Skip to main content
Πέμπτη 21 Νοεμβρίου 2024
[17.7.1948]
Καραντζάς Μήτσος Ηλ.

17.7.48, Σάββατον. Εκεί ο Γρίβας επέμενε και κράτησε τον Κομνά για σύνδεσμο. Η Μάνα του είναι πολύ βασανισμένη τώρα, διότι από τέσσερα παιδιά δεν έχομε κανένα μαζί μας και γυρίζομε μόνοι μας στους λόγγους σαν ερημοπούλια. Ο Κομνάς μας συνόδεψε μέχρι αποπάνω στο καραούλι και αφού του είπα πολλές συμβουλές αποχαιρετώντας, έκλαψε, μα τότε δακρύσαμε και εμείς. Πάλι του είπα πως δεν πρόκειται να χωρίσομε, θα γυρίζομεν πάντα εδώ στον Παρνασσό. Τον φίλησα. Του έδωσα την ευχή μου, ομοίως και η μάνα του και ξεχωρίσαμεν. Εμείς πάλι στο λημέρι μας πήγαμε στο Δόκανο. Η μάνα στο δρόμο έκλαιγε για το χωρισμό του γιού της, που το είχαμε και εμείς ένα παιδί μαζί μας για συντροφιά. Όταν φθάσαμε στο λημέρι, βρήκαμε τον Τεπελένη εκεί με άλλους πέντε. Είχαν πάει στη Λοκρίδα και τώρα γυρίζουν. Η δουλειά τους, μου είπαν, απότυχε. Έκατσαν περί ώρα και κατόπιν τους έδειξα το δρόμο κι έφυγαν. Οι άλλοι, που είχα στείλει από χθες εις Επτάλοφο, δεν ήρθαν ακόμα και μένομε οι δυο μας καραούλι προς όλα τα μέτωπα.
    Από Αράχωβα, δεν βλέπομεν καμίαν απολύτως κίνηση. Από Επτάλοφο δεν ήρθε κανείς να μας ειδοποιήσει περί εχθρικής κινήσεως. Μα έξαφνα ακούμε στην Κολοκυθόβρυση ένα ντουφέκι. Βλέπομε στη βρύση τρεις γυναίκες να παίρνουν νερό και να ποτίζουν τα μουλάρια. Στην αρχή είπαμε πως θάναι οι δικοί μας (διότι ο ήλιος ήταν στο βασίλεμα, ήταν φάτσα από εμέ και απόσκιο σε αυτούς). Μα όταν φανερώθηκαν πάνω στο ύψωμα καμιά εικοσαριά, κατάλαβα από τα ρούχα πως ήταν φασισμός. Ταυτόχρονα άκουσα και ριπές να πέφτουν. Στα πρόβατα πάνε, είπα, τα πρόβατα μας τα πήραν. Έριξαν δε και δυο βλήματα όλμου. Εάν έχουν κάνει ζημιά στους τσοπάνηδες δεν ξέρω. Τα πρόβατα όμως τα πήραν. Τώρα για να περάσω πέρα, εκεί που άφησα τα τμήματα, είναι αδύνατο. Διότι αυτοί έχουν μπει σφήνα ανάμεσά μας και γι’ αυτό, αφού κρύψαμε όλα τα πράγματα καλά, τραβηχτήκαμε νύκτα σε άλλο καραούλι προς Παληοβούνα και κοιμηθήκαμε.

(από το βιβλίο: Μήτσος Ηλ. Καραντζάς, Το ημερολόγιο ενός Καπαπίτη από τον Εμφύλιο (όσο σώθηκε), Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας, Μαρτυρίες ΙΙΙ, Βιβλιόραμα, 2004)