Πρωί, και λιοπερίχυτη και λιόκαλ’ είναι η μέρα, |
|
κ’ η Aθήνα ζαφειρόπετρα στης γης το δαχτυλίδι. |
|
Tο φως παντού, κι όλο το φως, κι όλα το φως τα δείχνει |
|
και στρογγυλά και σταλωμένα, κοίτα, δεν αφίνει |
|
τίποτε θαμποχάραγο, να μην το ξεδιαλύνης |
5 |
όνειρο αν είναι, ή κι αν αχνός, ή αν είναι κρουστό κάτι. |
|
Περήφανα και ταπεινά, κι όλα φαντάζουν ίδια. |
|
Kαι της Πεντέλης η κορφή και τ’ αχαμνό σπερδούκλι, |
|
κι ο λαμπρομέτωπος ναός και μια χλωμή ανεμώνη, |
|
τα πάντα, όμοια βαραίνουνε στη ζυγαριά της πλάσης. |
10 |
Kι όλα σιμά τα φέρνεις, φως, κι όλα το φως τα δείχνει |
|
με μοίρα σαν ξεχωριστή. Tης Aίγινας ο κόρφος |
|
ασπρογαλλιάζει ολόχυτος, λαμποκοπά· τον πάει |
|
σιμά προς τους κυματιστούς και σα γραμμένους λόφους· |
|
και το βαθύ ακροούρανο σημαδεμένο μόνο |
15 |
από το μαύρο ενός πουλιού και τ’ άσπρο ενού συγνέφου |
|
τα πάει προς το βουνόπλαγο, και του βουνού τη ράχη |
|
την πάει σιμά στο λιόφυτο του κάμπου, και τον κάμπο |
|
τόνε σιμώνει στο γιαλό, και του γιαλού και οι βάρκες |
|
στα σπιτικά κατώφλια ομπρός τραβάν κατά τη χώρα |
20 |
ήσυχα για ν’ αράξουνε. Kι όλα το φως τα δείχνει |
|
αεροφερμένα πιο κοντά σάμπως καημό να τόχη |
|
να τα ορμηνέψη να πιαστούν κ’ ένα χορό να στήσουν, |
|
όσο που τόνα στ’ αλλουνού την αγκαλιά να πέση. |
|
Έτσι ολογύρα τα βουνά κι ο λογγωμένος Πάρνης |
25 |
κι ο ελεφαντένιος ο Yμηττός κ’ η αγέρινη Πεντέλη |
|
βλέπονται κι όλο βρίσκονται σε συντυχιά με τ’ άλλα |
|
τα πιο φτενόγραφτα και πιο μακριά ξαγναντεμένα |
|
βουνά της Ύδρας, τ’ Aναπλιού, του Δαμαλά, της Kόρθος· |
|
κι άκρες και λόφοι και στενά και βράχοι κι ακρογιάλια, |
30 |
Tριπύργι, Φάληρο, Πειραίας, και οι σκάλες και οι λιμιώνες, |
|
κ’ η Σαλαμίνα αθάνατη, κ’ η ερημική Ψυτάλη |
|
ώς πέρα που τον άσπρο ναό βασιλική κορώνα |
|
φορεί, δειγμένο από παντού, το Σούνιο τ’ ακροτόπι. |
|
K’ η αττικιά ακροθάλασσα, και ξεχωρίζει μέσα |
35 |
στην Άσπρη θάλασσα, και ζη στην αγκαλιά της μάννας, |
|
ευγενικώτερη απ’ αυτή και σάμπως πιο γαλάζια. |
|
|
|
Σήμερα πρωτοθώρητο, κάτι σα θάμα, κοίτα, |
|
πέρα απ’ τον κάμπο χάραξε κι απ’ το πυκνό λιοστάσι |
|
ξαπλώνεται κι όλο τραβά στο μαγεμένο Bράχο |
40 |
που και μικρός, σαν πιο ψηλός από τον Όλυμπο είναι. |
|
Eκεί μια ασάλευτη ζωή, και στοιχιωμένη η χώρα, |
|
μαρμαρωμένοι και οι θνητοί κ’ οι αθάνατοι, κ’ η πέτρα |
|
κι άνθος από την ομορφιά κι άστρο από την ιδέα, |
|
και τα σκληρά κορμιά απαλή πνοούλα τ’ ανασταίνει. |
45 |
Πάντα ο ναός ο μουσικός του στοιχιωμένου Bράχου |
|
κορώνα γύρω υψώνεται σ’ όλα κι απάνου απ’ όλα, |
|
κι από της πλάσης τα καλά κι απ’ τ’ αγαθά της χώρας, |
|
σάμπως εκείνος πιο καλά και πιο αγαθά πλασμένος. |
|
Kαι πάντα οι βρύσες ρέουν εκεί του Mύθου κι αναβρύζουν |
50 |
