Κυριακή σήμερα, 15/12 του Αγίου Ελευθερίου. Για φαντάσου, 10 ημέρες μας μένουν ώς τα Χριστούγεννα. Εδώ πάνου, κάπου πιο μπροστά θα βρισκόμαστε. Εσείς εκεί κάτω θάχετε την ζέστα σας και την συζητησούλα σας. Χιονίζει πάλι σήμερα. Χιονίζει απ’ τη νύχτα. Ούτε το νοιώθω. Μ’ αρέσει μπορώ να σας πω. Τουλάχιστον εγώ το βράδυ –γιά την ώρα– θάχω στέγη. Μ’ αυτοί οι άλλοι, ο κόσμος ο πολύς πάνου στα υψώματα με την μια κουβέρτα –την χιονισμένη τώρα κι’ αυτή και με τα σιδερικά τα κρύα στο χέρι, τι θα γίνουν ξέρω– θα μαργώσουν, θα κρυσταλλώσουν οι μύξες στα γένεια, θ’ ανάψουν τα μάτια, θα φουσκώσουν τα πόδια ώς τα γόνατα και θα υποφέρουν, θα υποφέρουν δυνατά και σιωπηλά. Μπορεί ν’ αρρωστήσουν κι’ όλας και να πέσουν. Πώς να το ειπούν όμως; Δεν ξέρετε ότι το «είμαι άρρωστος» είναι φράση άγνωστη εδώ. Μόνο την προτεραία του θανάτου σου «δικαιούσαι» να την εκστομίσης. Λοιπόν χιόνι και χιόνι. Κάτασπρα όλα γύρω, ο κάμπος, τα υψώματα.
Ο Καράγιωργας βάλθηκε σήμερα να φτειάση λουκουμάδες. Έλα όμως που δεν υπάρχει προζύμι για να γίνουν οι λουκουμάδες. Οι αξιωμ/κοί μαζωμένοι γύρω στη φωτιά σαν αρνοκάτσουλα παρακολουθούν την κατασκευή των λουκουμάδων. Έφαγα αρκετές. Ίσα που φούσκωσα. Κόντρα κονιάκ ύστερα από το παγούρι του Καράγιωργα. Μηχανή πάλι ο Καράγιωργας με το κονιάκ. Έχει ανακαλύψει ότι του πονάει κάποιο δόντι. Παραμύθι. Και «παρακαλώ κ. Λοχαγέ λίγο κονιάκ για το δόντι μου». Έτσι έχει πάρει τρία τέσσερα κύπελλα και τ’ αποταμιεύει στο παγούρι.–
Δεν έφαγα σήμερα απ’ τα φασόλια του συσσιτίου. Τώρα τελευταία που παίρνουμε απ’ τα Αγγλικά, δεν βράζουν και τόσο και δεν είναι νόστιμα. Και έτσι, αν και μ’ αρέσει η φασολάδα, και η οποία, ειρήσθω, κυριαρχεί στα μενού, αυτόν το καιρό δεν τρώγω. Φτειάνω το βράδυ κανένα τσάι.
15-12-40
(από το βιβλίο: Στάθης Γκοτσίνας, Από χιόνι… Πολεμώντας στην Αλβανία, Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας, Μαρτυρίες ΙV, Βιβλιόραμα, 2006)