Ταχτοποιούσα τα τρόφιμα του Λόχου στην αποθηκούλα κατά το μεσημεράκι και νάσου μπαίνει μέσα ο Κ. χαρούμενος και γελώντας χαζά. Είχε πάει κι’ αυτός κυνήγι. Ο Λοχαγός στο κρεβάτι αδιάθετος από χθες. – Τι συμβαίνει Καράγιωργα;
– Έχουμε κυνήγι λέει, Κυρ Λοχία. Φέραμε γουρούνι. Οι άθλιοι τα κατάφεραν. Έρχεται λοιπόν ο Κ. να το αναγγείλη στον Λοχαγό, βέβαιος ότι θ’ άκουγε τα συγχαρητήριά του για το κατόρθωμα και επί τη ευκαιρία να τσιμπήση και κονιάκ. Είχε κουραστεί και παγώσει στο βουνό ο δυστυχής. Αντί συγχαρητηρίων συνοφρύωση ο Λοχ. Από μελαχροινός έγινε μαύρος και βλοσυρός. Του Κ. του κόπηκε το χαζό χαμόγελο και έκλεισε το φαφούτικο στόμα του και κοιτούσε με απορία και ηλιθιότητα τον Λοχαγό. Εγώ κατάλαβα.
– Ποιος σας είπε να πάτε στο κυνήγι; Δεν ξέρετε ότι απαγορεύεται, όπως και οι πυροβολισμοί; Κόκκαλο ο Κ. Κάτι πήγε να αρθρώση. Έλεγε βλακείες.
– Δεν το κάναμε σκοπίμως κύριε Λ. Δεν το κάναμε από υστεροβουλία!! Τι ήθελε να πη; Είναι αγράμματος ο καψερός.
– Πήγαινε του λέει ο Λ. Απότομα και να μου φωνάξης τον Μανούσο (τον Ανθυπ/γό). Σε λίγο ήρθε ο Μ. Κύταξε του λέει ποιοι ήσαν αυτοί να τους πας στο Στρατοδικείο στη Μεραρχία αφού προηγουμένως φέρουν το γουρούνι εδώ. Κανένας δεν περίμενε ότι θάχε και Στρατοδικείο η δουλειά. Θρήνος τα παιδιά. Κλαίγαν το γουρούνι που το χάσαν, είχαν τώρα και Στρατοδικείο. Σαν πολλά τα κάνει ο κυρ Λοχ. Δεν άξιζε βρε αδερφέ τον κόπο. Οι αξιωματικοί τούφεραν βόλτα να τα συγχωρήση τα παιδιά. Ούτε μιλούσε.
– Τον αντίθεό του, έβριζε ο Στράτος ούτε ένα κοψίδι να μη φας και να πας και στο Στρατοδικείο πω πω και αν το μάθη ο πατέρας μου.
Το γουρούνι ήρθε. Ωραίο, καμμιά 55 οκάδες, μεγάλη δουλειά. Άθλος που θα τσακίζονταν σε ταξίδια και σε έξοδα οι Αθηναίοι κυνηγοί και ζήτημα αν καταφέρναν τίποτα. Το χοντρύτερο κυνήγι βλέπεις. Μεθ’ ο στη Μεραρχία, στο δικαστικό, ώστε ήταν γεγονός το Στρατοδικείο. Τα πήγε τα παιδιά ο Μαν. Εκεί τους είπαν ότι για να δικαστούν έπρεπε να προηγηθή πρόχειρη ανάκριση του Λόχου και μήνυση ταχτική. Κάναμε την ανάκριση το απόγευμα και το πόρισμα με τον Μανούσο. Τα παιδιά βρήκαν το ψέμμα ότι είχαν πάει για ξύλα τάχα στο δάσος και τους βγήκε το γουρούνι μπροστά και το χτύπησαν. Αυτό έλεγαν. Ο Λοχ. άκουγε απαθής, αμίλητος. Τελειώσαμε του δώσαμε το πόρισμα. Τα δίπλωσε τα χαρτιά ο Λ. και τάβαλε στο μπαούλο του. Τι να τάκανε. Άλλη μια φορά οι αξιωματικοί τον παρακάλεσαν. Μιλιά. Σε λίγο ήρθε και ο Νιόνιος μας εκεί απ’ το διπλανό χωριό που μένει. Κάτσαμε αρκετή ώρα και ύστερα είχε κατέβει αρκετά η νύχτα – φύγαμε.
21-12-40
(από το βιβλίο: Στάθης Γκοτσίνας, Από χιόνι… Πολεμώντας στην Αλβανία, Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας, Μαρτυρίες ΙV, Βιβλιόραμα, 2006)