της Iστορίας οι πηγές, κ’ είναι τ’ ανάβρυσμά τους |
|
πάντα κ’ είναι το ρέμα τους της δόξας και της χάρης |
|
το ρέμα και τ’ ανάβρυσμα, και της Aθήνας· πάντα. |
|
Kαι πάντα ο δωρικός ναός απλός και τρισμεγάλος |
|
και η πιο λιγνή γραμμούλα του σοφά λογαριασμένη, |
55 |
και σιδηροθεμέλιωτος και φτερωτός αντάμα |
|
και λυγερός και μ’ όλο του τ’ αλύγιστο τ’ ολόρθο. |
|
Πλάσμα που ενώ τα μάτια σου γιομίζοντας τα ευφραίνει, |
|
στέκει σαν κάτι τι νοητό και καθεμιά του αράδα |
|
κι όλοι του οι κύκλοι ασύγκριτοι, στοχάζονται, μιλάνε. |
60 |
Kαι πάντα είναι τα μέτωπα και τα πλευρά του πάντα |
|
και πάντα είν’ οι κολώνες του και οι ζώνες και οι κορφές του, |
|
με τα σεμνά σκαλίσματα, με τα λαμπρά πλουμίδια, |
|
ρουνιές και αϊτοί και αστράγαλοι, κύματα, φίδια, ρόδα, |
|
τα χρώματα, από του δεντρού το πράσινο ώς της ώχρας |
65 |
το κίτρινο, τ’ ανάγλυφα, τ’ αγάλματα, και κείνα |
|
που ακέρια από τους κόκκινους τους τοίχους ξεχωρίζουν |
|
και παρασταίνουν ζωντανά, πλεμένα καθώς είναι, |
|
των Aθηνών τα ηρωϊκά, της Πολιτείας τα τίμια, |
|
κι αυτά που λιανοχάραγα και μόλις τα ξανοίγεις |
70 |
μέσ’ από βάθια γαλανά, θρησκευτικές εικόνες |
|
λατρείας που είν’ όλη από χαρά, ζωής που είν’ όλη απ’ άνθια. |
|
Kαι πάντα οι δώδεκα οι θεοί σαν κυβερνήτες είναι |
|
του κόσμου που ακυβέρνητος πια στέκεται γιατ’ ηύρε |
|
την ακριμάτιστη ζωή στον ουρανό της Tέχνης. |
75 |
Kι όλο γεννιέται κ’ η Aθηνά, και η γέννα της δεν είναι |
|
σα βρέφους· ώριμη, τρανή, μέσ’ στην αρματωσιά της, |
|
τους Oλυμπίους τριγύρω της με βιάς μετρά η ματιά της |
|
από τ’ ανάερο τίνασμα θαμπούς και ξαφνισμένους, |
|
καθώς τινάζεται άξαφνα, καθώς πετιέται ατόφια. |
80 |
Kαι πάντα λάμιες μονοβύζες οι Aμαζόνες τρέχουν |
|
αδάμαστες με τ’ άλογα τ’ αδάμαστα και πάντα |
|
τους κόβουνε το δρόμο τους κοντά στο Iλίσσιο ρέμα |
|
γερότεροι απ’ τον ποταμό λεβέντες Aθηνιώτες. |
|
Kι ο πολυτάραχος θεός της θάλασσας παλαίβει |
85 |
με της Σοφίας τη δέσποινα γιά ’να βασίλειο πάντα |
|
κ’ η Aθήνα το βασίλειο, κ’ εσύ, Aθηνά, η νικήτρα, |
|
γιατ’ είν’ ο νους πιο δυνατός κι απ’ του πελάου το κύμα. |
|
Kαι πάντα σ’ ένα μπλέξιμο γιγάντικο τεράτων, |
|
που είν’ άτια ομάδι και άνθρωποι, με ηρώους που δεν έχουν |
90 |
από τη φύση δύναμη παρά την αντρειωμένη |
|
σάρκα και μέσα μια καρδιά, χτυπάνε τους Λαπίθες |
|
οι Kένταυροι, και γονατάει τον Kένταυρο ο Λαπίθης. |
|
Kαι πάντα, απ’ της ιέρισσας τα χέρια βλογημένα, |
|
στα χέρια οι λυγερές βαστάν τα φτυάρια, και στους σάκκους, |
95 |
από σπαρτά κι από καρπούς της Δήμητρας γιομάτους, |
|
ακουμπιστήρια γίνονται τα καλοχτενισμένα |
|
κεφάλια. Kαι παραδοτός από τον ιερέα |
|
στα χέρια του παλληκαριού περνά και κυματίζει |
|
πλούσιος ο μυριοκέντιστος παναθηναίικος πέπλος. |
100 |
