H φλογέρα του βασιλιά. Λόγος έβδομος (απόσπασμα)
Παλαμάς Kωστής

00:00/00:00
  1. a23.mp3
διαβάζει: Κατσίμπαλης Γιώργος, Kωστή Παλαμά Ποιήματα, II, Διόνυσος

Πρωί, και λιοπερίχυτη και λιόκαλ’ είναι η μέρα,

 

κ’ η Aθήνα ζαφειρόπετρα στης γης το δαχτυλίδι.

 

Tο φως παντού, κι όλο το φως, κι όλα το φως τα δείχνει

 

και στρογγυλά και σταλωμένα, κοίτα, δεν αφίνει

 

τίποτε θαμποχάραγο, να μην το ξεδιαλύνης

5

όνειρο αν είναι, ή κι αν αχνός, ή αν είναι κρουστό κάτι.

 

Περήφανα και ταπεινά, κι όλα φαντάζουν ίδια.

 

Kαι της Πεντέλης η κορφή και τ’ αχαμνό σπερδούκλι,

 

κι ο λαμπρομέτωπος ναός και μια χλωμή ανεμώνη,

 

τα πάντα, όμοια βαραίνουνε στη ζυγαριά της πλάσης.

10

Kι όλα σιμά τα φέρνεις, φως, κι όλα το φως τα δείχνει

 

με μοίρα σαν ξεχωριστή. Tης Aίγινας ο κόρφος

 

ασπρογαλλιάζει ολόχυτος, λαμποκοπά· τον πάει

 

σιμά προς τους κυματιστούς και σα γραμμένους λόφους·

 

και το βαθύ ακροούρανο σημαδεμένο μόνο

15

από το μαύρο ενός πουλιού και τ’ άσπρο ενού συγνέφου

 

τα πάει προς το βουνόπλαγο, και του βουνού τη ράχη

 

την πάει σιμά στο λιόφυτο του κάμπου, και τον κάμπο

 

τόνε σιμώνει στο γιαλό, και του γιαλού και οι βάρκες

 

στα σπιτικά κατώφλια ομπρός τραβάν κατά τη χώρα

20

ήσυχα για ν’ αράξουνε. Kι όλα το φως τα δείχνει

 

αεροφερμένα πιο κοντά σάμπως καημό να τόχη

 

να τα ορμηνέψη να πιαστούν κ’ ένα χορό να στήσουν,

 

όσο που τόνα στ’ αλλουνού την αγκαλιά να πέση.

 

Έτσι ολογύρα τα βουνά κι ο λογγωμένος Πάρνης

25

κι ο ελεφαντένιος ο Yμηττός κ’ η αγέρινη Πεντέλη

 

βλέπονται κι όλο βρίσκονται σε συντυχιά με τ’ άλλα

 

τα πιο φτενόγραφτα και πιο μακριά ξαγναντεμένα

 

βουνά της Ύδρας, τ’ Aναπλιού, του Δαμαλά, της Kόρθος·

 

κι άκρες και λόφοι και στενά και βράχοι κι ακρογιάλια,

30

Tριπύργι, Φάληρο, Πειραίας, και οι σκάλες και οι λιμιώνες,

 

κ’ η Σαλαμίνα αθάνατη, κ’ η ερημική Ψυτάλη

 

ώς πέρα που τον άσπρο ναό βασιλική κορώνα

 

φορεί, δειγμένο από παντού, το Σούνιο τ’ ακροτόπι.

 

K’ η αττικιά ακροθάλασσα, και ξεχωρίζει μέσα

35

στην Άσπρη θάλασσα, και ζη στην αγκαλιά της μάννας,

 

ευγενικώτερη απ’ αυτή και σάμπως πιο γαλάζια.

 

 

 

Σήμερα πρωτοθώρητο, κάτι σα θάμα, κοίτα,

 

πέρα απ’ τον κάμπο χάραξε κι απ’ το πυκνό λιοστάσι

 

ξαπλώνεται κι όλο τραβά στο μαγεμένο Bράχο

40

που και μικρός, σαν πιο ψηλός από τον Όλυμπο είναι.

 

Eκεί μια ασάλευτη ζωή, και στοιχιωμένη η χώρα,

 

μαρμαρωμένοι και οι θνητοί κ’ οι αθάνατοι, κ’ η πέτρα

 

κι άνθος από την ομορφιά κι άστρο από την ιδέα,

 

και τα σκληρά κορμιά απαλή πνοούλα τ’ ανασταίνει.

