Skip to main content
Σάββατο 23 Νοεμβρίου 2024
17-12-40
Γκοτσίνας Στάθης

Άρχισα να πιστεύω αυτά που ακούω εδώ για το χιόνι. Δυόμισυ μέτρα λέει φτάνει κι έτσι κρατεί και ρίχνει ώς τον Απρίλη. Δεν μπορείς να το πάρης στ’ αστεία. Η κατάσταση η αυτή και χειρότερη. Το ίδιο θολούρα πνιχτή και χιόνι. Χιόνι. Χιόνι συνέχεια. Κατάμαυρη η ατμόσφαιρα. Κινδυνεύεις να μην διακρίνεις 10 μέτρα μπροστά. Οι φαντάροι φεύγουν, κρύβονται, κουβαριάζονται στις καλύβες και στις αχερώνες έξω σε κάρα απάγκιο. Φωτιά και φωτιά. Ξύλο και χάχαλο δεν θα μείνη. Από τους φράχτες τα παλούκια, όπου υπάρχουν ξύλα, δεν μένει ούτε υποψία. Σε σημείο που οι σχηματισμοί άρχισαν να οργανώνουν συνεργεία για κόψιμο ξύλων στο βουνό. Ευτυχώς έχει πυκνά χαμόδεντρα. Τώρα δεν φαίνονται. Τάθαψε το χιόνι. Αλλά ποιος θα τα κόψη, ποιος θα τα φέρη; Εδώ παραλύουν τα πάντα και τα κρυοπαγήματα κάνουν θραύση. Πού να κουνηθείς; Συνηθέστατο το θέαμα στρατιωτών και αξ/κών ακόμη σακατεμένων από τα κρυοπαγήματα. Τα πόδια πρίσκονται απαίσια και κοκκινίζουν και χαράζουν και πετούν κάτι πληγές που το αίμα ξεραίνεται και παγώνει απάνου. Είδα ανθρώπους με δεκανίκια και ανθρώπους να τους κουβαλούν άλλοι σούρνωντας. Καθώς βγαίνει το πόδι απ’ την αρβύλα το βλέπεις που πρίσκεται και το πρίξιμο που προχωρεί και εκτείνεται. Και λοιπόν κάτω η αρβύλα και δέσιμο των ποδιών από πάνω με σκοινιά. Ωραίο πράμα! Ο Λοχαγός τρυπωμένος μέσα στην ισόγεια παραγκούλα με τους άλλους αξιωματικούς –πού να ξεμυτίση– είναι και λίγο άρρωστος από το στομάχι του εξ αιτίας του νερού –φαίνεται τα παλιοπήγαδα που υδρευόμαστε δεν είναι καλά, προσπαθεί να κάνει πνεύμα. Σήμερα τους μαγείρεψα κατ’ απαίτησή μου από το κρέας που πήραμε χθες. Πού να σταθής όμως εκεί μέσα. Όπως όπως. Κιβώτια, τσουβάλια, λάσπες χάμου, μποτίλιες, κουβέρτες, άνθρωποι ολότελα ανακατεμένοι, δεν αφήνουν στάλα τόπο να κουνηθείς. Όμως τα καταφέρνω. Αντί πυροστιάς που δεν υπάρχει, δυο πέτρες χάμου αν και οι Αλβανοί χρησιμοποιούν μια κρεμαστή αλυσσίδα που κρέμεται απ’ την καπνοδόχη, απ’ όπου κρεμούν τη χύτρα. Μου φαίνεται άβολο πράμα.–
    Τ’ απόγευμα ήρθε και ο Νιόνιος απ’ τη διπλανή επισταθμία. Τούδωσα κονιάκ και κουβεντιάσαμε αδελφικά. Ούτε μένα ούτε κείνον τον πειράζει απελπιστικά το χιόνι. Εκάναμε κάποια σκληραγωγία και οι δύο και να που τη βρίσκουμε μπροστά. Αργά έφυγε ο Νιόνιος. Τον φίλεψα ό,τι είχα και γλυκό που μούχε στείλη η Χρυσούλα, ωραίο γλυκό. Οι αξ/κοί μου τρελαθήκαν.

(από το βιβλίο: Στάθης Γκοτσίνας, Από χιόνι… Πολεμώντας στην Αλβανία, Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας, Μαρτυρίες ΙV, Βιβλιόραμα, 2006)