Μπήκε και ο Δεκέμβρης. Ο καιρός έξω φριχτός. Παγωμένη βροχή και πού να ξεμυτίσης. Στις χειρότερες ημέρες του τόπου μας δεν είδα τέτοιο πράγμα. Στα ψηλώματα το χιόνι πέφτει συνέχεια. Το καταλαβαίνω απ’ την πηχτή ξεχωριστή θολούρα που τα σκεπάζει. Πώς θα βγη πέρα αυτός ο χειμώνας; Πώς μπορεί να μείνη άνθρωπος εκεί απάνου στις γραμμές; Ούτε ξέρω. Κοντά στην ώρα με φωνάζουν να πάμε για προμήθειες του λόχου. Σώθηκαν σήμερα. Θα πάμε λέει σ’ ένα κοντινό χωριό 5 χιλιόμετρα απ’ εδώ απ’ την Σοβλιά (Σοβλιά είναι το χωριό εδώ που μένουμε), στο Πύργιο όπου πρέπει να βρίσκεται ο εφοδιασμός. Τραβήξαμε λοιπόν με τα κάρρα και στον δρόμο, βάστα ψυχή μου, βάστα. Φτάσαμε στο χωριό. Στρατός πολύς απ’ εδώ κι’ απ’ εκεί. Απ’ το βουνό κατεβαίνουν μεταγωγικά για προμήθειες της γραμμής. Οι στρατιώτες, τα ζώα, είναι χιονισμένα. Ψάξαμε να βρούμε το Κέντρο. Άδικος κόπος. Δεν υπήρχε. Μαθαίνουμε ότι μπορεί νάναι στο πιο πέρα χωριό. Προχωρούμε με δυσκολία προς τα εκεί κολλώντας συνεχώς στις λάσπες που έχουν πολτοποιηθή απ’ τα πολλά πατήματα. Στον δρόμο συναντούμε τα μεταγωγικά του εφοδιασμού του 17ου Λόχου (αυτός και ο δικός μας 17β κάνουν το Τάγμα μας των Διαβιβάσεων). Παίρνουμε την πληροφορία ότι ναι μεν το κέντρον εφοδιασμού Μεραρχίας μας ευρίσκεται στο χωριό που πηγαίνουμε, όμως τίποτε δεν υπάρχει να πάρουμε. Τα τρόφιμα κ.λπ. λέει καθυστερούν διότι ο δρόμος των μεταφορών προς την Φλ. διεκόπη απ’ τα χιόνια. Πίσω λοιπόν άδειοι.
Πιο πέρα σ’ ένα σημείο προφτάνουμε μια συνοδεία αιχμαλώτων. Καμμιά εικοσαριά Ιταλοί στη γραμμή. Συφοριασμένοι, άπλυτοι, πανάθλιοι. Τους προσέχω και λυπάμαι βαθειά το κατάντημά τους. Ίσως, ποιος ξέρει πώς θα γίνουμε κι’ εμείς. Στη φάτσα τους είναι χυμένη μια έκφραση ύστατης οδύνης. Με όλα τους παρακαλούν και ικετεύουν. Μοιράζω σ’ αυτούς όσα τσιγάρα έχω. Μένουν ευχαριστημένοι και στα χείλη τους σκάει ένα πικρόγελο. Το ξέρετε το πικρόγελο. Δεν νομίζω να κρύβουν μίσος μέσα τους.
Προς στιγμήν είπαμε να τους βάλουμε στο κάρρο να ξεκουραστούν. Τους έφερναν από μακρυά. Δεν χώνεψα ένα στρατιώτη μας που προσπαθούσε ν’ αφαιρέση από έναν αιχμάλωτο τη χλαίνη του. Τι κακό κι’ αυτό!
Τους ανεβάσαμε στο κάρρο. Σε μια στιγμή όμως ακούω ένα δυνατό «κρακ». Το τελευταίο κάρρο μας έσπασε απ’ το βάρος. Οι Ιταλοί και εδώ άτυχοι. Κατ’ ανάγκη αδειάσαμε και τους άλλους.
Μια πρώτης τάξεως στ’ αλήθεια φασουλάδα μας περίμενε φυλαγμένη. Ήταν τρεις η ώρα. Πεινούσα και έφαγα με βουλιμία. Ύστερα ώς το βραδάκι με γερή φωτιά έκατσα στο μισοσκόταδο του καλυβιού εδώ και συμπλήρωσα τα σημειώματα τούτα εδώ. Και τι δεν θυμήθηκα και τι δεν σκέφτηκα. Πολλές φορές με πήραν τα δάκρυα.
Ο γέρος της καλυβίτσας –που φαίνεται δεν έχει στον ήλιο μοίρα– πολύ βρωμιάρης και πολύ φτωχός. Δεν ξέρει γρυ ελληνικά κι’ όλο χάσκει. Δεν φαίνεται να δυσφορεί. Ίσως από φόβο, ίσως από καλωσύνη, ποιος ξέρει. Δεν υπάρχει μες στο καλύβι ίχνος πράγματος ή αντικειμένου που εξυπηρετούν συνήθως τα πλέον φτωχά και πρωτόγονα σπίτια. Σε μια ψάθινη κόφα λίγο καλαμπόκι, σ’ ένα σκουτί λίγα φασόλια. Στο χώρισμα που είναι από γλύνα πίσω ένα γελαδάκι, ξύλα για φωτιά, άχερα και χόρτα. Χάλι σωστό. Καθώς καταλαβαίνω και απ’ την όψη και των άλλων καλυβιών –κυριαρχούν τα καλύβια εδώ– τα ίδια θα γίνωνται παντού. Μαθαίνω πως όλοι αυτοί οι κάτοικοι εδώ δουλεύουν σαν δουλοπάροικοι στον Μπέη –δηλ. Φεουδάρχη– που μένει στην Κορυτσά και αυτός τους αφήνει τρία τέσσαρα σπειριά μπομπότα.
Κατά το βραδάκι άρχισε και εδώ να πέφτει αραιό χιόνι που το πύκνωσε αργότερα.–
1-12-40
(από το βιβλίο: Στάθης Γκοτσίνας, Από χιόνι… Πολεμώντας στην Αλβανία, Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας, Μαρτυρίες ΙV, Βιβλιόραμα, 2006)