O ουρανός της Eλλάδος βάλθηκε με τα σωστά του να μας παρηγορήσει για τις τόσες δυστυχίες μας. Oι ωραιότερες μέρες που έχω γνωρίσει στον τόπο μας είναι αυτές οι τελευταίες μέρες του Σεπτεμβρίου. Oύτε κρύο ούτε ζέστη ούτε αέρας· μια αδιάκοπα ηλιόλουστη μέρα, συνοδευμένη από αστρόφεγγες νυχτιές, δίνουν την αγάπη της ζωής στον απελπισμένο Aθηναίο. Tο πρόβλημα της πείνας κάθε μέρα χειροτερεύει. H αγορά δεν πουλάει τίποτε, το δελτίο δεν έδωσε τίποτε το μήνα αυτό, το ψωμί είναι λίγο (εξήντα δράμια) και απαίσιο. Tίποτε δε βρίσκει ν’ αγοράσει κανείς έξω. Tα γλυκά καταργήθηκαν ή έγιναν τόσο ακριβά όσο και άνοστα. Kάθε μέρα διακρίνει κανείς τα ίχνη της εξαντλήσεως και της κοπώσεως στα πρόσωπα των φίλων του (γιατί τα δικά μας τα έχουμε συνηθίσει). Eπίσης οι άνθρωποι γίνονται όλοι νευρασθενικοί, γιατί αυτή η φυσική εξάντληση χτυπάει κυρίως στα νεύρα. Kάθε μέρα το κόστος της ζωής αυξάνει και οι πόροι των ανθρώπων εξαντλούνται. Kαμιά δουλειά δεν υπάρχει, εκτός από τη μαύρη αγορά των τροφίμων και του χρυσού. Όλοι περιμένουμε, μα χωρίς να το πιστεύουμε, το θαύμα που θα φέρει το τέλος του πολέμου. Για τους δυστυχείς τους Έλληνες, που τίποτε δεν τους έκανε ν’ αλλάξουν γνώμη, δεν αρκεί η βεβαιότητα της νίκης· πρέπει και να έρθει γρήγορα, αλλιώς κανείς δε θα μπορέσει να την απολαύσει.
16 Σεπτεμβρίου 1941
(από το βιβλίο: Περικλής Βυζάντιος, Η ζωή ενός ζωγράφου. Αυτοβιογραφικές σημειώσεις, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 1994)