Το πρωί ξυπνήσαμε θαμπά και τραβηχτήκαμε πάλι σε ύψωμα, πιάσαμε εκεί λημέρι την 20.5.48. Εγώ πήγα αμέσως παρατηρητήριον, ο Πανάγος κυνηγά τα ζωύφια, ο Αργύρης έφερεν αρκετά μεθύσια.1 Η Πανώρια τα έφκιασε σαλάτα και αφού τα ετοίμασεν πήγαμε όλοι και φάγαμεν σαλάτα, πάντως πολύ ορεκτική. Την ώρα που τρώγαμε, πέρασεν ένα αεροπλάνο και πέταξεν προκηρύξεις. Μας ήλθαν δυο εκεί πιο πέρα. Τις πήραμε και διαβάσαμε. Έλεγαν: Όσοι συμμορίτες δεν παρέδωσαν τα όπλα να τα παραδώσουν. Ο Διαμαντής με τις λίρες σε λίγο θα φύγει και θα είναι εκτός μάχης και άφησεν εμάς τα κορόιδα να σκοτωνόμαστε στα τζιάμπα. Να παραδώσομεν τα όπλα και υπόσχεται πως δε θα περάσομε ούτε στρατοδικείο. Υποστράτηγος Τσακαλώτος. Αφού διαβάσαμε την προκήρυξη και φάγαμε, ανάψαμε από ένα τσιγάρο και πήγα πάλι στο παρατηρητήριο. Κοίταξα γύρω. Τίποτα. Ησυχία. Κάπως φέρνω και το μάτι μου στον Άγιο Ηλία και δεν βλέπω καμιά σκηνή. Μπα, είπα, τι διάβολο, δεν βλέπω; Έτριψα τα μάτια μου, τα τέντωσα, και ξανακοίταξα. Τίποτα. –Ε, φωνάζω στους άλλους, έφυγαν, δεν βλέπω καμιά σκηνή πουθενά. Νόμισαν πως αστειεύομαι και γέλασαν. –Έφυγαν, τους λέγω πάλι. Τότε ήλθαν εκεί, κοίταξαν και αυτοί, δεν είδαν σκηνές. Σε λίγην ώρα βλέπομεν τα αυτοκίνητα να ξεκινάν από το κάτω μέρος από του Καλαμποκιά χωράφι να φεύγουν περί τα δέκα πέντε αυτοκίνητα προς Λιλαία2 και καμιά εικοσαριά μεταγωγικά. Φεύγουν, είπαμε όλοι, αλλά μας θελώνει το μυαλό όπου μείναν πέντε έξι στη Βριζόραχη και έκαναν προς τη Μπαρούκα3 (δηλαδή πάλι απάνω). Τους παρακολουθούμε με αγωνία. Μέχρι το βράδυ εκεί κινούνται. Τέλος φάγαμεν, κοιμηθήκαμε.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. μεθύσι,-ια: αρωματικό χόρτο, τρώγεται σαλάτα.
2. Λιλαία είναι η Κάτω Αγόριανη.
3. Αυτή η κίνηση ήταν προς την Άνω Αγόριανη.
[20.5.1948]
(από το βιβλίο: Μήτσος Ηλ. Καραντζάς, Το ημερολόγιο ενός Καπαπίτη από τον Εμφύλιο (όσο σώθηκε), Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας, Μαρτυρίες ΙΙΙ, Βιβλιόραμα, 2004)