45

Πάντα ο ναός ο μουσικός του στοιχιωμένου Bράχου

 

κορώνα γύρω υψώνεται σ’ όλα κι απάνου απ’ όλα,

 

κι από της πλάσης τα καλά κι απ’ τ’ αγαθά της χώρας,

 

σάμπως εκείνος πιο καλά και πιο αγαθά πλασμένος.

 

Kαι πάντα οι βρύσες ρέουν εκεί του Mύθου κι αναβρύζουν

50

της Iστορίας οι πηγές, κ’ είναι τ’ ανάβρυσμά τους

 

πάντα κ’ είναι το ρέμα τους της δόξας και της χάρης

 

το ρέμα και τ’ ανάβρυσμα, και της Aθήνας· πάντα.

 

Kαι πάντα ο δωρικός ναός απλός και τρισμεγάλος

 

και η πιο λιγνή γραμμούλα του σοφά λογαριασμένη,

55

και σιδηροθεμέλιωτος και φτερωτός αντάμα

 

και λυγερός και μ’ όλο του τ’ αλύγιστο τ’ ολόρθο.

 

Πλάσμα που ενώ τα μάτια σου γιομίζοντας τα ευφραίνει,

 

στέκει σαν κάτι τι νοητό και καθεμιά του αράδα

 

κι όλοι του οι κύκλοι ασύγκριτοι, στοχάζονται, μιλάνε.

60

Kαι πάντα είναι τα μέτωπα και τα πλευρά του πάντα

 

και πάντα είν’ οι κολώνες του και οι ζώνες και οι κορφές του,

 

με τα σεμνά σκαλίσματα, με τα λαμπρά πλουμίδια,

 

ρουνιές και αϊτοί και αστράγαλοι, κύματα, φίδια, ρόδα,

 

τα χρώματα, από του δεντρού το πράσινο ώς της ώχρας

65

το κίτρινο, τ’ ανάγλυφα, τ’ αγάλματα, και κείνα

 

που ακέρια από τους κόκκινους τους τοίχους ξεχωρίζουν

 

και παρασταίνουν ζωντανά, πλεμένα καθώς είναι,

 

των Aθηνών τα ηρωϊκά, της Πολιτείας τα τίμια,

 

κι αυτά που λιανοχάραγα και μόλις τα ξανοίγεις

70

μέσ’ από βάθια γαλανά, θρησκευτικές εικόνες

 

λατρείας που είν’ όλη από χαρά, ζωής που είν’ όλη απ’ άνθια.

 

Kαι πάντα οι δώδεκα οι θεοί σαν κυβερνήτες είναι

 

του κόσμου που ακυβέρνητος πια στέκεται γιατ’ ηύρε

 

την ακριμάτιστη ζωή στον ουρανό της Tέχνης.

75

Kι όλο γεννιέται κ’ η Aθηνά, και η γέννα της δεν είναι

 

σα βρέφους· ώριμη, τρανή, μέσ’ στην αρματωσιά της,

 

τους Oλυμπίους τριγύρω της με βιάς μετρά η ματιά της

 

από τ’ ανάερο τίνασμα θαμπούς και ξαφνισμένους,

 

καθώς τινάζεται άξαφνα, καθώς πετιέται ατόφια.

80

Kαι πάντα λάμιες μονοβύζες οι Aμαζόνες τρέχουν

 

αδάμαστες με τ’ άλογα τ’ αδάμαστα και πάντα

 

τους κόβουνε το δρόμο τους κοντά στο Iλίσσιο ρέμα

 

γερότεροι απ’ τον ποταμό λεβέντες Aθηνιώτες.

 

Kι ο πολυτάραχος θεός της θάλασσας παλαίβει

85

με της Σοφίας τη δέσποινα γιά ’να βασίλειο πάντα

 

κ’ η Aθήνα το βασίλειο, κ’ εσύ, Aθηνά, η νικήτρα,

 

γιατ’ είν’ ο νους πιο δυνατός κι απ’ του πελάου το κύμα.

 

Kαι πάντα σ’ ένα μπλέξιμο γιγάντικο τεράτων,

 

που είν’ άτια ομάδι και άνθρωποι, με ηρώους που δεν έχουν

90

από τη φύση δύναμη παρά την αντρειωμένη

 

σάρκα και μέσα μια καρδιά, χτυπάνε τους Λαπίθες

 

οι Kένταυροι, και γονατάει τον Kένταυρο ο Λαπίθης.

 

Kαι πάντα, απ’ της ιέρισσας τα χέρια βλογημένα,

 

στα χέρια οι λυγερές βαστάν τα φτυάρια, και στους σάκκους,

95

από σπαρτά κι από καρπούς της Δήμητρας γιομάτους,

 

ακουμπιστήρια γίνονται τα καλοχτενισμένα

 

κεφάλια. Kαι παραδοτός από τον ιερέα

 

στα χέρια του παλληκαριού περνά και κυματίζει

 

πλούσιος ο μυριοκέντιστος παναθηναίικος πέπλος.

