Πάλι σήμερα πρωί πρωί προμήθειες. Μά κρέας, μά ζάχαρι, τσιγάρα, ξέρω εγώ ένα σωρό πράματα, σωρό άνθρωποι, πού να προφτάσης.
Πρωί πρωί μάλωσα μ’ ένα φούρναρη γιατί δεν ήθελε να μου πουλήση ξύλα για το συσσίτιο. Ο Δεκανέας συσσιτιάρχης με το κάρρο ακολουθούσε. Άχρηστος άνθρωπος. Κρατεί το «βιβλίο συσσιτίου» και περιμένει τα πάντα από μένα. Ένα παιδάκι του 1939 από τα χωριά της Θεσσαλονίκης. Αναστενάζει και παραπονιέται διαρκώς. Λέει πως έχει ελονοσία. Δεν είχαμε νοικοκυρά μου λέει στο σπίτι και ήμουν έτοιμος να παντρευτώ.
Ο Κροντηράς πιο πίσω με το κάρο – τον ξέρετε τον Κροντηρά. Παιδί του Λαού. Απ’ το Μεταξουργείο. Δεν χαλάει το κέφι του με τίποτα. Έρχεται τραβώντας το υποζύγιο και τραγουδά διαρκώς. Έχει κάποια φωνίτσα και ο Υπολοχαγός που είναι φαίνεται φιλόμουσος τον τραβά στο αντίσκηνο ή πάει κοντά στους στρατιώτες για τραγούδι. Εμένα δεν με πήρε είδηση ακόμη: «Αχ Μεξικάνα» λοιπόν και πάει λέγοντας. Ψιχαλίζει και σε λίγο αρχίζει δυνατή βροχή. Εμείς τη δουλειά μας. Πήραμε ό,τι βρήκαμε απ’ τ’ αναγκαία.
Γύρισα στο Γραφείο. Οι αξιωματικοί τρώνε. Ούτε με νοιάζει για φαΐ καθόλου. Κάτι λέμε με τους αξιωματικούς. Ρωτώ αν θάχουμε πορεία κ.λπ. Άγνωστον. Ήρθε και ο Ταχυδρόμος. Γράμματα απ’ την Μαρ[ία] μου, από το Γιάννη. Μεγάλη χαρά και πανηγύρι. Αργά το βράδυ μαθαίνω πως θα ξεκινήσουμε 4 το πρωί. Γιατί όχι; Και βρέχει έξω συνέχεια. Ο τόπος γύρω σκεπασμένος πούσι. Στρώθηκα σε μία κάμαρη-σανίδωμα, έδιωξα τους αξιωματικούς. Ας πούμε πως κοιμήθηκα. 3 η ώρα εγερτήριο. Και τραβούμε αφού φορτώθηκαν τα ζώα και ετοιμαστήκαμε. Πάμε προς την Καστοριά. Η πρωινή κρυάδα ζωηρή πολύ, μαζί μ’ ανεμοβρόχι που μας δέρνει στα μούτρα, μας μουδιάζει τα άκρα. Η πορεία ζεσταίνει λιγάκι.
23-11-40
(από το βιβλίο: Στάθης Γκοτσίνας, Από χιόνι… Πολεμώντας στην Αλβανία, Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας, Μαρτυρίες ΙV, Βιβλιόραμα, 2006)