Εις τα χαράματα 16.5.48 είπα στην Πανώρια να σηκωθεί να ανάψει φωτιά και να μαγειρέψει τα ρεβίθια που είχαμε βάλει το βράδυ, αλλά αυτή μου είπε να τα αφήσομε να τα μαγειρέψει την ημέρα, άμα είναι ησυχία, με λίγη φωτιά, όπου δεν θα φαίνεται ο καπνός. Τότε την άφησα στη διάθεσή της, αλλά τα μάτια μου έκλεισαν πάλι. Κάποτε με έσπρωξε η γυναίκα μου δυνατά και μου είπε: –Ξύπνα, ακούγονται ριπές εδώ πάνω. Τινάχτηκα αμέσως απάνω. Ξύπνησα και τους άλλους, πήραμε τα πράγματά μας και τραβήξαμε στα υψώματα Φασούλας. Οι ριπές έπεσαν ακριβώς εκεί που έμενεν ο Αρχηγός με τους άλλους. Έπεσαν και δυο όπλα ατομικά. Η μάχη διήρκεσεν ένα τέταρτον. Τι όμως είχε γίνει, δεν ξέρομεν μέχρι τώρα. Από το ύψωμα Φασούλας κάθομαι μόνος μου καραούλι από το πρωί μέχρι τις 5 η ώρα. Κοιτάζω με μεγάλη προσοχή προς το μέρος εκείνο αλλά δεν ημπορώ να δω τίποτα. Το πρωί πήρα την απόφαση, αφού είχαν πάψει τα πυρά, να πάγω στο μέρος εκείνο να δω τι έγινε. Ξεκίνησα την πρώτη φορά. Σαν κάτι όμως με γύρισε πίσω. Κάθησα λίγο και ξεκινώ πάλι. Το ίδιο μου συνέβη. Καθώς και τρίτη φορά. Αφού καθόμουν σκεπτικός τι να κάνω, ξεκίνησα και την τέταρτην φοράν, προχώρησα περί τα εκατό μέτρα αλλά άκουσα στο μέρος εκείνο μια πιστολιά. Τότε γύρισα πάλι πίσω και κοιτάζω με προσοχή το μέρος εκείνο, αλλά δεν βλέπω καμιά απολύτως κίνηση. Ίσως διότι από εδώ δεν φαίνεται ακριβώς εκείνο το μέρος που έμεναν, φαίνεται εκατό μέτρα πιο δώθε, δυτικά. Η ώρα είναι 5 κ.κ. και θα πάγω τώρα να δω τους άλλους, που τους έχω αφήσει σε ένα ζαστάνι,1 αγνάντια προς την Άνω Σουβάλα. Ξεκινώ. Α, όχι μένω πάλι. Στο Ψωρολίθι2 ακού[ω] φωνές στρατού και καπνούς. Κάθομαι και τους παρακολουθώ. Περί τους 10 ήρθαν στη γούρνα Μηλιές3 (Σ. Πανάγου χωράφι), πήραν νερό και έρχονται προς τα Ρούδια μέσα ένα μικρό δασυναράκι. Τους έχασα. Δεν ημπορώ με γυμνό μάτι να ιδώ καλά (τότε είπα δεν πρόκειται να ξαναδώσω κυάλια ποτέ σε κανέναν. Τάδωσα στο Λαοκράτη, που ήρθε αναμπουμπούλα, ξεχωρίσαμε και ποιος ξέρει εάν θα ξανανταμώσουμε και πότε). Φωνές ακούγονται και μισοπλαγίς προς τα Πυργάκια. Μια ομάδα βγαίνει κάτω από τον Αϊ-Γιάννη και προχωρεί προς το Δέντρο.4 Α, έχουμε πάλι χτένι, είπα, ποιος ξέρει τι να έγινε σήμερα. Το πρωί που ακούσαμε τις ριπές και ξεκίνησα, τώρα από όλα τα σημεία, προς το αραχωβίτικο ακούγονται όλμοι και κάπου αραιά όπλα Φουρνού, Χαρβάλη, Μονοπάτι,5 ακούγονται ντουφέκια αριά κι από καμιά μικρή ριπή. Κυλάν βράχια από τα υψώματα και χουχτάνε.6 Κάθησα μέχρι που πήρε να νυχτώσει και γύρισα πίσω για το ασκέρι. Όταν γύρισα πίσω πενήντα μέτρα βρήκα τον Γιώργο, που καθότανε και αυτός πιο πέρα και παρακολουθούσε τις ίδιες κινήσεις κι αυτός. –Εδώ είσαι, Γιώργο; –Εδώ, Μπάρμπα, σου ήφερα λίγο ψωμί, πώς κράτησες όλη την ημέρα νηστικός; –Ε τι να κάνω, βρε Γιώργο, είμαι μαθημένος εγώ. Το Νοέμβριο που ξαναέγινε επιχείρηση και είχε φύγει το Αρχηγείο προς την Γκιώνα, τότε κάθησα είκοσι δύο μέρες νηστικός κι έφαγα τρεις μανίτες7 άψητες, που τις είχα βάλει στην τσέπη μου και είχαν ξεραθεί και τώρα μια ημέρα... Δε μου λές, Γιώργο, έχεις ώρα εδώ; –Έχω δυο ώρες περίπου. Είδες κείνους που έκαναν δώθε από τη