Πιο πέρα, μέσα στο πρωινό μούχρωμα διακρίνομε δεξιά μια οικοδομή καινούργια. Εκεί θα πάμε, λέμε και τραβούμε. Επρόκειτο απλώς για γιαπί. Τέσσαρες τοίχοι μόνο. Μόλις είχε αρχίσει δηλαδή η οικοδομή. Ευτυχώς είχε στέγη. Περάσαμε στο υπόγειο. Άναψε κάποιος ένα κεράκι.
Προηγούμενα είχαν περάσει κι’ άλλοι. Βρόμα και δυσωδία. Μέσα στους χώρους τους άδειους έβλεπες λογής λογής πράματα, καθώς ερευνούσαμε να βρούμε μέρος για να θρονιαστούμε. Άχερα, σαρδελλοκούτια, κόκκαλα, λαιμούς και φτερούγες από κότες που φαίνεται είχαν αρπάξει για φάγωμα στρατιώτες από διάφορα μέρη. Τι φοβερό πράμα. Δυνατή βρόμα και μπόχα αποσυνθέσεως.
Αλλά «ουκ ην άλλως γενέσθαι»!
Το στομάχι άδειο ολότελα ούτε έχει διαμαρτυρηθή. Έχουν προτεραιότητα άλλες λειτουργίες, ολότελα αποκαμωμένες. Και πέφτουμε που λέτε χάμω στο χώμα. Εδεκεί μαζωμένο στα γόνατα με βρήκε το πρώτο βούισμα των επιδρομών. Σηκώθηκα. Ούτε νερό για πλύσιμο ούτε κάλτσες για τα πόδια, ούτε τίποτα. Αυτά είναι λεπτομέρειες. Τις περισσότερες φορές δεν νιβόμαστε. Η σκουριά προστατεύει και από το κρύο καθώς περιβάλλει όλο το σώμα. Ιδίως τα χέρια μου πούναι και χιλιοπληγιασμένα.
Βλέπω έξω το χωριό. Είναι μεγάλο, πάνω σ’ ένα λόφο. Μα καμμιά ωμορφιά πουθενά. Γυμνό και ξεθωριασμένο. Παλιόσπιτα ξασπρισμένα παντού, έτοιμα να σωριαστούν στο πρώτο φύσημα. Αναπνέω κάπως έξω τον κρυαδερό αέρα. Κάπως αναλαμβάνω. Κοιτάζω γύρω μου. Σήμερα θάχουμε γλέντι με τα αεροπλάνα.
Η ημέρα προχωρεί καλά. Νοιώθω δυνατή πείνα και δεν έχω τίποτα να φάω. Ο φίλος βγαίνει στο χωριό μήπως βρή τίποτε για φαΐ. Γυρίζει. Δεν υπάρχει «Bγιασμός». Έλεος. Σφίγγουμε λοιπόν το στομάχι. Όπως είπαν, άρχισαν γραμμή οι επιδρομές. Γράφω τα σημειώματα αυτά, ενώ βουΐζουν από πάνω μου απαίσια μελίσσια τ’ αεροπλάνα. Από στιγμή σε στιγμή θα ακουστούν και εκρήξεις. Μα τίποτε κατά ώρας. Οι καμπάνες του χωριού χτυπούν συναγερμό και ανακατεύονται με ουρλιάσματα των γυναικόπαιδων. Ώς την ώρα πέρασαν τέσσερες φορές.
Το βράδυ πάλι πορεία. Η ζωή μας έγινε πορεία. Είμαι νηστικός, με λίγο ξερό ψωμί που έφαγα, περνώ την ημέρα. Δεν έχω κέφι για τίποτα. Εσήμανε κάποτε συγκέντρωσις. Ετοιμάζω τα πράγματά μου και τραβιέμαι προς την κατασκήνωση. Η πορεία θα είναι μεγάλη απόψε. Κάπου 35 χλμ. Δηλαδή ώς τα ξημερώματα και μόλις είναι 5 η ώρα. Σκέφτομαι ότι μπορώ-δέν μπορώ να περπατώ όλη νύχτα με τους κόμπους λυωμένους και με πόνους δώθε-κείθε. Ούτε συζήτησι ότι απόψε θα ξεμείνω πουθενά.
Η πορεία άρχισε σε λίγο. Υγρασία και πάχνη άρχισε σιγά σιγά ν’ απλώνεται γύρω μας. Άλλο βάσανο αυτό. Ιδίως στα βαθουλώματα πήζουν σε σημείο που να δείχνει λίμνη νερού. Περπατούμε κάμποσο κάτου από την πάχνη που μας μουσκεύει. Στο ανηφόρισμα που ακολουθεί αραιώνει κομμάτι, αλλά πάλι εξακολουθεί να μας ποτίζη. Έχουμε προχωρήσει 10-12 χιλμ. Εγώ σούρνομαι προσπαθώντας ν’ ακολουθώ. Αδύνατον. Είμαι σαν σπασμένος. Τα πόδια μου πάνε πολύ ανοιχτά σαν να έχω ρεμβατισμούς.
Κάπου στο σκοτάδι διακρίνω κάτι σπίτια. Περνούμε κάποιο χωριό. Απ’ εδώ κι’ από κει στο δρόμο κάρρα και μεταγωγικά τμημάτων που προχωρούν, στέκονται για ανάπαυση.
Δεν αντέχω και σωριάζομαι σ’ ένα πλακόστρωτο μαζί με τον φίλο Κ. Δεν πάω άλλο. Θα μείνωμε εδώ. Ίσως βρεθή κανένας σταύλος, κανένα αχούρι να γλυτώσουμε τουλάχιστον από την υγρασία.
Περασμένα μεσάνυχτα. Το περισσότερο μέρος της πορείας και του δρόμου είναι μπροστά ακόμα. Αυτοί θα προχωρήσουν. Θα τους βρούμε αύριο. Ας δούμε τι θα γίνουμε απόψε. Απευθύνομαι σ’ ένα διαβάτη παρακαλώντας τον να μας μπάση αν έχη κανένα υπόστεγο, κανένα αχούρι, οτιδήποτε τέλος πάντων που νάχει μια στέγη μονάχα για την υγρασία. Μας ζήτησε λεφτά. Ό,τι είχα το έδινα αυτή τη στιγμή. Όμως ο άνθρωπος αστειευόταν! Μας ωδήγησε σ’ ένα μεγάλο υπόστεγο, από την μια πλευρά ανοιχτό, ίσα ίσα για να μπαίνει ο βοριάς. Μεγάλος χώρος, χώμα κάτου με κάτι εγκαταστάσεις για κατασκευή κεραμιδιών. Στο βάθος χόρτα και σανό. Κατεβάσαμε κάτω στο χώμα σανό και εστρώσαμε. Όλη τη νύχτα ετουρτούριζα και ο βοριάς που φυσούσε πολύ ψυχρός μας συγύρισε φυσώντας, αλλ’ αυτό δεν ήταν τίποτε. Εγλυτώσαμε από την αφόρητη, απ’ την τόσο διαβρωτική υγρασία. Άλλωστε τα φορέματά μας, χιτώνια γκαίτες, άρβυλα, χλαίνες, με τα οποία κοιμώμαστε παρέα, μας προφυλάσσουν κάπως από το κρύο, το οποίο μόνο τη νύχτα ξυρίζει επί του παρόντος εδώ.
20-11-40
(από το βιβλίο: Στάθης Γκοτσίνας, Από χιόνι… Πολεμώντας στην Αλβανία, Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας, Μαρτυρίες ΙV, Βιβλιόραμα, 2006)