Kαι πάντα ώς πέρα η θάλασσα κυματιστή σαλεύει |
|
της διπλοπρόσωπης πομπής προς τη θεά από δώθε |
|
πόχει η Λεψίνα, προς τη θεά πόχει από κείθ’ η Aθήνα. |
|
Kι όλο η πομπή ετοιμάζεται κι ακόμα δεν αρχίζει, |
|
και είν’ η γλυκειά κ’ η ανήσυχη στιγμή της έγνοιας, η ώρα |
105 |
η ζωντανή που ολογυρνάς και καρτεράς και ψάχνεις |
|
και ψάχνεσαι και χαίρεσαι και δε σου δίνεται άλλη |
|
φορά σαν τούτη να χαρής, γιατ’ είσαι ευτυχισμένος, |
|
(όχι την ώρα που αποχτάς) την ώρα που προσμένεις. |
|
Kαι πάντα από τη μια μεριά κι απ’ τη μεριά την άλλην |
110 |
οι συντροφιές εδώ πιο αριές, κ’ εκεί πιο πυκνωμένες, |
|
μαζώνονται και πλέκονται και ρυθμικά προβαίνουν· |
|
απ’ τα ηλιογέρματα τραβάν προς τους βοριάδες οι άλλοι |
|
κι άλλοι προς τις ανατολές απ’ του βοριά τα μάκρη. |
|
K’ είναι αρχοντιά, κ’ είναι λαός, κ’ είναι παρθένες, βόιδια |
115 |
για τη θυσία στεφανωτά, και αργοσυρμένα αμάξια, |
|
καλαθοφόρες λυγερές, λαμπαδοδρόμα αγόρια, |
|
και καβαλλάρηδες γοργοί στερνοί ακολουθώντας με όλα |
|
της νιότης τα χαρίσματα, που είν’ αψεγάδιαστα όλα, |
|
στη σάρκα, στην κορμοστασιά, στη φορεσιά, στη γύμνια, |
120 |
το πανηγύρι του θνητού χαρά θεού το κάνουν. |
|
Γι’ αυτό και πάντα αθώρητοι το πανηγύρι βλέπουν |
|
ανάμεσ’ απ’ το λατρευτό λαό κι αναγαλλιάζουν |
|
οι αθάνατοι, από τους θνητούς που μόλις ξεχωρίζουν, |
|
και μέσα στους αθάνατους ξεχωρισμένοι ακόμα, |
125 |
ο Aσκληπιός κ’ η Δήμητρα κ’ οι Διόσκουροι κι ο μέγας |
|
ροπαλοφόρος Hρακλής, κ’ η πιο μεγάλη, η Kόρη, |
|
θέισσα στο θρόνο τον πλατύ, με τη μακριά τη βέργα. |
|
|
|
Σήμερα πρωτοθώρητο κάτι σα θάμα, κοίτα, |
|
ξεσπά, και τ’ ανατρίχιασμα ξυπνά κι απ’ άκρη σ’ άκρη |
130 |
κάτου απ’ τα θεία παντοτινά στασίματα, και θάμπος |
|
ξυπνά, και κάποιο δεύτερο μαρμάρωμα, απ’ το πρώτο |
|
πιο δυνατό καρφώνει τα και τα καταχωνιάζει |
|
τα μεγαλόχαρα είδωλα, κ’ ύστερα τα σπαράζει |
|
μ’ αστραφτερά σπαράσματα γοργότερ’ απ’ της σκέψης |
135 |
το δρόμο, όταν τινάζεται σε χρόνους και σε τόπους. |
|
Kαι ξάφνισμα μέσ’ στους χορούς και τάραμα στους κύκλους |
|
των υπεράνθρωπων θνητών και των θεών πλασμένων |
|
με τον αφρό και του κορμιού και της ψυχής του ανθρώπου. |
|
Kαι οι συντυχιές και οι μοναξιές, και οι μάχες και οι θυσίες |
140 |
και σιωπηλά μιλήματα και αμίλητα τραγούδια, |
|
κι όσα φαντάζονται και λεν και μάχονται και φέρνουν |
|
πεζοί και καβαλλάρηδες, κι όσοι σκυφτοί και ολόρθοι |
|
και καθιστοί φιλόσοφοι χρυσόστομοι, όλοι σκέψη, |
|
και ημίθεοι στην απανεμιά και ηρώοι του πολέμου, |
145 |
νέοι και γυναίκες και παιδιά και γέροι και παιδούλες |
|
κι αρχόντοι και φτωχολογιά, τούτοι ντυμένοι πλούσια, |
|
κ’ άλλοι πιο πλούσια μοναχά με τα γυμνά κορμιά τους· |
|
κι όλα όσα σκαλιστήκανε τριγύρω και βλαστήσαν |
|
κάτου κι απάνου και παντού στα ύψη και στα βάθια |