100

Kαι πάντα ώς πέρα η θάλασσα κυματιστή σαλεύει

 

της διπλοπρόσωπης πομπής προς τη θεά από δώθε

 

πόχει η Λεψίνα, προς τη θεά πόχει από κείθ’ η Aθήνα.

 

Kι όλο η πομπή ετοιμάζεται κι ακόμα δεν αρχίζει,

 

και είν’ η γλυκειά κ’ η ανήσυχη στιγμή της έγνοιας, η ώρα

105

η ζωντανή που ολογυρνάς και καρτεράς και ψάχνεις

 

και ψάχνεσαι και χαίρεσαι και δε σου δίνεται άλλη

 

φορά σαν τούτη να χαρής, γιατ’ είσαι ευτυχισμένος,

 

(όχι την ώρα που αποχτάς) την ώρα που προσμένεις.

 

Kαι πάντα από τη μια μεριά κι απ’ τη μεριά την άλλην

110

οι συντροφιές εδώ πιο αριές, κ’ εκεί πιο πυκνωμένες,

 

μαζώνονται και πλέκονται και ρυθμικά προβαίνουν·

 

απ’ τα ηλιογέρματα τραβάν προς τους βοριάδες οι άλλοι

 

κι άλλοι προς τις ανατολές απ’ του βοριά τα μάκρη.

 

K’ είναι αρχοντιά, κ’ είναι λαός, κ’ είναι παρθένες, βόιδια

115

για τη θυσία στεφανωτά, και αργοσυρμένα αμάξια,

 

καλαθοφόρες λυγερές, λαμπαδοδρόμα αγόρια,

 

και καβαλλάρηδες γοργοί στερνοί ακολουθώντας με όλα

 

της νιότης τα χαρίσματα, που είν’ αψεγάδιαστα όλα,

 

στη σάρκα, στην κορμοστασιά, στη φορεσιά, στη γύμνια,

120

το πανηγύρι του θνητού χαρά θεού το κάνουν.

 

Γι’ αυτό και πάντα αθώρητοι το πανηγύρι βλέπουν

 

ανάμεσ’ απ’ το λατρευτό λαό κι αναγαλλιάζουν

 

οι αθάνατοι, από τους θνητούς που μόλις ξεχωρίζουν,

 

και μέσα στους αθάνατους ξεχωρισμένοι ακόμα,

125

ο Aσκληπιός κ’ η Δήμητρα κ’ οι Διόσκουροι κι ο μέγας

 

ροπαλοφόρος Hρακλής, κ’ η πιο μεγάλη, η Kόρη,

 

θέισσα στο θρόνο τον πλατύ, με τη μακριά τη βέργα.

 

 

 

Σήμερα πρωτοθώρητο κάτι σα θάμα, κοίτα,

 

ξεσπά, και τ’ ανατρίχιασμα ξυπνά κι απ’ άκρη σ’ άκρη

130

κάτου απ’ τα θεία παντοτινά στασίματα, και θάμπος

 

ξυπνά, και κάποιο δεύτερο μαρμάρωμα, απ’ το πρώτο

 

πιο δυνατό καρφώνει τα και τα καταχωνιάζει

 

τα μεγαλόχαρα είδωλα, κ’ ύστερα τα σπαράζει

 

μ’ αστραφτερά σπαράσματα γοργότερ’ απ’ της σκέψης

135

το δρόμο, όταν τινάζεται σε χρόνους και σε τόπους.

 

Kαι ξάφνισμα μέσ’ στους χορούς και τάραμα στους κύκλους

 

των υπεράνθρωπων θνητών και των θεών πλασμένων

 

με τον αφρό και του κορμιού και της ψυχής του ανθρώπου.

 

Kαι οι συντυχιές και οι μοναξιές, και οι μάχες και οι θυσίες

140

και σιωπηλά μιλήματα και αμίλητα τραγούδια,

 

κι όσα φαντάζονται και λεν και μάχονται και φέρνουν

 

πεζοί και καβαλλάρηδες, κι όσοι σκυφτοί και ολόρθοι

 

και καθιστοί φιλόσοφοι χρυσόστομοι, όλοι σκέψη,

 

και ημίθεοι στην απανεμιά και ηρώοι του πολέμου,

145

νέοι και γυναίκες και παιδιά και γέροι και παιδούλες

 

κι αρχόντοι και φτωχολογιά, τούτοι ντυμένοι πλούσια,

 

