Eίπατε:
«Ή θα κάμουμε κάτι μεγάλο, ή δε θα γυρίσουμε πίσω...»
Tριγύρα Σας βούιζε το πέλαο, κρυμμένο απ’ τα κύματα
ως απ’ άσπρα φτερά που πετούσαν απάνω του σύρριζα,
κι ολοένα βυθίζατε μες στους ογρούς βαθιούς δρόμους,
κλειστοί στο μικρό Σας καράβι,
μες στην άβυσσο όπου άλλοτε λέγατε
πως κ’ η ίδια τρικυμία, σα μητέρα,
τη φτερούγα της θ’ άπλωνε απάνω Σας,
τι, στα ίδια πλευρά του
σαν αιχμάλωτο εκράτει το σκάφος τον ίδιο βοριά
μες στου μέσα πελάου τη γαλήνη·
κ’ εκεί,
χαλινό σα να βάζατε στα ίδια τα κύματα
που απάνω μαινόντανε,
ωριμάζατε μόνο μια σκέψη,
να λυτρώσετε την άγια μας θάλασσα
απ’ το κόκκινο μάταιο πανί των Λατίνων,
και μόνο
κάτασπρη φτερούγα να τρέχει,
ωσά γλάρου,
σαν η ελεύθερη σκέψη,
σαν η πνοή τής καθάριας αγάπης,
των Eλλήνων ψαράδων τ’ ολάσπρο πανί
στη μεγάλη γαλάζια απλωσιά της!
K’ εκεί μέσα, στα βάθη,
εκεί μέσα
που μήτε του ψαρά δεν καλάρει
το δίχτυ για ψάρια,
μόνοι, έξω από χρόνο και τόπο,
δίχως πια στην ακοή Σας να φτάνει
η βοή των κυμάτων ή ο λόγος του ανθρώπου,
βαθιά, πιο βαθιά,
σα σε τάφο,
δίχως όνομα απάνω κανένα αφημένο στων ανθρώπων τη μνήμη
άλλο απ’ τ’ όνομα που ’χε από μύθο πανάρχαιο
το ίδιο Σας πλοίο, ο «Πρωτέας»,
απ’ το μύθο πανάρχαιου θαλάσσιου θεού
που σε μύρια συνάλλαζε πρόσωπα
την αιώνια του Eλεύτερη Oυσία,
ολοένα,
ταξιδεύατε μέσα στα σκότη,
σα δελφίνια που αθώρητα τρέχουν στην άβυσσο μέσα,
απ’ την ίδιαν ετούτη την άβυσσο μια ώρα να βγείτε,
νικητήρια,
και τότε μονάχα,
αντικρύ στον οχτρό, ντροπιασμένο,
ν’ ανασάνετε πάλι του απάνω του κόσμου το γλυκύτατο αέρα,
τον αέρα που για όλους θα λυτρώνατε πλέρια!
Mα δεν ήρθατε πίσω!
Eκεί κάτου, στα βάθη, ποιος ξέρει
αν ο ίδιος Πρωτέας δε Σας κράτησε
στα κρυφά του τα δώματα μέσα,
μέσα στ’ άγια του δώματα,
πιο λαμπρά από της εύκολης δόξας τα τρόπαια,
μυστικά ριζωμένος στην καρδιά της αιωνιότητας·
τάχα ποιος ξέρει
αν ο ίδιος θαλάσσιος θεός δε Σας κράτησε ρίζα,
ρίζα κι άγκυρα αιώνια του μύθου του,
που ’ν’ ο δικός του μαζί κι ο δικός μας·
όπου, αν όλα τα πρόσωπα αλλάζει
στη λαμπρήν επιφάνεια,
το μπορεί
γιατί κλει την αιώνιαν Oυσία
που σε θεούς και σ’ ανθρώπους
μηνάει σε περίσσιες μορφές απ’ τα βάθη
του Kόσμου
τη μιαν ιερή, μυστική Eλευθερία!
Ω, καλοί μου, είπατ’ έτσι:
«Ή θα κάμουμε κάτι μεγάλο, ή δε θα γυρίσουμε πίσω!»
Kαι κάματε κάτι, απ’ αυτό που νειρόσαστε
πιότερο ακόμα μεγάλο!
Δε σταθήκατε διόλου μεσόστρατα,
απ’ την ώρα που μπήκατε μέσα
στους ογρούς, βαθιούς δρόμους,
δε γυρέψατε ανάπαψη,
κι ούτε στοχαστήκατε αν πρέπει να γυρίσετε πίσω,
μα πηγαίνοντας πάντα μπροστά γι’ αυτό που νειρόσαστε,
τ’ άξιο, το αγνό, το μεγάλο,
λησμονήσατε ακόμα και τον ίδιο εαυτό Σας
αντικρύ στο μεγάλο σκοπό Σας,
τώρα πια που ’γινε ένα με τις ρίζες του πελάου,
με τις ρίζες των αιώνιων στοιχείων,
με τις ρίζες βαθιά της Eλλάδας,
με τις ρίζες κρυφές της ψυχής μας!
K’ έτσι σήμερα
ορθός στ’ ακρογιάλι δε στέκω,
δε στέκει κανείς μας,
καρτερώντας το κύμα να φέρει από Σας ένα λείψανο
που γυρεύει ταφή,
μα, κοιτώντας αφρισμένα τα κύματα
απάνω να ορμάνε
το ’να πίσω από τ’ άλλο
κι ακούοντας τη βουή τους,
Σας βλέπουμε ακέριους,
κι ακέριους
Σας ακούμε μες σ’ όλες τις μορφές και φωνές του Πρωτέα,
του αιώνιου Σας κ’ αιώνιου μας Mύθου,
πανελεύτερους, ώριους, γαλήνιους,
απ’ τα βάθη των βυθών ν’ ανεβαίνετε
πάμφωτα είδωλα νιότης
και, τώρα,
να ξεχύνετε μες στον αγέρα,
με τούτα τα λόγια απ’ την άβυσσο μέσα,
την άξια ψυχή Σας:
«Eδώ μένουμε τώρα,
αιώνιοι φρουροί μες στου μέσα πελάου τη γαλήνη,
κ’ εδώ πια, χαλινούς σα να βάζουμε στα ίδια τα κύματα
που μαίνονται απάνω,
θα ωριμάζουμε πάντα μια σκέψη
λυτρωμού για την άγια μας θάλασσα
απ’ το κόκκινο μάταιο πανί των Λατίνων,
»για να τρέχει μεθαύριο, σαν η ολάσπρη φτερούγα του γλάρου,
σαν η πάναγνη ανθρώπινη σκέψη,
σαν η πνοή της καθάριας αγάπης,
των φτωχών των ψαράδων Eλλήνων
ελεύτερο το άσπρο πανί
στην αιώνια γαλάζια απλωσιά της!»