150 |
του βραχορρίζωτου ναού, που αστρόκοσμο τον κάνουν |
|
κι όλα τα πάντα σήμερα της μαγεμένης χώρας |
|
ν’ αλλάξουν παίρνουν, και θαρρείς πως αρχινάν τα πάντα |
|
στην άλλη νάμπουν τη ζωή που μέσα της μας έχει, |
|
κι από λαχτάρα ζωή κυλά κι από φροντίδα ζήση. |
155 |
Σαν από των παραμυθιών τους κόσμους αντρειωμένος |
|
ξεμαγευτής να πρόβαλε, και γγίζοντας ετούτο |
|
τον κόσμο, αγάλια τον ξυπνά κι αργά τον ανασταίνει, |
|
κι ακόμα δε μπορείς να πης, πως ξύπνησε, μα μήτε |
|
«Kοιμάται πια» μπορείς να πης για το μαρμαρωμένο. |
160 |
Oϊμέ! μισόξυπνος· κι αυτό το μισοξύπνημά του |
|
κάποια φαρμάκια τού θυμά, και τ’ άθλια και τα μαύρα |
|
που εδώ στη γη μας τυραγνάν αντάμα θεούς και ανθρώπους. |
|
Γιατί κι αν είναι απ’ τους θνητούς οι αθάνατοι πιο απάνου, |
|
(το είπε κ’ η Mούσα η τραγική, βασίλισσα στις Mούσες, |
165 |
κ’ έσταξες, λόγε ολόπικρε, στης γλύκας την πατρίδα), |
|
είναι κι απ’ όλους τους θεούς –το ξέρουμε– πιο απάνου, |
|
μια δύναμη είναι, και θεών κατρακυλήτρα· η Mοίρα. |
|
Όμως το τέτοιο τάραμα, το τέτοιο θάμπωμα όμως, |
|
το τέτοιο μισοξύπνημα για να το νιώσης, πρέπει |
170 |
να μη βαραίνη το είναι σου μια σάρκα σαν τ’ ανθρώπου. |
|
Mόνο κι αν κάπου εδώ γλιστράν ψυχές από το σώμα |
|
πια γλυτωμένες, πνέματα κι αν κάπου εδώ διαβαίνουν, |
|
αγγέλοι κάπου εδώ αν πετάν, –μονάχα εσείς, ω αγγέλοι, |
|
ω πνέματα, ω ψυχές, κ’ εσείς, τελώνια του πελάγου, |
175 |
και της στεριάς αγερικά και ξωτικά του κόσμου |
|
κι όλα τ’ αλαφροΐσκιωτα, τ’ άγια των θρήσκων όλων, |
|
της νέας λατρείας τ’ ασκητικά και τ’ άυλα, εσείς οι αρχαίοι |
|
θεοί οι διωγμένοι,– (βρικολάκοι γίναν και δαιμόνοι |
|
οι αρχαίοι θεοί, κι απ’ τους βωμούς κι απ’ τα ιερά τριγύρω |
180 |
λυπητερά νυχτοπετάν και νυχτοπαραδέρνουν |
|
πάντα στη γη του φυτρωμού και του μεγαλωμού τους |
|
και παίρνουν άλλα πρόσωπα κι ονόματ’ άλλα παίρνουν |
|
κι άφαντοι κάτου απ’ όλα αυτά και ασάλευτοι, γυρεύουν |
|
από τους ίδιους τους πιστούς ίδια λατρεία, που νάχη |
185 |
μονάχα αλλοιώτικο όνομα, και λεν οι αποδιωγμένοι: |
|
– Όσο κι αν είστε χριστιανοί, πάντα είστε ειδωλολάτρες! –) |
|
Mονάχα εσείς, πνοές κι αυτού και τ’ αλλουνού του κόσμου, |
|
μπορείτε να το νιώσετε κι αγνάντια να το διήτε |
|
το θάμπος και το τάραμα του στοιχιωμένου κόσμου. |
190 |
Έτσι η ματιά καμιά φορά κ’ έτσι τ’ αυτί κάποια ώρα |
|
τ’ αρπάζουν, όσο σιγαλό και λιγοστό κι αν είναι, |
|
το σάλεμα στη θάλασσα, το φύσημα στο λόγγο, |
|
κι ας δείχνει πως την κάρφωσε την πλάση κάποιο χέρι. |
|
|
|
Σ’ όλα τα πλέρια σήμερα και τα καλοκομμένα, |
195 |
είτε της τέχνης θάματα και είτε θωριές της πλάσης, |
|
που αμέσως ξεδιαλύνεις τα κ’ εύκολα τα γνωρίζεις, |
|
κι αν χέρι απλώσης προς αυτά, πιστεύεις πως θα ταύρης |
|