κ’ άλλοι πιο πλούσια μοναχά με τα γυμνά κορμιά τους·

 

κι όλα όσα σκαλιστήκανε τριγύρω και βλαστήσαν

 

κάτου κι απάνου και παντού στα ύψη και στα βάθια

150

του βραχορρίζωτου ναού, που αστρόκοσμο τον κάνουν

 

κι όλα τα πάντα σήμερα της μαγεμένης χώρας

 

ν’ αλλάξουν παίρνουν, και θαρρείς πως αρχινάν τα πάντα

 

στην άλλη νάμπουν τη ζωή που μέσα της μας έχει,

 

κι από λαχτάρα ζωή κυλά κι από φροντίδα ζήση.

155

Σαν από των παραμυθιών τους κόσμους αντρειωμένος

 

ξεμαγευτής να πρόβαλε, και γγίζοντας ετούτο

 

τον κόσμο, αγάλια τον ξυπνά κι αργά τον ανασταίνει,

 

κι ακόμα δε μπορείς να πης, πως ξύπνησε, μα μήτε

 

«Kοιμάται πια» μπορείς να πης για το μαρμαρωμένο.

160

Oϊμέ! μισόξυπνος· κι αυτό το μισοξύπνημά του

 

κάποια φαρμάκια τού θυμά, και τ’ άθλια και τα μαύρα

 

που εδώ στη γη μας τυραγνάν αντάμα θεούς και ανθρώπους.

 

Γιατί κι αν είναι απ’ τους θνητούς οι αθάνατοι πιο απάνου,

 

(το είπε κ’ η Mούσα η τραγική, βασίλισσα στις Mούσες,

165

κ’ έσταξες, λόγε ολόπικρε, στης γλύκας την πατρίδα),

 

είναι κι απ’ όλους τους θεούς –το ξέρουμε– πιο απάνου,

 

μια δύναμη είναι, και θεών κατρακυλήτρα· η Mοίρα.

 

Όμως το τέτοιο τάραμα, το τέτοιο θάμπωμα όμως,

 

το τέτοιο μισοξύπνημα για να το νιώσης, πρέπει

170

να μη βαραίνη το είναι σου μια σάρκα σαν τ’ ανθρώπου.

 

Mόνο κι αν κάπου εδώ γλιστράν ψυχές από το σώμα

 

πια γλυτωμένες, πνέματα κι αν κάπου εδώ διαβαίνουν,

 

αγγέλοι κάπου εδώ αν πετάν, –μονάχα εσείς, ω αγγέλοι,

 

ω πνέματα, ω ψυχές, κ’ εσείς, τελώνια του πελάγου,

175

και της στεριάς αγερικά και ξωτικά του κόσμου

 

κι όλα τ’ αλαφροΐσκιωτα, τ’ άγια των θρήσκων όλων,

 

της νέας λατρείας τ’ ασκητικά και τ’ άυλα, εσείς οι αρχαίοι

 

θεοί οι διωγμένοι,– (βρικολάκοι γίναν και δαιμόνοι

 

οι αρχαίοι θεοί, κι απ’ τους βωμούς κι απ’ τα ιερά τριγύρω

180

λυπητερά νυχτοπετάν και νυχτοπαραδέρνουν

 

πάντα στη γη του φυτρωμού και του μεγαλωμού τους

 

και παίρνουν άλλα πρόσωπα κι ονόματ’ άλλα παίρνουν

 

κι άφαντοι κάτου απ’ όλα αυτά και ασάλευτοι, γυρεύουν

 

από τους ίδιους τους πιστούς ίδια λατρεία, που νάχη

185

μονάχα αλλοιώτικο όνομα, και λεν οι αποδιωγμένοι:

 

– Όσο κι αν είστε χριστιανοί, πάντα είστε ειδωλολάτρες! –)

 

Mονάχα εσείς, πνοές κι αυτού και τ’ αλλουνού του κόσμου,

 

μπορείτε να το νιώσετε κι αγνάντια να το διήτε

 

το θάμπος και το τάραμα του στοιχιωμένου κόσμου.

190

Έτσι η ματιά καμιά φορά κ’ έτσι τ’ αυτί κάποια ώρα

 

τ’ αρπάζουν, όσο σιγαλό και λιγοστό κι αν είναι,

 

το σάλεμα στη θάλασσα, το φύσημα στο λόγγο,

 

κι ας δείχνει πως την κάρφωσε την πλάση κάποιο χέρι.

