Skip to main content
Πέμπτη 21 Νοεμβρίου 2024
21-11-1940
Γκοτσίνας Στάθης

Πρωί πρωί σηκώθηκα από το σανόστρωμά μου. Κρύωνα φοβερά. Μα δεν μπορούσα ούτε χάμω να μείνω. Τράβηξα λίγο νερό από ένα πηγάδι που ήταν δίπλα και έρριξα στα μούτρα μου.
    Σε λίγο φόρτωμα και ξεκίνημα. Ένα λίγωμα και έναν πόνο πίσω, λίγο κάτω από την πλάτη, ένοιωθα δυνατά. Η ελπίδα ήταν ότι θα μας έπαιρνε κανένα περαστικό αυτοκίνητο για να μας πάη στο μέρος όπου ξέραμε ότι βρισκόταν ο λόχος. Και τραβούμε και τραβούμε. Τα πόδια έχουν κολλήσει μέσ’ στην αρβύλα. Η πάχνη δεν έχει διαλυθή ακόμα και περπατούμε κάτω απ’ αυτή. Ευτυχώς είναι ίσιωμα, με ατέλειωτους όμως ελιγμούς που βαρυέσαι και εκνευρίζεσαι, περιμένοντας να τελειώσουν κάποτε. Αυτοκίνητο πουθενά. Ένα κάρρο μας φτάνει τρέχοντας, αλλά δεν ακούει τις παρακλήσεις μας. Ούτε φαίνεται να μας προσέχη ο καρολόγος.
    Προχωρούμε. Κατηφορίζουμε σε μια ρεματιά με πολλά νερά τρεχούμενα. Εκεί κάπου ακούγεται και ένας νερόμυλος. Από καιρό σε καιρό ακούμε συνέχεια βουητά των κανονιών από το μέτωπο μπροστά μας. Κάπου κάπου έχει και πρινηδόν. Αεροπλάνα ξέρετε κάνουν συχνές βόλτες. Και δεν είναι αστείο. Προχθές κάποιος που θα χάζευε σ’ ένα χωράφι, σκοτώθηκε αμέσως με πολυβόλο απ’ το αεροπλάνο.
    Ρωτούμε διαβάτες για το χωριό. Κοντεύουμε λέει.
    Σε μια στάση προσπέρασαν κάτι γαϊδουράκια φορτωμένα. Ένας συνοδός, καλός άνθρωπος φαίνεται, προσεφέρθη να φορτώση τα γυλιά μας. Μεγάλο καλό αυτό.– Θα ξαλαφρώναμε λιγάκι. Σε κάμποση ώρα φτάσαμε στο Χωριό Αργ. Εκεί ήταν ο λόχος. Ακουμπήσαμε σ’ ένα καφενείο τα πράγματά μας. Ο λόχος είχε κατασκηνώσει σ’ ένα δασύλιο, απ’ έξω από το χωριό μαζί με άλλο στρατό. Σωστή περιπέτεια να βρούμε τον δικό μας. Μια ώρα μπέρδεμα και γύρισμα ανάμεσα στους καταυλισμούς. Τον βρήκαμε. Ήταν στην ώρα γιατί γινόταν προσκλητήριο. Φάγαμε αμέσως γιατί είμαστε ολότελα ξελιγωμένοι από την πείνα. Δυο μέρες είχα να βάλω τροφή στο στόμα μου. Σε μια ταβέρνα στο χωριό αυτό που ήταν αρκετά μεγάλο και έδειχνε εύπορο, βρήκαμε κρέας. Έφαγα δύο μερίδες. Καλό στήλωμα αυτό. Ώς το βραδάκι χαζέψαμε. Είχαν γίνει και βομβαρδισμοί εδώ επανειλημμένως. Είναι στα σύνορα το χωριό και είναι μεγάλη διάβασις. Η είδησις ότι το βράδυ δεν έχει πορεία, μ’ εχαροποίησε αφάνταστα. Επί τέλους, θα βρίσκαμε καιρό να ξεκουραστούμε.
    Εψάξαμε για σπίτι και βρήκαμε ένα ξενοδοχειάκι. Μας ετοίμασε ένα δωμάτιο. Θα είχαμε λοιπόν δωμάτιο, κρεββάτι και σκεπάσματα. Σαν απίστευτα όλα αυτά. Θα ζεσταθούμε λοιπόν ένα βράδυ σε στέγη που δεν μπάζη απ’ όλες τις μπάντες αέρα, έτσι φαίνεται. Νωρίς νωρίς πήγα και έφαγα μια σαλάτα γιατί δεν πεινούσα και ήπια και δυο ποτήρια κρασί.
    Έκανα σαν μικρό παιδί από τη μεγάλη ευχαρίστηση με την προσδοκία μιας κάποιας στοιχειώδους ανέσεως για το βράδυ. Κοιμήθηκα βαθειά ώς το πρωί.

(από το βιβλίο: Στάθης Γκοτσίνας, Από χιόνι… Πολεμώντας στην Αλβανία, Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας, Μαρτυρίες ΙV, Βιβλιόραμα, 2006)