13.6.48, Κυριακή. Από παντού ησυχία στα σημεία που ελέγχομεν. Ο Γιάννης με τον Μακεδόνα φεύγουν για το Λόχο. Οι γυναίκες άρχισαν τη δουλειά τους στο φαγητό, φακή. Δεν πέρασε ώρα πολλή, όπου ακούσαμε τον Γιάννη να φωνάζει να πάμε όλοι πέρα στου Κολοκυθιό στη Γούρνα. Πήρα όλους και πήγα εκεί. –Τι θέλεις, Γιάννη; –Ο Γκούρας είπε να πάμε όλοι πέρα στην Αργοστίλια, δεν ξέρω τι θέλει. –Πάρε τους άλλους και πήγαινε, εγώ θα μείνω εδώ, περιμένω αποστολές. Ο Γιάννης πήρε τους άλλους και έφυγαν. Εγώ πήγα στο καραούλι. Το βράδυ πήρα το όπλο μου βγήκα για κυνήγι. Βρήκα πέντε γίδια, όπου πλησίασα και σκότωσα τον τράγο. Αλλά πώς να τον γδάρω, που δεν ξέρω; Γούστο θα έκανε κανείς να με έβλεπεν πώς τον έγδαρα. Αφού με πολύν κόπο το ετοίμασα το πήρα στο σακί και πήγα στο στέκι.
[13.6.1948]
(από το βιβλίο: Μήτσος Ηλ. Καραντζάς, Το ημερολόγιο ενός Καπαπίτη από τον Εμφύλιο (όσο σώθηκε), Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας, Μαρτυρίες ΙΙΙ, Βιβλιόραμα, 2004)