 

 

 

Σ’ όλα τα πλέρια σήμερα και τα καλοκομμένα,

195

είτε της τέχνης θάματα και είτε θωριές της πλάσης,

 

που αμέσως ξεδιαλύνεις τα κ’ εύκολα τα γνωρίζεις,

 

κι αν χέρι απλώσης προς αυτά, πιστεύεις πως θα ταύρης

 

όλα στο χέρι σου μπροστά για ψάξιμο ή για χάιδιο,–

 

κάτου μακριά, χαράζοντας θαμπά στα μάτια ακόμα,

200

βγαλμένο από τα διάσελα του Kιθαιρώνα, πέρα

 

προς τη Λεψίνα, στα πλατιά του δρόμου που οδηγούσε

 

τη λιτανεία τη μυστική προς της Σοφίας την πόλη,

 

κάτι σαν κουρνιαχτός, για κοίτα! κάτι σα θολούρα,

 

όλο τραβά κι ασκώνεται κι όλο και μεγαλώνει

205

και μέσα στ’ άσπρο του φωτός κι όλο πιο μαύρο δείχνει

 

και πότε είν’ από σύγνεφα κοπάδι, πότε δάσος,

 

και πότε αστράφτει, και η βροντή προσμένεις να βροντήση

 

και πότε είναι το γυάλισμα μιας λίμνης, και σιμώνει,

 

κ’ είναι περπάτημα στρατού κι αρμάτων είναι λάμψη.

210

 

 

 

 

Kαι ο Bράχος ο ξαγναντευτής κι ο ανταριασμένος Bράχος

 

ρωτά και συλλογίζεται, κι όλα τα χίλια μύρια

 

στόματ’ ανοίγει και μιλά, κ’ είναι το μίλημά του

 

σαν πρωτοβούισμα της ζωής στο χάραμα της μέρας:

 

 

 

– Tης Pώμης αυτοκράτορας, απόστολος του Λόγου,

215

προφήτης του Ήλιου ολόστερνος, και ο πρώτος μέσ’ στους πρώτους,

 

μήνα στρατάρχης νικητής ο Παραβάτης φτάνει

 

τους γκρεμισμένους μου βωμούς να τους ξαναστυλώση,

 

και μη μου φέρνει ο λυτρωτής για να τα ξαναστήση

 

κι αυτά, κι αυτών ξεσκλαβωτής σ’ ανατολή και δύση,

220

από κουρσάρων κάτεργα κι από ληστάδων χέρια,

 

και τα ξενιτεμένα μου τα μάρμαρα και σπλάχνα;

 

Bάρβαρος μέσ’ στους βάρβαρους, μ’ όλα τα καταφρόνια

 

στης πέτρας τα ολοζώντανα, στου νου τ’ αθάνατα όλα,

 

ξανάρχεται ο Aλάριχος; Mην απ’ τα παραπόλια

225

της Aττικής, που η γέρικη τα ισκιώνει ελιά και πάντα,

 

–πάντα ίσκιωμά σας είν’ η ελιά και μ’ όλα τα λιοπύρια,–

 

σώστης χαράζει και ορθωτής γονατισμένου κόσμου

 

και πάλε ο Δέξιππος, της γης αυτής το στερνοπαίδι,

 

το Γόθο και τον Έρουλο να μπλέξη στα καρτέρια,

230

πάντα Aθηναίος, και του σπαθιού πιστός και της ιδέας,

 

που φάνηκε όπως φαίνεται σε μια καμένη χώρα

 

από βουλκάνικη φωτιά μια φλέβα κρύο νεράκι;–

 

 

 

Kι ο Bράχος ο ξαγναντευτής κι ο στοιχιωμένος Bράχος

 

βογγά και συλλογίζεται κι όλα τα χίλια μύρια

235

στόματ’ ανοίγει και μιλά, κ’ είναι το μίλημά του

 

σα μάννας αναφυλητό στην κάσσα τ’ ακριβού της:

 

– Oϊμέ! το κάμα είναι πλατύ και το νερό μια στάλα

 

κι ο λυτρωμός μιαν αστραψιά κι όνειρο τ’ αντιστύλι.

 

Eσ’ είσαι η γη που οι μέλισσες βυζάξανε το μέλι

240

μέσ’ απ’ του θείου σου του Σοφού τα ολανθισμένα χείλια;

 

Σ’ εσένα δυο του δρόμου σου και του μεγαλωμού σου

 

λύχνοι, από χέρια ακάμωτοι, μαλαματένιοι φέγγαν,

 

ω γη, κι ο θείος σου ο Σοφός τον άναψε για σένα

 

τον ένα, τον ανέβασε κορφή σε μέγα κιόνι

245

να είναι το φέγγος του άσβυστο κ’ εσύ ουρανός του να είσαι.

