Το πρωί 22.6.48, Τρίτη, χτύπησαν δυο αγελάδες, ετοίμασαν το κρέας στα σακκιά και ήταν έτοιμοι να φορτώσουν, αλλά έρχεται το καραούλι και μας είπεν την Κολοκυθόβρυση βλέπει κινήσεις αλλά δεν ξέρει τι είναι, εχθρός ή δικοί μας. Πήραμε τα όπλα και βγήκαμε όλοι στο καραούλι. Εγώ πήγα στο πιο κοντινό ύψωμα να ιδώ καλύτερα τι είναι, αλλά προτού βγώ στο ύψωμα άκουσα πίσω μου στο πυκνό δασωμένο πατήματα αρβυλών, που περνούσε μικρό δρομάκι. Για να ιδώ δεν ημπορούσα, αλλά ούτε και να κινηθώ μπορούσα. Όταν πέρασαν όλοι, τότε βγήκα στο δρομάκι, κοίταξα τα ίχνη. Διακρίνεται μόνον ένας τορός, που είχε πρόκες. Άλλος δεν φαίνεται. Τότε πήγα από κοντά μέχρι Φωτάκου Πηγάδι. Εκεί τους πλησίασα και τους φώναξα τι είναι. Μου είπαν αντάρτες. –Ποιοι; –Ο Οξυάς! Γνώρισα τη φωνή του. Επλησίασα. Χαιρετηθήκαμε. Και τους ρώτησα πού πάνε, πού δεν μου είπαν και συζητήσαμε λίγο βιαστικά, με χαιρέτησαν και εξακολούθησαν το δρομολόγιό των. Εγώ γύρισα πίσω στο καραούλι, όπου με περίμεναν οι άλλοι με ανησυχία. Τους είπα πως είναι δικοί μας και πάνε αποστολή. Βρε, μας χασομέρησαν τόσην ώρα, είπε ο Γαζής. Φόρτωσαν τα μουλάρια και έφυγαν. Εμείς ετοιμάσαμε φαγητό, φάγαμε και έπειτα βγήκαμε στο καραούλι και γράφω μέχρι το βράδυ. Έχομεν ησυχία από όλα τα σημεία. Αφού φάγαμε, κοιμηθήκαμε.
[22.6.1948]
(από το βιβλίο: Μήτσος Ηλ. Καραντζάς, Το ημερολόγιο ενός Καπαπίτη από τον Εμφύλιο (όσο σώθηκε), Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας, Μαρτυρίες ΙΙΙ, Βιβλιόραμα, 2004)