γούρνα πούθε έκαναν; –Έστριψαν προς τα απάνω και μετά γύρισαν στου Νικολέ το Κουτσούρι, εκεί που ήταν η φωτιά και ύστερα δεν τους ξαναείδα, ίσως να έχουν κάνει λούφα.8 –Τώρα τι θα κάνουμε, Γιώργο; –Ό,τι θέλεις, Μπάρμπα. –Ξέρεις τι σκέφτηκα; –Τι, Μπάρμπα, πες μου. –Να πάρεις τον Αντρέα, τις γυναίκες σας και την Αικατερίνη και να κατεβείτε κάτω χαμηλά, στου Τσόγκα το μαντρί, να μείνετε δυο τρεις μέρες. Ψωμί θα σας δώσω. Να μάσετε και κάνα κουκί και εάν δεν φύγει ο στρατός να ξαναρθείτε πάλι εδώ απάνω, εδώ γύρα θάμαι και γώ. –Μένω σύμφωνος, Μπάρμπα. Εγώ θα πάω να τους φωνάξω να έλθουν όλοι κάτω να τα πούμε. Πήγε λοιπόν, φώναξε, ήλθαν όλοι εκεί, τους είπα τους λόγους γιατί πρέπει να ξεχωρίσουμε προσωρινώς και έμειναν όλοι σύμφωνοι. –Είστε σύμφωνοι, τους ρώτησα, μήπως έχει κανείς αμφιβολίες; –Όχι, κανείς. Τότε λοιπόν σηκώθηκα απάνω και είπα: –Εμπρός σηκωθείτε να αποχαιρετισθούμε και να πάρει ο καθένας την κατεύθυνσή του πριν νυχτώσει πολύ. Πρώτος φίλησα τον Γιώργο. –Γεια σου και καλήν αντάμωση, παιδί μου. Μα τότε τι να δω; Όταν πήγα ν’ απλώσω χέρι, ν’ αποχαιρετήσω δεύτερον, τότε ραγίστηκεν η καρδιά μου. Οι γυναίκες όλες απαρηγόρητες είχαν αγκαλιάσει τη θειά των Πανώρια και έκλαιγαν απαρηγόρητα. Τότε και μεις με τον Γιώργο δεν ημπορέσαμεν να κρατήσομεν άλλο. Ακουμπήσαμε το χέρι σε έναν έλατο, κοιταχτήκαμε χωρίς να ημπορέσομεν να ειπούμε μιλιά και σκουπίσαμε τα δάκρυά μας. Αλλά τι όφελος; Όσο σκουπιζόμαστε, τόσο πολλά ακόμα βγαίνουν. Τότε βάρεσα δυο τρεις βόλτες, ακριβώς μέσα στη Φασούλα Σουβάλας. Συνήλθα. Και για να ημπορέσω να σταματήσω τα κλάματα έκανα το σοβαρόν. Και σαν τον πεισμωμένον. Τότε γύρισα προς τις γυναίκες και είπα –Ε, δεν θα ξεχωρίσομεν για χρόνια! Δυο τρεις μέρες, θα ξαναϊδωθούμε. Μπρός! Γιατί νύχτωσε. Και μη καθόμαστε μέσα στη διάβα του εχθρού.9 Εμπρός! Εμπρός! Φτάνουν τα κλάματα! Τότε φίλησα τον Αντρέα και όλους τους άλλους. Ξεχωρίσαμε. Αυτοί προς Τσόγκα Μαντρί, εγώ με την Πανώρια κατεβήκαμε στο πηγάδι του Κιοτόγιαννου, πήραμε νερό, φάγαμε εκεί στα χορταράκια, γεμίσαμε το παγούρι και ανεβήκαμε πάλι στα ζαβά,10 βορείως Φασούλας. Εκεί κοιμηθήκαμε και είχαμε το νου μας, μήπως ακούσουμε τον Αργύρη11 πουθενά, γιατί τον είχαμε χάσει από το πρωί, που πέσαν οι ριπές.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. ζαστάνι: στενωπός ανάμεσα σε βράχια.
2. Τοποθεσία.
3. Οι τοποθεσίες αυτές καλύπτουν από τη χούγη ανατολικά της Άνω Αγόριανης.
4. Τοποθεσίες προς τα ανατολικά της Αγόριανης.
5. Φουρνού, Χαρβάλη, Μονοπάτι: τοποθεσίες στην απότομη πλαγιά, δυτικά της Άνω Αγόριανης.
6. χουχτάω ή χουχουτάω: φωνάζω δυνατά, χο-χο-χόοοο.
7. μανίτες, αμανίτες: μανιτάρια.
8. λούφα: απόκρυψη (επί ανθρώπων).
9. Στον αυχένα της Φασούλας (μεταξύ Άνω Αγόριανης και Άνω Σουβάλας) περνάει ακριβώς μονοπάτι που ενώνει τα δυο αυτά χωριά και τις βουνίσιες περιοχές τους.
10. ζαβά: δυσκολοπάτητα, απόκρημνα μέρη.
11. Αργύρης Πανάγου.
[16.5.1948]
(από το βιβλίο: Μήτσος Ηλ. Καραντζάς, Το ημερολόγιο ενός Καπαπίτη από τον Εμφύλιο (όσο σώθηκε), Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας, Μαρτυρίες ΙΙΙ, Βιβλιόραμα, 2004)