Ξημερώνει η 11.5.48 είπα. Τη Γιαννούλα άφησα κάτω από τον έλατο και κοιμάται τσολιασμένη με μια πράσινη κουβέρτα κι εγώ βγήκα στη ράχη και αγνάντεψα το χωριό.1 Βλέπω τα αντίσκηνα να έχουν στον Άγιο Ηλία.2 Επίσης στο χωριό, να έχουν στα δυτικά αλώνια. Στα νότια και ανατολικά βλέπω επίσης στρατό πολύν να προωθείται με πολλά μεταγωγικά προς δυο κατευθύνσεις. Ένας λόχος προς Δόκανο και ο άλλος προς την Αργοστίλια. Στο χωριό μέσα λίγος στρατός φαίνεται και ακούγονται στεφάνια από κάδες να χτυπούν και σπίτια να ξεπατώνονται. Α, είπα, ο...3 θα πάρει όλες τις ξυλείες του χωριού και τις κάδες να τις πουλήσει στο Δαδί (αυτό συμπεραίνω με το νου μου και θα γράψω όταν ’ξακριβώσω).
Έφθασεν πλέον μεσημέρι. Πήγα πίσω στή Γιαννούλα και φάγαμεν ψωμί και εληές. Νερό είχαμε πάρει στα παγούρια από την Αργοστίλια. Αφού φάγαμε, τότε είπα στην Γιαννούλα να φυλάξει και αυτή σκοπός, να κοιμηθώ λίγο διότι νύσταξα. –Ευχαρίστως, Μπάρμπα, μου είπεν και έπιασεν αμέσως το καραούλι. Να κοιμηθείς ήσυχος. Τότε ίσιασα λίγο τον ντόπο και ξαπλώθηκα. Αφού κοιμήθηκα αρκετές ώρες, κάποτε με ξύπνησαν κάτι χλιμιντρίσματα μουλαριού. –Ε, Γιαννούλα! είπα. Τι μουλάρια χλιμιντράν; –Ήρθε φασισμός στην Αργοστίλια και κατασκήνωσεν εκεί. Τότε σηκώθηκα απάνω, τους αγνάντεψα λίγο και κάθησα πάνω σ’ ένα λιθάρι. Αφού τους παρακολουθήσαμε αρκετή ώρα, πήρα τη Γιαννούλα και πήγαμε εις την άλλην κορυφή αγνάντια προς την Αγόριανη. Εκεί την άφησα μόνη και εγώ πήγα σε κάτι σπήλαια, ζητώντας τον Μούκα με τις γυναίκες σε κάθε ύποπτο μέρος αναμονής του. Έκραξα συνθηματικά, που ήξεραν το σύνθημά μου, κράξιμο λαγού και πέρδικας. Γύρισα αρκετή ώρα, όπου κάποτε τρόμαξε να μου δώσουν την απάντηση4 τσικ-τσικ-τσικ. –Έλα, μωρέ, πού είσαστε, βγάτε έξω, έχω φάει τα δρόγκαλα να σας εύρω. Τότε παρουσιάζεται ο Αντρέας μπρος μου, πιάσαμε χέρια και μου είπε πως τις γυναίκες τις έχει αφήσει πιο πέρα. –Ε, Αντρέα, σύρε εσύ, πάρε τις γυναίκες, φέρ’ τες εδώ. Εγώ θα πάω να πάρω τη Γιαννούλα να θαρθούμε εδώ ν’ ανταμώσομεν. Εντάξει, λέμε. Και ξεκινάμε5 κάθε ένας την κατεύθυνσή του. Ύστερα από δέκα λεπτά ήμαστε όλοι μαζεμένοι εκεί. Οι γυναίκες, μόλις με είδαν, από τους κινδύνους που πέρασαν στο χωρισμό μας και από χαρά που με βλέπουν τώρα, άρχισαν τα κλάματα και δεν ημπορούν να συγκρατηθούν. Προσπαθώ να τις συγκρατήσω αλλά εις μάτην κοπιάζω. –Ε! φωνάζω τότε πιο δυνατά. Να σταματήσουν τα κλάματα. Μπρος, πάρτε τα πράματα, να πάμε να βρούμε μέρος για ύπνο το βράδυ. Κλαίοντας ακόμα, πήραν τα ρούχα στα χέρια και πήγαμε πιο πέρα σε ένα ριζόβραχο, που ήταν πεσμένος ένας ξερός έλατος και εκεί ετοιμάσαμεν τον τόπο και κοιμηθήκαμε όλοι στη σειρά.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Είναι ανεπανάληπτο το θέαμα από την Κοκκινόρραχη. Η Άνω Αγόριαννη φαίνεται ακριβώς σαν από αεροπλάνο από εκεί ψηλά.
2. Στο εξωκλήσι που είναι πάνω από τα αμπέλια της Άνω Αγόριανης.
3. Όνομα Αγοριανίτη στο σημείο αυτό του χειρογράφου.
4. Έκφραση που σημαίνει: έσωσε και άκουσαν.
5. Κσικινάμη, στο χειρόγραφο.
[11.5.1948]
(από το βιβλίο: Μήτσος Ηλ. Καραντζάς, Το ημερολόγιο ενός Καπαπίτη από τον Εμφύλιο (όσο σώθηκε), Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας, Μαρτυρίες ΙΙΙ, Βιβλιόραμα, 2004)