12.6.48, Σάββατο. Το πρωί βγήκαμεν στο παρατηρητήριον. Κοιτάξαμε γύρα. Παντού ησυχία. Ο Βασίλης με τον Γιώργο είδαν το απέναντι μέρος μερικά γίδια. Πήγαν όλοι, μήπως πιάσουν κανένα, αλλά δεν έκαναν τίποτα και γύρισαν άπρα[κ]τοι, αφού τα κυνήγησαν αρκετήν ώρα. Έπειτα γύρισαν κουρασμένοι, φάγαμεν φακή με μπ’γάτσια1 που ζυμώσαμεν ύστερα από ένα μήνα, και κοιμηθήκαμε. Όταν ξυπνήσαμε, άλλοι πήγαν για νερό, άλλοι ψειρίζονται. Ο Αργύρης με τον Γιώργο ετοιμάζονται για αποστολή και εγώ ετοιμάζω το μαγειριό μας. Φκιάνω μια παραστιά με λαμαρίνα να ψήνομε το ψωμί. Όταν τέλειωσα ήρθε και ο Γιάννης Καραντζάς με τον Μακεδόνα. Κάθηκαν εδώ το βράδυ, φάγαμε ρεβίθια και μπ’γάτσια, είπαμε μερικά παραμύθια και κατόπιν κοιμηθήκαμε. Το πρωί ξυπνήσαμεν και βγήκαμεν στο καραούλι.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ
1. μπουγάτσα, μπ’γατσια: κουλούρα ζυμαριού ψημένη στη θράκα.
[12.6.1948]
(από το βιβλίο: Μήτσος Ηλ. Καραντζάς, Το ημερολόγιο ενός Καπαπίτη από τον Εμφύλιο (όσο σώθηκε), Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας, Μαρτυρίες ΙΙΙ, Βιβλιόραμα, 2004)