18.6.48, Παρασκευή. Το πρωί ο Αργύρης ξύπνησε και τον Κομνά και πάν στο Πιθικούκι να παρατηρήσουν εάν όντως έχει φύγει ο εχθρός ή όχι. Εγώ πήρα το όπλο και βγήκα πάλι για κυνήγι αλλά τίποτα δεν βρήκα πάλι. Την ώρα όπου γύριζα για το λημέρι, άκουσα στην απέναντι πλαγιά Πέρα-Στρούγγα δυο σκυλάκια να κυνηγάν λαγό. Τότε κάθησα σε μια πέτρα, άναψα ένα τσιγάρο και κάθησα και τ’ αφουγκράστηκα αρκετήν ώρα. Εσκεπτόμουν και τα δικά μου, που γυρίζουν στα βουνά μοναχά, έτσι και κείνα κυνηγούν, πιάνουν και τρώνε λαγούς και μένουν πάντοτε σε όλες τις εξορμήσεις πολύ μακριά μου σε άλλα βουνά. Τα σκυλάκια συνεχούν να κυνηγούν και φαίνεται σαν μουσική το πάνε. Δεν θέλεις νάναι τα δικά μου; είπα προς στιγμή. Α, μπά, δεν είναι! Κείνα έχουν ψιλή φωνή, αφού αυτά έχουν χοντρή, μουγγή, αλλά θα πάγω να τα πάρω, αν μπορέσω, να τάχω μαζί μου. Όταν επλησίασα είχαν χάσει το λαγό, γιατί είχε περάσει η ώρα, ήταν έντεκα και έψαχναν μέσα σε κάτι κέδρα μήπως τον ξαναβρούν. Τα κοίταξα από μακρυά και γνώρισα τα δικά μου τα σκυλιά και από το πολύ κυνήγι είχαν βραχνιάσει. Τότε τα έκραξα. Ήρθαν εκεί γεμάτα χαρά, πηδούσαν απάνω μου με έσφιγγαν με τα δυο πόδια τους, με φιλούσαν στα χέρια, στο πρόσωπο και έκλαιγαν και τα δυο σαν άνθρωποι. Μετά ξεκινήσαμε και πήγαμε στο λημέρι. Όταν τα είδεν η Πανώρια χάρηκε, τα χάιδεψε και τους έδωσε ψωμί μπ’γάτσια1 που τρώγαμε. Και μετά, αφού έφαγαν το ψωμί τους, πήγαν στον ίσκιο του έλατου και κοιμήθηκαν ήσυχα και αναπαυμένα. Τότε φάγαμεν και εμείς και πήγαμε στα υψώματα και κοιμηθήκαμε αφού πρώτα έμεινε καραούλι η Πανώρια. Εκεί, όπου κοιμήθηκα εγώ, ήρθαν μαζί μου και τα σκυλάκια. Όταν ξύπνησα, πήρα και... Αυτά. Έξαφνα η Όρσα πήδησε απάνω μου. –Κάτι άκουσεν! είπα. Και έβαλα αυτί. –Μπάρμπα, μου λέγει ο Γιώργος, ακούγονται ριπές κάτω, προς το χωριό. Τότε τις άκουσα και εγώ. Α, γι’ αυτό η Όρσα πήδησεν απάνω μου, άκουσε τα όπλα. Οι ριπές συνέχισαν πέντε έξι φορές. Έπεσαν και λίγα ατομικά. Αυτά τα βάζουν σε μεγάλη ανησυχία, μήπως ο Αργύρης με τον Κομνά έπεσαν σε καμιά ενέδρα. Και η ανησυχία θα είναι έως ότου εμφανιστούν τα παιδιά. Η ώρα που γράφω είναι τρεις απογευματινή. Ώρα πέντε και τριάντα άκουσα στο λημέρι σφυρίχτρα. Έφυγα αμέσως από το καραούλι Αράχωβας Δελφών και έτρεξα προς εκεί. Βλέπω τον Αργύρη και Κομνά να ξεφορτώνονται. Μας ήφεραν αρκετά κεράσια. –Ε, βρε, πώς περάσατε; –Καλά, απάντησαν. Μαλώναμε με τους μπασκίνες ποιος θα πάρει τα περισσότερα κεράσια. –Ε, τι έγινε; Πέστε μας! –Όταν εμείς μάσαμε τα δικά μας και φεύγαμε, ήμαστε στην κορυφή του χωριού, είχαν έρθει και αυτοί, καμιά δεκαπενταριά και άνοιξαν μέσα στο χωριό και μάζευαν και αυτοί. –Η ριπή; –Η ριπή, έτσι την έριχναν. –Βρε, μας βάλατε σε ένα σωρό ανησυχία. –Καταλάβαμε που θα ανησυχείτε και γι’ αυτό ήρθαμε νωρίς, αλλιώς θα καθόμασταν νάρθουμε το βράδυ. –Τώρα φάτε, παιδιά, και να βγούμε στα καραούλια μήπως ιδούμε κάνα γίδι. –Ναι, ναι, θα πάμε! Φάγαν και κατόπιν πιάσαμε τα καραούλια και κοιτάμε με προσοχή για τα γίδια. Δεν πέρασε ώρα πολλή και τα είδα στο απέναντι καραούλι. –Νάτα, είπα, πού είναι. Εμπρός πάμε οι δυο μας Αργύρη, οι άλλοι να κάτσουν εδώ να παρακολουθούν μήπως φύγουν από εκεί, να μας φωνάζουν πούθε θα κάνουν. Ξεκινήσαμεν, πήγαμε, τα ζύγωσα, αλλά ο μεγάλος τράγος μου έφυγε και χτύπησα μια γίδα. Ήρθαν και οι άλλοι, την έγδαραν και την πήραν. Το βράδυ φάγαμε τα εντόσθια. Όταν φάγαμε, ήρθε ο Βασίλης, Γιάννης, Μακεδόνας, Τριανταφύλλου και Μπάμπης. Ήφεραν και έναν σκαντζόχοιρον. Τον φούσκωσαν και τον έξυσαν με το μαχαίρι. Τον άφησαν να τον ψήσουν το πρωί. Τώρα τους κόψαμε κρέας, έψησαν και έφαγαν, κατόπιν κοιμήθηκαν γύρα στα υψώματα.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ
1. μπουγάτσα, μπ’γατσια: κουλούρα ζυμαριού ψημένη στη θράκα.
[18.6.1948]
(από το βιβλίο: Μήτσος Ηλ. Καραντζάς, Το ημερολόγιο ενός Καπαπίτη από τον Εμφύλιο (όσο σώθηκε), Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας, Μαρτυρίες ΙΙΙ, Βιβλιόραμα, 2004)