Σήμερα ωραία μέρα πάλι. Πέρασε ώς το μεσημέρι χωρίς να το καταλάβουμε. Το απόγευμα στον εφοδιασμό είχε λιακάδα. Καθαρή και όλος γυαλί ο ουρανός. Προχωρούσα πατώντας την παγωμένη γης που πάνου της τα πατήματα, οι ροδιές και τα πέλματα των ζώων απομείναν στο σχήμα τους παγωμένα και πεντακάθαρα σε σημείο που να μετράς τα καρφιά των πετάλλων, προσέχοντας πολύ μη γλυστρήσω. Μια δυνατή βουή αεροπλάνων, πολλών αεροπλάνων, πλησίαζε. Μέτρησα ώς 32 πολύ ψηλά. Ερχόντουσαν κατ’ ευθείαν κατ’ απάνω μας. Ε ρε και αν αρχίζαν τις μπόμπες τι είχε να γίνει. Στρατός στους δρόμους, κάρρα και μουλάρια εκεί κοντά στον εφοδιασμό μου, σωρό. Στόχος περίφημος και σίγουρος. Δεν αποτέλειωσα την σκέψη και παράλληλα μια πρόχειρη έρευνα για μέρος κατάλληλο να φυλαχτώ, αμέσως το απαίσιο φύσημα σαν εξάτμιση και μπαμ η πρώτη 200-300 μ. μακρυά μου. Δέος και έκσταση. Παγερό, κρύο πράμα η μπόμπα, ξέρεις καλά καλά ότι κλείνει μέσα της την καταστροφή, την καταστροφή τη φριχτή. Ένα ελάχιστο τμήμα καθώς είναι σαν ροκάνα, ατσάλινη, σφιχτή μ’ απαίσια δόντια και δοντάκια, σημαίνει θάνατος φριχτός, κατάντημα. Άσε αν σε πάρη κομμάτι κάπως μεγάλο. Την είδα κι’ όλας την πρώτη μπροστά μου γιατί δεν είχα προφτάσει να πέσω κατάχαμα στον πάγο του χαντακιού. Βουνό χώμα, χαλίκια, πάγους στο θεό. Σαν ψεύτικα όπως στους κινηματογράφους. Απανωτά κι’ άλλη κι’ άλλη πιο κοντά. Η γη συνεκλονίζετο και συνεταράζετο απ’ τα θεμέλια. Είχα πιάσει τ’ αυτιά μου και το κεφάλι μου και βρισκόμουνα σε μια μοιραία αναμονή. Ζούσα τον κίνδυνο τον τελευταίο. Αντίκρυ απ’ τον θάνατο, του οποίου η αίσθηση σε δυναστεύει και σε κυριαρχεί την ώρα κείνη. Ρίξαν με την ψυχή τους γύρω μου 30-40 μπόμπες. Θαύμα και για μένα και για χίλια τόσα παιδιά που βρίσκονταν κατάχαμα στον πάγο κείνη την στιγμή. Κανένας, τίποτα. Μόνο έναν έξυσε ένα θραύσμα στα πισινά. Και δύο άλογα στον τόπο με τα σπλάχνα καταμασημένα. Συφορά.
Τα γύρω βαρειά πυροβόλα μας τα οποία ασφαλώς θα ήταν ο στόχος δεν πάθαν τίποτα. Έφαγαν τα χωράφια μπόμπες με την ψυχή τους. Καθώς ξεμακραίνουν άλλη δυνατή βοή πίσω πλησιάζει ακατάσχετα. Στα γόνατα ήμουν και βρέθηκα πάλι με τα μούτρα στη γη. Ήσαν όμως τα καταδιωκτικά μας που μόλις πρόφταναν τα εχθρικά βομβαρδιστικά.
Το κατάλαβα με το πλησίασμα απ’ το ύψος και την μεγάλη ταχύτητα και πιο πολύ απ’ τη βουή του μοτέρ. Είναι πιο ελαφριά, πιο αλέγρα και μπορεί να πη κανείς πως είναι σίγουρο κριτήριο για να ξεχωρίσης τα βομβαρδιστικά απ’ τα καταδιωκτικά. Ανασηκώθηκα, εκτός κινδύνου πλέον για να παρακολουθήσω τη μάχη.
Πέρα κατά τη δύση που μόλις τώρα άρχισε να πυροκοκκινίζη σε ασσύληπτες μεταλλαγές αποχρώσεων πάνω απ’ τα βουνά των Αλβανο-Σερβικών συνόρων είδα μια πυκνή γραμμή μαύρου καπνού και άκουσα μια βουή να μακραίνη. Όπου φύγη φύγη τα εχθρικά. Σε λίγο άκουσα πολλές ριπές πολυβόλων ψηλά στον ουρανό κατά το μέρος εκείνο, ενώ τα καταδιωκτικά μας λίγο λίγο χάνονταν στο βάθος. Δεν είδα το αποτέλεσμα της μάχης. Η ορμή των καταδιωκτικών μας ήταν ακράτητη. Φαινόταν. Μάντευα τη λύσσα τους. Καλός, θαυμάσιος και ο ήλιος, ευλογία θεού, μα προτιμώτερο το χιόνι, η λάσπη, η βροχή, ο βοριάς. Αν πάμε έτσι, σκέφτηκα, ίσως καμμιά μέρα δεν θα σηκωθούμε απ’ την γράνα που πέφτουμε μπρούμυτα, αν προφτάσουμε. Και εδώ να ξέρετε η τύχη σου δουλεύει. Ούτε κουβέντα ότι θα σε σκοτώσει, όχι γιατί δεν θέλει αλλά γιατί κάτι άλλο θέλει να χτυπήσει και βρίσκει εσένα ή τον άλλον στην τύχη. Ευτύχημα, λοιπόν, να είσαι στόχος.
14-12-40
(από το βιβλίο: Στάθης Γκοτσίνας, Από χιόνι… Πολεμώντας στην Αλβανία, Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας, Μαρτυρίες ΙV, Βιβλιόραμα, 2006)