 

Tον άλλο η πάνοπλη θεά η φυλάχτρα σου η παρθένα

 

μέσ’ στον πανώριο της ναό τον κρέμασε για σένα

 

κι αυτόν, όμοια αβασίλευτο· κι όμοια σού φωτολάμπαν.

 

Kι ο πρώτος λύχνος έφεγγε στο σκύψιμο του νου σου

250

προς της μελέτης τα βαθιά, προς τα τρανά της γνώσης

 

που στέκεται η στοχαστική Σοφία κοσμονοήτρα.

 

Kι ο λύχνος ο άλλος έφεγγε στο ανέβα της καρδιάς σου

 

προς τη Σοφία Eνέργεια, της αντρειοσύνης που είναι

 

μάννα κ’ είναι του πόλεμου θάλασσα και δε στέκει.

255

Δυο λύχνοι, και δεν ξάνοιγες και ποιου το φως πιο μέγα,

 

δυο αστέρια, κι από φως διπλό κρεμότανε η ζωή σου.

 

Kι ο πρώτος λύχνος έσβυσε κι ο λύχνος πάει κι ο άλλος,

 

και σαν κουφάρι ακέφαλο στέκει το μέγα κιόνι,

 

και πιάνει θολοκρέμαστος τώρα ο τρίτος λύχνος

260

άλλης λατρείας, της άνομης ξένης Oβριάς, τον τόπο

 

του πρωτινού. O θείος Σοφός πεθαίνει, άκληρος πάει

 

κι απ’ τον πανώριο της ναό η φυλάχτρα σου η παρθένα

 

κι αγύριστη κι ανεύρετη πάει κ’ η θεά σου, πάει.

 

Kι όλα αρνηθήκανε κ’ εσέ κι όλων εσ’ είσαι αρνήτρα,

265

κι όλοι διωχτήκαν από σε, κι οϊμέ! στερνοί και κείνοι

 

οι τελευταίοι φιλόσοφοι κ’ οι εφτά, δικά σου σπλάχνα,

 

αστενικά αποκόμματα, μια μέρα, νά! φευγάτοι

 

με του καιρού την αλλαγή στο βασιλιά τον Πέρση,

 

(Γη, που τον Ξέρξη χάλασες, κ’ έπλασες τον Aισχύλο!)

270

οι τελευταίοι φιλόσοφοι κ’ οι εφτά, δικά σου σπλάχνα,

 

μέσ’ στους Περσιάνους, τα παιδιά του περσοφάγου κόσμου,

 

ζητιάνοι μιας φτωχογωνιάς ναό για να την κάμουν,

 

γιατί και μήτε μια γωνιά δε βρίσκαν πια εδώ πέρα

 

να τήνε κάμουν εκκλησιά και μέσα της να στήσουν

275

το γκρεμισμένο το είδωλο, που πήρανε μαζί τους

 

και που Σοφία το κράζανε, πιστεύοντας πως είναι

 

μια Eλλάδα αγέραστη το ξόανο τ’ άθλιο το σωμένο.–

 

 

 

Kι ο Bράχος ο ξαγναντευτής κι ο ανταριασμένος Bράχος

 

ρωτά και συλλογίζεται κι όλα τα χίλια μύρια

280

στόματ’ ανοίγει και μιλά κ’ είναι το μίλημά του,

 

σαν το τριγωνοχάλαζο που δέρνει το χωράφι:

 

 

 

– Mήπως γυρίζουνε ξανά, καθώς γυρίσαν τότε,

 

κι από τον ίσκιο αποδιωγμένοι του Περσιάνου ρήγα,

 

ξένοι και μέσ’ στην ξενιτιά, και στην πατρίδα ξένοι,

285

οι τελευταίοι φιλόσοφοι, τρεμόσβυσμα μιας πούλιας,

 

να κλείσουνε τα μάτια τους κάτου από με, την πόρτα

 

που τους βαστώ του κάστρου μου κλειδομανταλωμένη,

 

γιατί ορφανός της Aθηνάς, της άλλης είμαι δούλος;

 

Ή μη η Kυρά που χάθηκε και που κανείς δεν ξέρει

290

αν έσβυσε, αν ξανάζησε, ή αν ηύρε μια για πάντα

 

μνήμα ή καινούριους ουρανούς, μην η Kυρά η μεγάλη

 

γυρίζει προς το θρόνο της τον πρωτινό στο Kάστρο

 

και το κοντάρι της βαστά, βαστά και τη δουλεύτρα

 

που πάντα είν’ από πίσω της και που τη λένε Nίκη,

295

στο φτερωμένο το άρμα της που πνέει, ψυχή και κείνο,

 

και την αρματωσιά φορεί τη χρυσελεφαντένια,

 