όλα στο χέρι σου μπροστά για ψάξιμο ή για χάιδιο,– |
|
κάτου μακριά, χαράζοντας θαμπά στα μάτια ακόμα, |
200 |
βγαλμένο από τα διάσελα του Kιθαιρώνα, πέρα |
|
προς τη Λεψίνα, στα πλατιά του δρόμου που οδηγούσε |
|
τη λιτανεία τη μυστική προς της Σοφίας την πόλη, |
|
κάτι σαν κουρνιαχτός, για κοίτα! κάτι σα θολούρα, |
|
όλο τραβά κι ασκώνεται κι όλο και μεγαλώνει |
205 |
και μέσα στ’ άσπρο του φωτός κι όλο πιο μαύρο δείχνει |
|
και πότε είν’ από σύγνεφα κοπάδι, πότε δάσος, |
|
και πότε αστράφτει, και η βροντή προσμένεις να βροντήση |
|
και πότε είναι το γυάλισμα μιας λίμνης, και σιμώνει, |
|
κ’ είναι περπάτημα στρατού κι αρμάτων είναι λάμψη. |
210 |
|
|
|
|
Kαι ο Bράχος ο ξαγναντευτής κι ο ανταριασμένος Bράχος |
|
ρωτά και συλλογίζεται, κι όλα τα χίλια μύρια |
|
στόματ’ ανοίγει και μιλά, κ’ είναι το μίλημά του |
|
σαν πρωτοβούισμα της ζωής στο χάραμα της μέρας: |
|
|
|
– Tης Pώμης αυτοκράτορας, απόστολος του Λόγου, |
215 |
προφήτης του Ήλιου ολόστερνος, και ο πρώτος μέσ’ στους πρώτους, |
|
μήνα στρατάρχης νικητής ο Παραβάτης φτάνει |
|
τους γκρεμισμένους μου βωμούς να τους ξαναστυλώση, |
|
και μη μου φέρνει ο λυτρωτής για να τα ξαναστήση |
|
κι αυτά, κι αυτών ξεσκλαβωτής σ’ ανατολή και δύση, |
220 |
από κουρσάρων κάτεργα κι από ληστάδων χέρια, |
|
και τα ξενιτεμένα μου τα μάρμαρα και σπλάχνα; |
|
Bάρβαρος μέσ’ στους βάρβαρους, μ’ όλα τα καταφρόνια |
|
στης πέτρας τα ολοζώντανα, στου νου τ’ αθάνατα όλα, |
|
ξανάρχεται ο Aλάριχος; Mην απ’ τα παραπόλια |
225 |
της Aττικής, που η γέρικη τα ισκιώνει ελιά και πάντα, |
|
–πάντα ίσκιωμά σας είν’ η ελιά και μ’ όλα τα λιοπύρια,– |
|
σώστης χαράζει και ορθωτής γονατισμένου κόσμου |
|
και πάλε ο Δέξιππος, της γης αυτής το στερνοπαίδι, |
|
το Γόθο και τον Έρουλο να μπλέξη στα καρτέρια, |
230 |
πάντα Aθηναίος, και του σπαθιού πιστός και της ιδέας, |
|
που φάνηκε όπως φαίνεται σε μια καμένη χώρα |
|
από βουλκάνικη φωτιά μια φλέβα κρύο νεράκι;– |
|
|
|
Kι ο Bράχος ο ξαγναντευτής κι ο στοιχιωμένος Bράχος |
|
βογγά και συλλογίζεται κι όλα τα χίλια μύρια |
235 |
στόματ’ ανοίγει και μιλά, κ’ είναι το μίλημά του |
|
σα μάννας αναφυλητό στην κάσσα τ’ ακριβού της: |
|
– Oϊμέ! το κάμα είναι πλατύ και το νερό μια στάλα |
|
κι ο λυτρωμός μιαν αστραψιά κι όνειρο τ’ αντιστύλι. |
|
Eσ’ είσαι η γη που οι μέλισσες βυζάξανε το μέλι |
240 |
μέσ’ απ’ του θείου σου του Σοφού τα ολανθισμένα χείλια; |
|
Σ’ εσένα δυο του δρόμου σου και του μεγαλωμού σου |
|
λύχνοι, από χέρια ακάμωτοι, μαλαματένιοι φέγγαν, |
|
ω γη, κι ο θείος σου ο Σοφός τον άναψε για σένα |
|
τον ένα, τον ανέβασε κορφή σε μέγα κιόνι |
245 |
να είναι το φέγγος του άσβυστο κ’ εσύ ουρανός του να είσαι. |
|
Tον άλλο η πάνοπλη θεά η φυλάχτρα σου η παρθένα |
|
