Skip to main content
Πέμπτη 21 Νοεμβρίου 2024
[19.7.1948]
Καραντζάς Μήτσος Ηλ.

19.7.48, Δευτέρα ΚΙΝΔΥΝΟΣ.1 Περί ώραν εννέα βλέπομεν τον φασισμό να συντάσσεται, και ξεκίνησαν κατεύθυνση προς Καλάνια. Μέτρησα πεντήκοντα επτά, 57, που πήραν τον δρόμο αυτό, τα δε μεταγωγικά με άλλους καμιά εικοσαριά έστριψαν το δρόμο προς Αράχωβα. Τώρα βρίσκομαι σε μεγάλη αμηχανία. Οι άντρες αυτοί ασφαλώς θα πιάσουν την κορυφογραμμή και θα ψάχνουν την Παληοβούνα, που δεν ξαναέψαξαν ποτέ, ή θα πάρουν το δρόμο όπως συνήθως και να πέρασουν από τους Καψιμαδάδες ή πάν ενίσχυση στους άλλους να ψάξουν τα γούπατα2 για πρόβατα. Έτσι βρίσκομαι προ διλήμματος, διότι αυτούς τους έχασα τώρα. Μπήκαν στον λόγγο, και δεν ξέρω πούθε θα κάνουν. Πήρα την Πανώρια και βγήκαμε στην κορυφή στην Καψάλα, αλλά πολύ μακριά μας δεν ημπορούσαμε να δούμε, ήταν όλο μικρά γουπατάκια, μικρά. Βλέπαμε τα Καλάνια και τα μεταγωγικά που προχωρούν προς Ντερζενίκο, μα ένας αγέρας πολύ ισχυρός τραβούσε, που δεν ακούγαμε καθόλου.
    Τότε είπα της Πανώριας να πάει να τρυπώσει μέσα σε ένα δίπλα ξερό πεσμένο έλατο, να προσέχει το δρόμο Καψιμαδάδες και να μην κινηθεί καθόλου από εκεί. Έτσι και έκανεν. Εγώ πήγα πιο πέρα, αγνάντεψα όσο έβλεπα καψάλα.3 Δεν είδα τίποτα. Γύρισα πάλι πίσω. Ανέβηκα σε έναν έλατο και παρακολουθούσα τα μεταγωγικά, που τα βλέπω στο σκαπέτημα4 να πάρουν άλλη κατεύθυνση προς Φαρμάκη Καλύβα. Κατέβηκα αμέσως, πήγα πιο πέρα και παρακολουθούσα εάν θα μείνουν, εάν θα ξεφορτώσουν ή θα τραβήξουν προς την Παληοπαναγιά. Είδα λοιπόν πως τράβηξαν το δρόμο. Η απόσταση με την Πανώρια, που είχα αφήσει στο έλατο, ήταν περί τα ογδόντα μέτρα. Και όταν εγώ σηκώθηκα να γυρίσω προς εκεί άκουσα ανάμεσά μας φωνή εχθρού να κάνουν συμφωνία. Εγώ ωφελήθην τον έλατο και τράβηξα λίγο κάτω, που έπιανε το πυκνό και ένα βραχάκι. Κείνη τη στιγμή άκουσα και δυο όπλα. Αμέσως είπα πως τα όπλα πέφτουν στη γυναίκα μου. Κάθησα μια ώρα περίπου. Και αφού δεν άκουγα πλέον τίποτα, σιγά-σιγά με το δάκτυλο στη σκανδάλη και αφουγκράζοντας προχώρησα πάλι προς εκεί να πάρω αποτελέσματα για την Πανώρια, τι απέγινε. Όταν βγήκα στην κορφή, δεν είδα τίποτα εχθρόν. Μόνον οι πατησιές που πέρασαν φαίνονται. Πήγα πάνω από τον έλατον. Φώναξα την Πανώρια. Αλλά αυτή δεν φαίνεται πουθενά, δεν ακούγει, δεν απαντά. Πήγα εκεί κοντά, κοίταξα μέσα στον έλατο. Είδα μόνον τα ρούχα. Βγήκα αμέσως πιο κάτω. Έκραξα πέρδικα. Σφύριξα σαν πουλί, όπου ήξερεν τα συνθήματα. Μα τίποτα δεν ακούγεται. Ούτε και φαίνεται. Σκεφθείτε τώρα πόσα έβαζα με το νου μου...5 Πού ξέρω τώρα; Πώς να φύγει; Ο φασισμός δέκα μέτρα πάνω από το κεφάλι; Τη σκότωσαν; Έφυγεν; Πρέπει να τη βρω εδώ; Τι άλλο λείπει.6 Ή την έπιασαν εάν είχε βγει στο καραούλι ή την τραυμάτισαν. Έκοψα γύρα για τορό, για αίματα. Δεν ημπορώ να καταλάβω τίποτα. Πήγα στα ζαβά,7 σε κάτι τρύπες, κοίταξα. Μα τίποτα. Καίτοι δεν ξεύρω πόσο μακριά είναι ο φασισμός από εκεί, η απελπισιά με κάνει να σφυρίζω σαν πουλί τσικλιτάρα8 πολύ δυνατά. Μα όμως εις μάτην. Τίποτα δεν φαίνεται. Τότε βγήκα στο καραούλι απελπισμένος. Άναψα συνεχή πέντε με έξι τσιγάρα. Και αφού πέρασαν περί τις δυο ώρες, είπα θα ξαναβγώ πάλι κάτω στα ζαβά να κοιτάξω μήπως βρω τίποτα ίχνη. Πέρασα από τη μουλάγα,9 που είχε τα ρούχα. Τα βρίσκω πάλι τα ίδια, όπως τ’ άφησα. Τότε ακούμπησα σ’ έναν έλατο. Τσάκισεν η καρδιά μου. Βούρκωσαν τα μάτια μου σκεπτόμενος πως την έχασα. Και πως την άφησα απ’ το πλευρό μου έστω και σε αυτή τη λίγη απόσταση. Σκέπτομαι, ούτε παιδί έχω μαζί μου ούτε ξέρω τι γίνονται. Τώρα έχασα και τη γυναίκα μου, μόνος μου θα γυρίζω με σάπια ποδάρια εδώ στα βουνά. Εκεί που έλεγα αυτά και αφηρημένα περπατούσα, άκουσα ένα μικρό κράξιμο, με σβησμένη πολύ χαμηλή φωνή. Κοίταξα γύρα. Μα δεν βλέπω τίποτα. Αχ, απόφωνος10 είναι, μου έρχεται για παρηγοριά, είπα. Μα σε λίγο πάλι ίδιο11 ακούγεται. –Μήτσο, είμαι εδώ, μου είπεν, είμαι εδώ! Κοίταξα γύρα και είδα ένα χέρι να κινείται, μόλις διακρίνετο, βγαλμένο έξω από κάτι τσομωτά κοντολάτια και ένα κέδρο πούταν τούμπα μαζί. Τότε είδα να βγαίνει πολύ χλωμή έξω από αυτά η Πανώρια. –Βρε! Αυτού κάθεσαι; Εγώ έχω περάσει χίλιες φορές αυτού. –Όχι, μου είπε. Τώρα ήρθα. Πήγα στα ρούχα, είδα που τα είχες παραμερίσει και κατάλαβα πως είσαι ζωντανός, γιατί έκλαιγα. –Και εγώ είπα πως σε πιάσανε. –Για να καταλάβεις και εσύ πως είμαι,12 έβαλα λίγο τσάγι μέσα στα ρούχα, που το βρήκα πέρα στην κρυψώνα μου. –Καλά, εγώ σου σφύριξα πολλές φορές, δεν άκουσες; Γιατί άργησες νάρθεις; –Δεν άκουσα τίποτα, μου είπε. Εγώ, όπως καθόμουν τρυπωμένη, ο φασισμός ήρθεν πάνω απ’ το κεφάλι μου και κάναν συμβούλιο πούθε να περάσουν πέρα στα Καλάνια για να βρουν τα πρόβατα (διότι άκουσαν τα τσοκάνια13 από τ’ άλογα). Ο ένας υπέδειξε να κάνουν κάτω από εδώ που ήμουν εγώ κρυμμένη και τότε είπα, αν κάνουν εδώ κάτω, θα με πιάσουν, να φύγω, θα με ιδούνε, κρύωσα και δεν ήξερα τι να κάνω. Τότε έριξαν και δυο φωτοβολίδες, κοίταγαν πέρα προς τα Καλάνια, βρήκα ευκαιρία και εγώ να ξετρυπώσω από την άλλη πάντα από το έλατο και έσυρα πέρα, προς το ζαβό. Και είπα, προκειμένου να με πιάσουν ζωντανή, καλύτερα να με ιδούν να ρίξουν να με σκοτώσουν. Εάν πάλι δεν με ιδούν θα πάρω το ζαβό και θα πάγω να κρυφτώ μέσα στα βράχια. Προτίμησα το θάνατο και γλύτωσα. Διότι δεν με είδαν. Μα και εάν μ’ έβλεπαν και έρχονταν κοντά εκεί, είχα την απόφαση να πέσω κάτω απ’ τον βράχο και να σκοτωθώ, πάρα να πέσω ζωντανή στα χέρια τους. Και άρχισε να δακρύζει, η φωνή τρέμλιασεν και έπαψεν. Έπειτα καθήσαμε. Άναψα ένα τσιγάρο. Ήπιαμε από λίγο νερό, πήραμε από λίγες εληές. Άλλο δεν είχαμε τίποτα. Πήραμε τα πράγματά μας και πήγαμε στους Κήπους.14 Εκεί πήραμε νερό από την Σύρμω που περάσαμεν, ήπιαμε αρκετό και πήγαμεν και κοιμηθήκαμεν κάτω σε ένα ζαβό.
 