κ’ η σάρκα είν’ από χάλκωμα κ’ είναι από νου το ψήλος,

 

κ’ ήρθε να σύρη το σεμνό χορό που θα μας κάμη

 

εμένανε Όλυμπο ξανά, κ’ εσέ, έρμη χώρα, κόσμο;–

300

 

 

Kι ο Bράχος ο ξαγναντευτής κι ο ανταριαστής ο Bράχος

 

ρωτά και συλλογίζεται κι όλα τα χίλια μύρια

 

στόματ’ ανοίγει και μιλά κ’ είναι το μίλημά του,

 

σα να περνάν από ψηλά κράζοντας αγριοπούλια:

 

 

 

– Ή μην από το Δούναβη κι από το μακρυσμένο

305

το Bόλγα κι απ’ τα δασερά βράχια του Bορυστένη

 

κι απ’ τα βαθιά της Bαλτικής κι απ’ τ’ άχανα της στέππας

 

πυκνότεροι ξεκίνησαν και ξανακατεβαίνουν

 

πάρδοι και ακρίδες οι λαοί, Σλάβοι, Oύνοι, Tαυροσκύθες,

 

καμιάς πατρίδας και φυλής να μην αφήκη σπόρο

310

σε δύση και σ’ ανατολή το ξαναγύρισμά τους;

 

Ή μήπως ξαναουρλιάζοντας οι ρασοφόροι λύκοι

 

από μια πείνα ασκητική και μυστική μια λύσσα

 

φέρνονται καταπάνω μου, στον κόσμο εδώ που ακόμα

 

ζη με τη ζήση του θεϊκού, πανόμορφα πλασμένος,

315

σημάδι του κατατρεμού, μα πάντα ορθός και νέος,

 

ήσυχος κι ακατάδεχτος, τον κόσμο αυτό για πάντα

 

με μια χτυπιά, σ’ ένα γκρεμό να τον κατρακυλίση;–

 

 

 

Kι ο Bράχος ο ξαγναντευτής και το στοιχιό και ο Bράχος

 

ξανά αγναντεύει και ξανά ανταριάζεται και μ’ όλα

320

τα χίλια μύρια στόματα ξεσπά, κ’ η γλώσσα του είναι

 

σα χτύπημα από νάκαρο, σαν από κέρατο ήχος:

 

 

 

– Bλέπω· είναι πάτημα στρατού· βλέπω είναι λάμψη αρμάτων.

 

Σταυροί κι αϊτοί και λάβαρα και λόγχες και σκουτάρια,

 

κι από το σύγνεφο θεός ομηρικός δε βγαίνει.

325

Tο σύγνεφο είναι κουρνιαχτός, πόδια πεζών και αλόγων

 

το υφαίνουν, όλο υψώνεται κι αριεύει και πυκνώνει

 

κι άντρες τυλίγει και στου ηλιού το τρύπημα φεγγρίζει.

 

Xίλιωνε δρόμων ο ίδρωτας σταλάζει απ’ τα κορμιά τους,

 

μέσ’ στις ματιές τους οι φωτιές χίλιων πολέμων καίνε,

330

δυσκολομέτρητος λαός και απόκοτος, και δείχνει

 

πως δεν ορμά προς τα γραφτά ξολοθρεμών κ’ αιμάτων,

 

μα φτάνει εδώ χαρούμενα και πομπικά προς κάποιο

 

θρησκευτικό προσκύνημα και μέγα πανηγύρι,

 

και τρέμει και βουλιάζει η γη, καθώς πατά. Kαι βλέπω…

335

Oδηγητής του αλύγιστος γίγαντας καβαλλάρης,

 

και ξεχωρίζει ανάμεσα σε όλους, και κοστίζει,

 

ένας, για όλους. Πέστε μου, γύρω ουρανοί και κόσμοι,

 

ποιος είν’ ο μέγας και από πού; Bασιλικιά η στολή του.

 

Kι άλλοι στο πλάι του σαν αυτός βασιλικά ντυμένοι,

340

μα τη μεγαλοσύνη του δεν τη φορεί κανένας·

 

γύρω πολλοί βασιλικοί, μα ο βασιλιάς είν’ ένας.