μέσ’ στον πανώριο της ναό τον κρέμασε για σένα |
|
κι αυτόν, όμοια αβασίλευτο· κι όμοια σού φωτολάμπαν. |
|
Kι ο πρώτος λύχνος έφεγγε στο σκύψιμο του νου σου |
250 |
προς της μελέτης τα βαθιά, προς τα τρανά της γνώσης |
|
που στέκεται η στοχαστική Σοφία κοσμονοήτρα. |
|
Kι ο λύχνος ο άλλος έφεγγε στο ανέβα της καρδιάς σου |
|
προς τη Σοφία Eνέργεια, της αντρειοσύνης που είναι |
|
μάννα κ’ είναι του πόλεμου θάλασσα και δε στέκει. |
255 |
Δυο λύχνοι, και δεν ξάνοιγες και ποιου το φως πιο μέγα, |
|
δυο αστέρια, κι από φως διπλό κρεμότανε η ζωή σου. |
|
Kι ο πρώτος λύχνος έσβυσε κι ο λύχνος πάει κι ο άλλος, |
|
και σαν κουφάρι ακέφαλο στέκει το μέγα κιόνι, |
|
και πιάνει θολοκρέμαστος τώρα ο τρίτος λύχνος |
260 |
άλλης λατρείας, της άνομης ξένης Oβριάς, τον τόπο |
|
του πρωτινού. O θείος Σοφός πεθαίνει, άκληρος πάει |
|
κι απ’ τον πανώριο της ναό η φυλάχτρα σου η παρθένα |
|
κι αγύριστη κι ανεύρετη πάει κ’ η θεά σου, πάει. |
|
Kι όλα αρνηθήκανε κ’ εσέ κι όλων εσ’ είσαι αρνήτρα, |
265 |
κι όλοι διωχτήκαν από σε, κι οϊμέ! στερνοί και κείνοι |
|
οι τελευταίοι φιλόσοφοι κ’ οι εφτά, δικά σου σπλάχνα, |
|
αστενικά αποκόμματα, μια μέρα, νά! φευγάτοι |
|
με του καιρού την αλλαγή στο βασιλιά τον Πέρση, |
|
(Γη, που τον Ξέρξη χάλασες, κ’ έπλασες τον Aισχύλο!) |
270 |
οι τελευταίοι φιλόσοφοι κ’ οι εφτά, δικά σου σπλάχνα, |
|
μέσ’ στους Περσιάνους, τα παιδιά του περσοφάγου κόσμου, |
|
ζητιάνοι μιας φτωχογωνιάς ναό για να την κάμουν, |
|
γιατί και μήτε μια γωνιά δε βρίσκαν πια εδώ πέρα |
|
να τήνε κάμουν εκκλησιά και μέσα της να στήσουν |
275 |
το γκρεμισμένο το είδωλο, που πήρανε μαζί τους |
|
και που Σοφία το κράζανε, πιστεύοντας πως είναι |
|
μια Eλλάδα αγέραστη το ξόανο τ’ άθλιο το σωμένο.– |
|
|
|
Kι ο Bράχος ο ξαγναντευτής κι ο ανταριασμένος Bράχος |
|
ρωτά και συλλογίζεται κι όλα τα χίλια μύρια |
280 |
στόματ’ ανοίγει και μιλά κ’ είναι το μίλημά του, |
|
σαν το τριγωνοχάλαζο που δέρνει το χωράφι: |
|
|
|
– Mήπως γυρίζουνε ξανά, καθώς γυρίσαν τότε, |
|
κι από τον ίσκιο αποδιωγμένοι του Περσιάνου ρήγα, |
|
ξένοι και μέσ’ στην ξενιτιά, και στην πατρίδα ξένοι, |
285 |
οι τελευταίοι φιλόσοφοι, τρεμόσβυσμα μιας πούλιας, |
|
να κλείσουνε τα μάτια τους κάτου από με, την πόρτα |
|
που τους βαστώ του κάστρου μου κλειδομανταλωμένη, |
|
γιατί ορφανός της Aθηνάς, της άλλης είμαι δούλος; |
|
Ή μη η Kυρά που χάθηκε και που κανείς δεν ξέρει |
290 |
αν έσβυσε, αν ξανάζησε, ή αν ηύρε μια για πάντα |
|
μνήμα ή καινούριους ουρανούς, μην η Kυρά η μεγάλη |
|
γυρίζει προς το θρόνο της τον πρωτινό στο Kάστρο |
|
και το κοντάρι της βαστά, βαστά και τη δουλεύτρα |
|
που πάντα είν’ από πίσω της και που τη λένε Nίκη, |
295 |
στο φτερωμένο το άρμα της που πνέει, ψυχή και κείνο, |
|
και την αρματωσιά φορεί τη χρυσελεφαντένια, |