 
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
 
1. ΚΗΝΔΙΝΟΣ, είναι γραμμένο στο χειρόγραφο.
 
2. γούπατο: κοίλωμα γης, σχετικά μεγάλη γούβα.
 
3. καψάλα: καμένος λόγγος.
 
4. σκαπετάω: φεύγω, την κοπανάω.
 
5. Τέσσερις λέξεις που δεν βγάζουν νόημα.
 
6. Πρέπει να εννοεί: Τι άλλο λείπει να υποθέσω.
 
7. ζαβά: δυσκολοπάτητα, απόκρημνα μέρη.
 
8. τσικλιτήρα: είδος τσαλαπετεινού.
 
9. μουλάγα: απόκρυψη ή λούφα.
 
10. Aπόφωνος: ηχώ, αντίλαλος.
 
11. Ήδγιο, στο κείμενο.
 
12. Δηλαδή πως υπάρχω.
 
13. τσοκάνια: κουδούνια τσίγκινα.
 
14. Τοποθεσία του Παρνασσού. Δεν υπάρχουν σ’ αυτήν, κατά κυριολεξία, κήποι.

(από το βιβλίο: Μήτσος Ηλ. Καραντζάς, Το ημερολόγιο ενός Καπαπίτη από τον Εμφύλιο (όσο σώθηκε), Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας, Μαρτυρίες ΙΙΙ, Βιβλιόραμα, 2004)