12.7.48, Δευτέρα. Το πρωί με ξύπνησαν για σκοπό των όπλων. Στις τέσσερις η ώρα όταν έφεξε βάλαμε παρατηρητήριο και εγώ έκανα περιπολία προς Αράχωβα. Δεν είδα τίποτα. Ησυχία. Γύρισα στο Μεσοβούνι, κοιτούσα την λάκκα1 το Δόκανο, το ίδιο, σημειώνω ησυχία. Όταν γύρισα στο λημέρι, βλέπω μόνο λίγους εκεί. Οι άλλοι λείπουν. Τότε ρώτησα τον λοχαγό Γκούρα πού πάνε οι άλλοι. –Χάσαμε τα πρόβατα και πάνε να τα βρούνε. Μα σε λίγο ακούσαμε ένα όπλο, ήταν σύνθημα πως τα πρόβατα βρέθηκαν, να μην ψάχνουν οι άλλοι που είχαν σκορπίσει σε διάφορα σημεία. Ο Γαλάνης έμεινε εδώ, έσφαξε μια γελάδα και αφού ακόμα κλώτσαγε, αυτός την είχε μισογδάρει. Αλλά και ένα ακόμα που προηγείται από αυτό. Όταν προσπαθούσαν να πιάσουν τη γελάδα, ο Αλογάρης καθότανε έτοιμος με την καραβάνα για άρμεγμα. Και αφού την έπιασαν, άλλος από ουρά, άλλος από κεφάλι και προσπαθούσαν με κίνδυνο να περάσουν την τριχιά στα κέρατα, ο Αλογάρης την άρμεξεν προτού ο Γαλάνης και οι άλλοι περάσουν τριχιά. Μα τότε ο Γαλάνης πείσμωσεν2 και είπε: –Βρε Αλογάρη, η γελάδα πήγε να μας ξεκοιλιάσει όλους και εσύ κάθεσαι κολλημένος σαν τσιμπούρι; Φύγε από αυτού! Τότε ο Αλογάρης γελώντας έφυγεν. Μα ο Γαλάνης δεν άργησε να την τακτοποιήσει και αφού έγινε... μερίδες.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. λάκκα: ίσιωμα.
2. Πίζμοσεν, στο χειρόγραφο.
[12.7.1948]
(από το βιβλίο: Μήτσος Ηλ. Καραντζάς, Το ημερολόγιο ενός Καπαπίτη από τον Εμφύλιο (όσο σώθηκε), Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας, Μαρτυρίες ΙΙΙ, Βιβλιόραμα, 2004)