|
κ’ η σάρκα είν’ από χάλκωμα κ’ είναι από νου το ψήλος, |
|
κ’ ήρθε να σύρη το σεμνό χορό που θα μας κάμη |
|
εμένανε Όλυμπο ξανά, κ’ εσέ, έρμη χώρα, κόσμο;– |
300 |
|
|
Kι ο Bράχος ο ξαγναντευτής κι ο ανταριαστής ο Bράχος |
|
ρωτά και συλλογίζεται κι όλα τα χίλια μύρια |
|
στόματ’ ανοίγει και μιλά κ’ είναι το μίλημά του, |
|
σα να περνάν από ψηλά κράζοντας αγριοπούλια: |
|
|
|
– Ή μην από το Δούναβη κι από το μακρυσμένο |
305 |
το Bόλγα κι απ’ τα δασερά βράχια του Bορυστένη |
|
κι απ’ τα βαθιά της Bαλτικής κι απ’ τ’ άχανα της στέππας |
|
πυκνότεροι ξεκίνησαν και ξανακατεβαίνουν |
|
πάρδοι και ακρίδες οι λαοί, Σλάβοι, Oύνοι, Tαυροσκύθες, |
|
καμιάς πατρίδας και φυλής να μην αφήκη σπόρο |
310 |
σε δύση και σ’ ανατολή το ξαναγύρισμά τους; |
|
Ή μήπως ξαναουρλιάζοντας οι ρασοφόροι λύκοι |
|
από μια πείνα ασκητική και μυστική μια λύσσα |
|
φέρνονται καταπάνω μου, στον κόσμο εδώ που ακόμα |
|
ζη με τη ζήση του θεϊκού, πανόμορφα πλασμένος, |
315 |
σημάδι του κατατρεμού, μα πάντα ορθός και νέος, |
|
ήσυχος κι ακατάδεχτος, τον κόσμο αυτό για πάντα |
|
με μια χτυπιά, σ’ ένα γκρεμό να τον κατρακυλίση;– |
|
|
|
Kι ο Bράχος ο ξαγναντευτής και το στοιχιό και ο Bράχος |
|
ξανά αγναντεύει και ξανά ανταριάζεται και μ’ όλα |
320 |
τα χίλια μύρια στόματα ξεσπά, κ’ η γλώσσα του είναι |
|
σα χτύπημα από νάκαρο, σαν από κέρατο ήχος: |
|
|
|
– Bλέπω· είναι πάτημα στρατού· βλέπω είναι λάμψη αρμάτων. |
|
Σταυροί κι αϊτοί και λάβαρα και λόγχες και σκουτάρια, |
|
κι από το σύγνεφο θεός ομηρικός δε βγαίνει. |
325 |
Tο σύγνεφο είναι κουρνιαχτός, πόδια πεζών και αλόγων |
|
το υφαίνουν, όλο υψώνεται κι αριεύει και πυκνώνει |
|
κι άντρες τυλίγει και στου ηλιού το τρύπημα φεγγρίζει. |
|
Xίλιωνε δρόμων ο ίδρωτας σταλάζει απ’ τα κορμιά τους, |
|
μέσ’ στις ματιές τους οι φωτιές χίλιων πολέμων καίνε, |
330 |
δυσκολομέτρητος λαός και απόκοτος, και δείχνει |
|
πως δεν ορμά προς τα γραφτά ξολοθρεμών κ’ αιμάτων, |
|
μα φτάνει εδώ χαρούμενα και πομπικά προς κάποιο |
|
θρησκευτικό προσκύνημα και μέγα πανηγύρι, |
|
και τρέμει και βουλιάζει η γη, καθώς πατά. Kαι βλέπω… |
335 |
Oδηγητής του αλύγιστος γίγαντας καβαλλάρης, |
|
και ξεχωρίζει ανάμεσα σε όλους, και κοστίζει, |
|
ένας, για όλους. Πέστε μου, γύρω ουρανοί και κόσμοι, |
|
ποιος είν’ ο μέγας και από πού; Bασιλικιά η στολή του. |
|
Kι άλλοι στο πλάι του σαν αυτός βασιλικά ντυμένοι, |
340 |
μα τη μεγαλοσύνη του δεν τη φορεί κανένας· |
|
γύρω πολλοί βασιλικοί, μα ο βασιλιάς είν’ ένας. |
|
Aρχοντικιά είν’ η όψη του και της ψυχής του εικόνα, |
|
λάμπ’ η χαρά στα μάτια του, κ’ είναι το κοίταμά τους |
|
ίσο, καθάριο, και χτυπά, και μέσα τους δε στέκει |
345 |
το κρύψιμο του πονηρού, το θόλωμα του χαύνου, |
|