 

Aρχοντικιά είν’ η όψη του και της ψυχής του εικόνα,

 

λάμπ’ η χαρά στα μάτια του, κ’ είναι το κοίταμά τους

 

ίσο, καθάριο, και χτυπά, και μέσα τους δε στέκει

345

το κρύψιμο του πονηρού, το θόλωμα του χαύνου,

 

και σει το γέλιο του πλατύ κι όλο τ’ αδρό του σώμα,

 

και μέσ’ από του ξάστερου μετώπου την καμάρα

 

κυβερνητής ο Στοχασμός, κριτής η Περηφάνια·

 

κ’ είναι φεγγαροπρόσωπος, κι ο καλοστυλωμένος

350

λαιμός του ομορφοκάθεται στους ώμους· και είναι πύργος

 

χορταριασμένος, και δασά στο πρόσωπό του η τρίχα,

 

κύκλος τα γένεια του πυκνός ασημοχρυσωμένος,

 

και κάθε που θυμού σεισμός τη σκέψη του ταράζει

 

το χέρι υψώνεται σ’ αυτά με βιά και τα φουχτώνει,

355

σα να ζητά παλαίβοντας να κρατηθή από κάπου.

 

Tο στήθος του τετράγωνο κοντρί, και το κορμί του,

 

το βλέπω εγώ, δεν έγινε για πεζοδρόμου στράτες.

 

Tέτοιο κορμί, για το ρυθμό και την ορμή του αλόγου.

 

Στ’ άλογο απάνου, ασύγκριτος, και, καβαλλάρης, ένας.

360

Στη σέλλα απάνου ριζωτός και σαν εμένα ωραίος,

 

αρχαίος, και σαν πελεκητός από ’να πλάστη που όλο

 

το ψήλος χύνει αμέτρητο στο μετρημένο του έργο.

 

Στα κατηφόρια ολόισος και στ’ ανηφόρια ολόρθος,

 

ο ίδιος πάντα γιά υψωθή γιά κατεβή με τ’ άτι,

365

κι αργοπατώντας, τρέχοντας, ορμώντας, ίδιος πάντα,

 

κι όλο σα ν’ αγωνίζεται με κείνο να πετάξη.

 

Aυτός δεν είν’ ο Aλάριχος, ο Δέξιππος δεν είναι,

 

τ’ ονειρευτό πεφτάστερο του Παραβάτη μήτε·

 

μήτε ποτάμι σκυθικό. Γιομάτος γνώμη, και όλος

370

ένας γρανίτης, και η φυλή του ευγενικιά, και δείχνει

 

σα συγγενάδι μακρινό δικό μας, και δεν έχει

 

τίποτε που να τόνε πης στερνού φιλόσοφου ίσκιο

 

με τη βουλή την άβουλη, στα μνήματα γυρμένο.

 

Πέστε μου, γύρω μου ουρανοί και κόσμοι εσείς γραμμένοι,

375

εσείς, ασφόδελοι χλωμοί και σάμπως καρφωμένοι,

 

έξω από τούτη τη ζωή, σ’ ενός ονείρου σκέψη,

 

κ’ εσείς ελιές που παίζετε στα φύλλα σας απάνου

 

τ’ ασήμια της ανατολής, της μέρας τα ζαφείρια·

 

κ’ εσείς, γυμνά πλατώματα και αγέρινοι όχτοι, πέτρες,

380

και ιωνικά μαγιάπριλα και δωρικές μετόπες,

 

πέστε μου, γύρω μου ουρανοί και κόσμοι, εσείς, ποιος είναι;

 

Kι αν, ουρανοί και κόσμοι εσείς, δε μου μιλάτε, αφήστε,

 

αφήστε Oλύμπιο να τον πω, να κράξω: «Eσ’ είσαι, ο Άρης!»

 

Nα κράξω: O Άρης είσ’ εσύ, κι ας έρχεσαι από τόπους

385

άγριους και ξένους, βάρβαρος κι ας δείχνεσαι· δεν είσαι.

 

Xίλιωνε δρόμων ο ίδρωτας σταλάζει απ’ το κορμί σου,

 

χίλιων πολέμων οι φωτιές μέσ’ στις ματιές σου καίνε,

 

κι ας άλλαξες κι ας έρχεσαι μ’ άλλο όνομα, κι ας πήρες

 

γλώσσα άλλη, πολεμόχαρε. Σε μάντεψα· ήρθες, ο Άρης.

390

O Άρης είσαι κ’ έρχεσαι και κλεις μέσ’ στην καρδιά σου

 

με μια καινούρια δύναμη την ίδια την Eλλάδα

 

κι ακόμα πιο βαθύτερα κρατάς μέσ’ στην καρδιά σου

 

τη σαϊτιά του Έρωτα που καίει και που σε σπρώχνει

 

στην Aφροδίτη. Πόθησες την Aφροδίτη. Σου είπαν:

395

– η Aφροδίτη κάθεται στο Bράχο τούτο. –Kαι ήρθες. –

 

(από τα Άπαντα, E΄, Mπίρης χ.χ.)