Σήμερα τέλεψα νωρίς με τα ψώνια του λόχου. Με διάφορες τέχνες κατορθώνω τις περισσότερες φορές και γλυτώνω γρήγορα. Τρυπώνω σαν κουνούπι στα διάφορα τμήματα και άλλοτε με φωνές άλλοτε με γαλιφιές κατά τις περιπτώσεις, τα καταφέρνω. Γέμισα και την τσέπη μου ζάχαρη. Πλοχεριά πλοχεριά είναι βάσανο.
Κι αν σε ιδούν; Πάντα κάτι γίνεται. Άλλοτε στα φανερά, άλλοτε στα κρυφά. Πότε σύκα, πότε ψωμί, πότε τόνα πότε τάλλο, φιλεύω τα παιδιά και τα καταφέρνω να μη τρώω σχεδόν εγώ! Έτσι όταν γυρίζω με κυτούν τα παιδιά ερωτηματικά. Περιμένουν κάνα συκάκι, καμμιά σταφιδούλα. Ό,τι τέλος πάντων.
Κάπως ξανοιγμένος ο καιρός σήμερα. Πάει να σταματήση το χιόνι. Σαν ψέμματα μου φαίνεται. Το κρύο όμως το χαβά του. Όσο πάει κι αγριεύει. Κι έτσι γίνεται το χιόνι πάγος και πέφτει πάνω άλλο στρώμα και γίνεται πάγος κι αυτό, και πάει λέγοντας. Έτσι χάμω φτάνει σε πάχος 15-20 πόντους ο πάγος κι άντε να πατήση ζώο ή αρβύλα ή να τρέξη αυτοκίνητο. Αδύνατο. Πιάνουμε τις άκρες όσο μπορούμε να γλυτώνουμε τις βροντιές. Αλλά και εκεί μετά φόβου θεού. Κι έχει ένα πήξιμο αυτός ο πάγος. Σίδερο σωστό. Φαίνεται γυαλί πασπαλισμένο με νοτισμένη ζάχαρη. Στις ρεματιές, στα κεραμίδια, στις στέγες κρεμαστός πάγος, πλάκες ολόκληρες κουρελιασμένες προς τα κάτω.
Όμορφα πράματα. Και στην κοίτη του νερού συνεχιστή η παχιά πλάκα και από κάτω 5-10 πόντους διακρίνεις θολά να τρέχει το νερό. Ο γιατρός μας, που έγινε άριστος και αγαπητός φίλος, μου είπε να βγούμε παρέα, στο βουνό. Αν και ήμουν κάπως κουρασμένος, δέχτηκα και ξεκινήσαμε. Ήρθε μαζί μας και ο σεβαστός ο Ανθ/γός. Κούφο και ανόητο πρόσωπο. Επιτηδεύεται ζήλο και εργατικότητα και ό,τι κάνει –κολοκύθια δηλαδή– το επιδεικνύει μ’ έξαρση. Διαρκώς κάνει τον απασχολημένο, διαρκώς τον πολυπράγμονα. Ο έξυπνος του καρρέ. Πουλάει φούμαρα στον Λοχαγό που δεν μου φαίνεται να τα τρώη. Κολακεία και γλύψιμο. Άστα. Είναι και ροδοκόκκινος και κοντόπαχος. Πάμε λοιπόν προς το βουνό. Ο Γιατρός πήρε και την Αραβιδίτσα –ένα Ιταλικό λάφυρο που του χάρισε ο Νιόνιος μας– και κόψαμε προς το βουνό προς το νοτιά. Μέσ’ στα χιόνια και στα χαμόδεντρα. Δεν έχει δρόμο. Απ’ τον δρόμο στην ανάβαση ζεστάθηκα αρκετά και μετάνοιωσα που πήρα χλαίνη. Την έβγαλα κι ας φώναζε ο Γιατρός. Ο Σ. απ’ την αρχή παινεύθηκε πως αντέχει στον δρόμο. Εγώ σκέφτηκα να τον ρεζιλέψω γιατί ήμουν βέβαιος ότι και δω χάπι θα ήταν. Μα κι ο Γιατρός που δεν διαφωνεί μαζί μου την ίδια σκέψη έκανε φαίνεται και δόστου άνοιγμα. Φούσκωνε ο Σ. που έμεινε αμέσως πίσω φυσώντας σαν γουρουνάκι. Σε λίγο η ανάβαση πήγαινε κοφτή και για να γλυτώση και να κόψη το ρυθμό της πορείας άρχισε συζήτηση και τόνα - τάλλο. Αμ δε! Πίσω λοιπόν 10 μέτρα. Σε λίγο 20 μέτρα. Ώσπου τον χάσαμε.