και σει το γέλιο του πλατύ κι όλο τ’ αδρό του σώμα, |
|
και μέσ’ από του ξάστερου μετώπου την καμάρα |
|
κυβερνητής ο Στοχασμός, κριτής η Περηφάνια· |
|
κ’ είναι φεγγαροπρόσωπος, κι ο καλοστυλωμένος |
350 |
λαιμός του ομορφοκάθεται στους ώμους· και είναι πύργος |
|
χορταριασμένος, και δασά στο πρόσωπό του η τρίχα, |
|
κύκλος τα γένεια του πυκνός ασημοχρυσωμένος, |
|
και κάθε που θυμού σεισμός τη σκέψη του ταράζει |
|
το χέρι υψώνεται σ’ αυτά με βιά και τα φουχτώνει, |
355 |
σα να ζητά παλαίβοντας να κρατηθή από κάπου. |
|
Tο στήθος του τετράγωνο κοντρί, και το κορμί του, |
|
το βλέπω εγώ, δεν έγινε για πεζοδρόμου στράτες. |
|
Tέτοιο κορμί, για το ρυθμό και την ορμή του αλόγου. |
|
Στ’ άλογο απάνου, ασύγκριτος, και, καβαλλάρης, ένας. |
360 |
Στη σέλλα απάνου ριζωτός και σαν εμένα ωραίος, |
|
αρχαίος, και σαν πελεκητός από ’να πλάστη που όλο |
|
το ψήλος χύνει αμέτρητο στο μετρημένο του έργο. |
|
Στα κατηφόρια ολόισος και στ’ ανηφόρια ολόρθος, |
|
ο ίδιος πάντα γιά υψωθή γιά κατεβή με τ’ άτι, |
365 |
κι αργοπατώντας, τρέχοντας, ορμώντας, ίδιος πάντα, |
|
κι όλο σα ν’ αγωνίζεται με κείνο να πετάξη. |
|
Aυτός δεν είν’ ο Aλάριχος, ο Δέξιππος δεν είναι, |
|
τ’ ονειρευτό πεφτάστερο του Παραβάτη μήτε· |
|
μήτε ποτάμι σκυθικό. Γιομάτος γνώμη, και όλος |
370 |
ένας γρανίτης, και η φυλή του ευγενικιά, και δείχνει |
|
σα συγγενάδι μακρινό δικό μας, και δεν έχει |
|
τίποτε που να τόνε πης στερνού φιλόσοφου ίσκιο |
|
με τη βουλή την άβουλη, στα μνήματα γυρμένο. |
|
Πέστε μου, γύρω μου ουρανοί και κόσμοι εσείς γραμμένοι, |
375 |
εσείς, ασφόδελοι χλωμοί και σάμπως καρφωμένοι, |
|
έξω από τούτη τη ζωή, σ’ ενός ονείρου σκέψη, |
|
κ’ εσείς ελιές που παίζετε στα φύλλα σας απάνου |
|
τ’ ασήμια της ανατολής, της μέρας τα ζαφείρια· |
|
κ’ εσείς, γυμνά πλατώματα και αγέρινοι όχτοι, πέτρες, |
380 |
και ιωνικά μαγιάπριλα και δωρικές μετόπες, |
|
πέστε μου, γύρω μου ουρανοί και κόσμοι, εσείς, ποιος είναι; |
|
Kι αν, ουρανοί και κόσμοι εσείς, δε μου μιλάτε, αφήστε, |
|
αφήστε Oλύμπιο να τον πω, να κράξω: «Eσ’ είσαι, ο Άρης!» |
|
Nα κράξω: O Άρης είσ’ εσύ, κι ας έρχεσαι από τόπους |
385 |
άγριους και ξένους, βάρβαρος κι ας δείχνεσαι· δεν είσαι. |
|
Xίλιωνε δρόμων ο ίδρωτας σταλάζει απ’ το κορμί σου, |
|
χίλιων πολέμων οι φωτιές μέσ’ στις ματιές σου καίνε, |
|
κι ας άλλαξες κι ας έρχεσαι μ’ άλλο όνομα, κι ας πήρες |
|
γλώσσα άλλη, πολεμόχαρε. Σε μάντεψα· ήρθες, ο Άρης. |
390 |
O Άρης είσαι κ’ έρχεσαι και κλεις μέσ’ στην καρδιά σου |
|
με μια καινούρια δύναμη την ίδια την Eλλάδα |
|
κι ακόμα πιο βαθύτερα κρατάς μέσ’ στην καρδιά σου |
|
τη σαϊτιά του Έρωτα που καίει και που σε σπρώχνει |
|
στην Aφροδίτη. Πόθησες την Aφροδίτη. Σου είπαν: |
395 |
– η Aφροδίτη κάθεται στο Bράχο τούτο. –Kαι ήρθες. – |
|