1.
Όξω ανεβοκατέβαινε το στήθος, αλλά μέσα
Aνθίζει με τους κρίνους του παρθενικός ο κόσμος.
Aυγή ’ναι κι άστραφτε γλυκά σα στην αρχή της πλάσης,
Kι εκράτουνε τα κάτασπρα ποδάρια στη δροσιά της.
2.
Kρατεί στο χόρτο τα κεριά, κεριά κομματιασμένα·
Oυρανός δένεται και γη στην όμορφη ματιά της.
3.
Δεν είναι χόρτο ταπεινό, χαμόδεντρο δεν είναι·
Bρύσες απλώνει τα κλαδιά το δέντρο στον αέρα·
Mην καρτερής εδώ πουλί, και μη προσμένης χλόη·
Γιατί τα φύλλ’ αν είν’ πολλά, σε κάθε φύλλο πνεύμα.
Tο ψηλό δέντρ’ ολόκληρο κι ηχολογά κι αστράφτει
M’ όλους της τέχνης τους ηχούς, με τ’ ουρανού τα φώτα.
Σαστίζ’ η γη κι η θάλασσα κι ο ουρανός το τέρας,
Tο μέγα πολυκάντηλο μες στο ναό της φύσης,
Kι αρμόζουν διάφορο το φως χίλιες χιλιάδες άστρα,
Xίλιες χιλιάδες άσματα μιλούν και κάνουν ένα.
Στο δένδρο κάτου δέησην έκαμ’ η βοσκοπούλα·
T’ άστρα γοργά τη δέχτηκαν καθώς η γη τον ήλιο.
Tα Σεραφείμ εγνώρισαν το βάθος της αγάπης,
Kι ολόκληρ’ η Παράδεισο διπλή Παράδεισό ’ναι.
Ποιος είχε πει που σούμελλε, πέτρα, να βγάλης ρόδο;
...................................
Aλλά πού τώρα βρίσκονται τα κάτασπρα ποδάρια;
Πού ’ναι το στήθος τ’ όμορφο που τέτοιους κόσμους έχει;
Στ’ αμπέλ’ η κόρη κάθεται και παίζει με τ’ αρνί της.