Ούτε σήμερα μας ξύπνησαν. Ποιος ξέρει γιατί μας κρατούν στάσιμους εδώ. Χιόνι κάμποσο έξω. Εξαιρετική κακοκαιρία. Πρωί πρωί πετάχτηκα στο γραφείο –δηλ. καλύβι αξιωμ/κών– να ιδώ τι θα γίνη για τις προμήθειες. Μόλις ξυπνά ο λοχαγός. Ο δικός μου κοιμάται κουβάρι πάνω σ’ ένα κρεββάτι εκστρατείας. Ούτε του μίλησα. Τράβηξα προς το μαγειρείο. Αχνιστές αχνιστές οι μουσούδες των φαντάρων απ’ το χιονιά που περιμένουν σαν Λαμπρή το τσάι, δηλ. ζεστό νερό με λίγη ζάχαρη. Μαζεύομαι πάλι στο καλύβι και περνά η ημέρα στη φωτιά με διάφορες κουβέντες. Αποφάσισα να ξυριστώ κι’ όλας. Είχα 10 ημέρες να κάνω αυτή τη δουλειά. Είδα τα μούτρα μου στον καθρέφτη και σκιάχτηκα ο ίδιος.– Ιδιόρρυθμο ξύρισμα.– Στήλωσα το καθρεφτάκι μου σε μια τρυπίτσα της καλύβας για να βλέπω κομμάτι φως. Απ’ έξω όμως, αν και πολύ νωρίς, έχει σκοτάδι. Με βία κατορθώνω να βγάλω τα βρώμικα γένια μου.
Η υπόλοιπη μέρα πέρασε ήσυχα. Ο χιονιάς μαίνεται έξω και όπως πάει τη νύχτα θάχωμε στίβα το χιόνι. Εμείς όμως έχουμε πιάσει τη φωτιά και τη στάχτη και ανακατευόμαστε εδώ σαν καλλικάντζαροι καταμαυρισμένοι και αηδείς, κυλιόμαστε μέσ’ στο χώμα και τη λάσπη που κουβαλούμε απ’ έξω. Ο γέρος της καλύβας αηδέστατος με κάτι γένια βρώμικα απελπιστικά, που τα βρέχει κάθε τόσο με τα βηξήματα. Βήχει συνεχιστά σαν άρρωστο ζώο, έναν απαίσιο βήχα και σαλιάζει και μυξιάζει όλο του το μούτρο. Το κεφάλι του τόχει καλύψει μ’ ένα σκούρο κι’ από πάνου μ’ ένα άπλυτο τσεμπέρι. Συχαίνεσαι να τον βλέπεις κι’ αυτόν και το καλύβι του. Κοιμάται μαζύ μας θεέ μου. Κοντά στη γνώση ότι θα οικονομήσουμε κι’ όλας και ζωύφια. Ίσια ίσια ένοιωσα προ ολίγου το κορμί του να με τρώει. Μπορούμε να γλυτώσουμε; Καθώς πέφτει διπλωμένος με κάτι βρώμικα ράκη και μαζώνεται κοντά στη φωτιά, δείχνει κουβάρι μαζεμένο. Τον έχει ταράξει το κρύο τον γέρο.
Νύχτα χθες στη 1 η ώρα μ’ αυτή την απαίσια παγωνιά έφυγαν τα παιδιά με τους σταθμούς οπτικών και ασυρμάτων. Πήγαν για τις χαράδρες και τους γκρεμούς και με το χιόνι το φριχτό και με μια κουβέρτα. Μαζί και ο Λοχ. και ένας Αξ/κός. Τι θα γίνουν!
Στον ύπνο μου που όλο διακόπτεται από φοβερούς εφιάλτες και όνειρα άλλα αντ’ άλλων, ακούονται αραιά βαρειές κανονιές. Η μεραρχία μας μάχεται από χτες.
2-12-40
(από το βιβλίο: Στάθης Γκοτσίνας, Από χιόνι… Πολεμώντας στην Αλβανία, Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας, Μαρτυρίες ΙV, Βιβλιόραμα, 2006)