδι.

«Ο Ρήγας: Η συνωμοσία», 65-68. Ποιήματα διάφορα, 1856. Γ.Θ. Ζώρας (επιμ.), Ποίησις και πεζογραφία της Επτανήσου. Βασική Βιβλιοθήκη, 14. «Αετός» Α.Ε., 1953. 175.
11.

Να ’ν’ το ρόδο με τον κρίνο
πάντα ενθύμηση πικρή.
 
Το ’να σύμβολο θανάτου,
τ’ άλλο νιότης κι ευμορφιάς―
η χαρά πάντα εδώ κάτου
αδελφή της συμφοράς.

«Τα δύο λουλούδια», 43-48. Ποιήματα διάφορα, 1856. Γ.Θ. Ζώρας (επιμ.), Ποίησις και πεζογραφία της Επτανήσου. Βασική Βιβλιοθήκη, 14. «Αετός» Α.Ε., 1953. 186.
12.

Είν’ εδώ κάτου ακόπιαστα
φθόνος, δειλία και πλάνη·
στολίζει ανίδια πρόσωπα
της δόξης το στεφάνι·
σαν την οχιά, το φίλημα,
τα χείλη φαρμακώνει,
η προδοσία πλακώνει
τους κτύπους της καρδιάς.

«Το πλάσμα της φαντασίας», 81-88. Ποιήματα διάφορα, 1856. Γ.Θ. Ζώρας (επιμ.), Ποίησις και πεζογραφία της Επτανήσου. Βασική Βιβλιοθήκη, 14. «Αετός» Α.Ε., 1953. 185.