Περίμενα λίγο με τον γιατρό και νάτος ξαναφάνηκε αξιολύπητος, με βία ανοίγοντας τα πόδια του στην κοφτή ανηφοριά. Σκούπιζε το πρόσωπο μ’ ένα μαντήλι. ΄Ιδρωσε ο καψερός. Ποιος τούφταιγε;
Φτάσαμε καμμιά φορά. Οι σταθμοί σκόρπιοι 100-200 μέτρα ο ένας απ’ τον άλλον. Τα παιδιά μόλις αναδεύονταν κάτου απ’ τ’ αντίσκηνα. Μύτες παπαρούνες και αναμάλλιασμα. Μερικά κάτω απ’ τις κουβέρτες ακόμη, είχαν έκφραση εγκαρτερήσεως. Αξουρισιά και των γονέων. Χιόνι παντού. Το μάτι γυρίζοντας γύρω απ’ τον κάμπο της Κορυτσάς προς την Σερβία, προς το βοριά, παντού, δεν βλέπει παρά άσπρο και μόνο άσπρο που το καλύπτει διάφανη αχνάδα. Στο βάθος μόλις μπορείς να ξεχωρίσεις σαν γαλακτερή υδάτινη την έκταση της λίμνης Αχρίδας. Πανόραμα. Προς τις γραμμές μας εναλλάσσονται κυματιστά οι βουνοσειρές και κει μέσα σε πρόχειρα χαρακώματα στ’ αντίσκηνα στο ίσιωμα ακόμα στα ξερά δέντρα –εδώ δεν υπάρχει ούτε είδα πουθενά ίχνος πρασίνου– παγωνιάζουν και σκεβρώνουν τα παιδιά μας, τ’ αδέλφια μας, καιρό τώρα. Τάφαγε το χιόνι και ο βοριάς και το κρυοπάγημα. Μεγάλη θραύση. Το τουφέκι και η οβίδα είναι μηδέν μπροστά του. Λοιπόν τα παιδιά παράπονα και τα τοιούτα. Έχουν δίκηο. Αλλά είναι κακομοίρηδες και μαγκούφηδες «πρώτης». Μέσ’ στο χιόνι, μέσ’ στη βαρυχειμωνιά και κάθονται και σταυρώνουν τα χέρια. Έτσι πεθαίνει κανείς. Ένα σωρό πράγματα θα έκανε ένας προκομένος να μετριάση την σκληρότητα των συνθηκών. Τίποτα. Τα ξύλα είναι στίβες κομμένα δίπλα 100-200 μέτρα και δεν πάει κανείς να φέρη. Προσπαθούν με τα χλωρά χαμόδεντρα ν’ ανάψουν φωτιά. Μα πώς. Το νερό είναι πιο κάτου κι’ αυτοί τρώνε χιόνι. Μια ωραία καλύβα σκελετό τούς έκανε επίτηδες ο μαραγκός, μ’ αυτοί ούτε ένα ξύλο, ούτε μια κλάρα δεν έβαλαν να την καλύψουν και να μπουν μέσα. Άλλο πράγμα. Τρεμοκουκουρίζουν λοιπόν και χουχουλίζουν στ’ αντίσκηνα. Ώσπου να γίνουν αρχαίοι.
Γυρίσαμε κάτω το μεσημέρι και τόρριξα στη φασολάδα και το βράδυ ήπια τρία παγούρια νερό να χωνέψω. Στην συγκέντρωση τη βραδυνή τα παιδιά συζητούσαν να βγουν για κυνήγι. Κάποιος Αλβανός τους είχε ειπεί γ’ αγριογούρουνα ότι είδε. Λοιπόν ετοιμασίες τα όπλα και λοιπά και σχέδια για το φάγωμα του γουρουνιού. Ούτε φαντάστηκα ότι θα κάμουν τίποτα.
20-12-40
(από το βιβλίο: Στάθης Γκοτσίνας, Από χιόνι… Πολεμώντας στην Αλβανία, Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας, Μαρτυρίες ΙV, Βιβλιόραμα, 2006)