Τίποτε ενδιαφέρον. Ο χρόνος βγαίνει σε λίγο. Και μεις ξαπαγιάζουμε εδώ στην Αρβανιτιά ταγμένοι στην εκπλήρωση ενός μεγάλου σκοπού. Όλοι τον έχουμε νοιώσει. Το κρύο ζορίζει συνεχώς. Πολλούς βαθμούς υπό το μηδέν. Φρίκη. Τι θα γίνεται τάχα στ’ αντίσκηνα πάνω στις γραμμές. Τι πόνος και τι οδύνη γεμίζει τ’ άξενα πλακωμένα στις στίβες χιονιού υψώματα της Αρβανιτιάς. Τι πελώρια ψυχή διαθέτουν η στρατιώτες μας. Πού να το καταλάβετε σεις εκεί κάτου. Πώς κρουσταλιάζουν τα πάντα και άμα βγουν τ’ άκρα έξω ξεμένουν κοκκαλιασμένα, αναίσθητα, αφόρητα πονεμένα, χαμένα, ανίκανα και το σπίρτο του τσιγάρου ν’ ανάψουν. Αλλόκοτο πράμα. Και το άσπρο, το μονότονο άσπρο, το καταθλιπτικό άσπρο του χιονιού σου παλαβώνει το μάτι και το κλείνεις αυτόματα για ν’ αποφύγης την σκοτοδίνη. Σάβανο, δοξασμένο χιόνι, πάλευκο σε πόσους τάχα τρισένδοξους πολεμιστές μας.
Το κρυοπάγημα δίνει και παίρνει. Δεν το ξέρετε σεις το κρυοπάγημα. Πού να το ξέρετε. Είναι φρούτο της Αρβανιτιάς. Μας τόφερε η απαίσια χειμωνιά και η πίστη να κρατήσουμε και να σπρώξουμε την θέση μας. Πώς γίνεται και πέφτουν σάπια τα χέρια και τα πόδια; Πώς τα χάνεις χωρίς να πάρης είδηση. Πώς υποφέρεις το μαρτύριο το πρωτάκουστο να νοιώθης σιγά να χάνεται η αίσθηση. Ότι ένα μέλος χάνεται σιγά. Δεν το έχεις. Αρχίζει το πάγμα απ’ τα νύχια που το συνοδεύουν αλγηδόνες σαν να σε τσίμπησαν οχιές πολλές και περνούν και τρέχουν και διαχύονται απάνου στα μπούτια και τα μπράτσα σαν εκκένωση και κύματα ηλεκτρικού ρεύματος και που δεν γίνεται ούτε με τη φωτιά ούτε με πιοτό. Πόνος, φρίκη, και οδύνη. Ύστερα το πρίξιμο. Το πρίξιμο, το κόκκινο που ξανάβει σαν φωτιά το δέρμα, που το βλέπεις, το μετράς και το παρακολουθείς καθώς προχωρεί. Φριχτό πράμα. Η ψυχή λυγάει και τσακίζεται στο θέαμα. Λεβέντες στητοί ώς απάνου, θαύμα υγείας και λεβεντιάς, τους βλέπεις με τη βαθειά οδύνη και τον πόνο, τον ανείπωτο, να τους έχει χαρακώσει το πρόσωπο, με βαθειές σχισμές, να κρέμονται μετέωροι στους ώμους συναδέλφων με κρεμασμένα σαν κούτσουρα αναίσθητα φουσκωμένα τα πόδια ώς απάνου στον αστράγαλο, γυμνά χωρίς αρβύλες, φασκιωμένα. Κοντά στη γνώμη που το λογικό σκοντάφτει στην υπόθεση αυτή. Η πεθυμιά της ζεστασιάς της φωτιάς γίνεται σιγά σιγά πάθος, γίνεται αρρώστεια φοβερή, νεύρωση. Αλλοίμονο στον άρρωστο. Σαν τους διψασμένους στην έρημο. Κάτου στην Σαχάρα που απ’ την κόλαση της δίψας παραλλάζει ο νους και χάνεται και ο άρρωστος πέφτει σε μια προθανατική κατάσταση και του φέρνει μπροστά ο χαμένος νους και η αλλαλιασμένη φαντασία ποταμούς και καταρράχτες με νερά δροσερά, κρουστάλια και γαργαριστά, που δεν θα τα ιδούν και δεν θα τα γευθούν ποτέ και που θα μείνουν εκεί στην καυτή άμμο με κολλημένη τη γλώσσα και πηγμένο το λάρυγκα. Έτσι και εδώ. Ο άρρωστος στο αντίκρυσμα της φωτιάς πέφτει κατάισια μέσα στα κάρβουνα με τα μούτρα και καίγεται. Είδα και άκουσα περιστατικά τέτοια. Χρειάζεται δύναμη και προσοχή να τον κρατήσεις. Ύστερα έρχεται η αναισθησία. Μαυρίζει και μελανιάζει το δάχτυλο, μαυρίζει το πέλμα, ο αστράγαλος. Η γάγκραινα πήρε τη θέση της. Το παγωμένο αίμα σαπίζει μες στις αρτηρίες. Η σάρκες αρχίζουν και πληγιάζουν και ξεφτούν δώθε-κείθε και απολάν κομμάτια σαπισμένα, αηδή και σιχαμερά. Πάει πια το πόδι, παν και τα χέρια, κατά τις περιστάσεις και την προσβολή. Ύστερα ξέρετε τι ακολουθεί; Το ορεινόν χειρουργείον. Ούτε αυτό το ξέρετε. Έχει μια σκηνή κάπου εκεί λίγο πιο πίσω απ’ τις γραμμές, κάτι γιατρούς με λευκές μπλούζες και έχει κυρίως μαχαίρια και σατράνια που κόβουν αλύπητα. Σε κολλάει λοιπόν απάνου στο τραπέζι κ’ αρχίζει το πριόνι και δουλεύει αλύπητα, αδυσώπητα. Πάει το χέρι. Πάει και το πόδι, παν και τα τέσσερα άκρα καμμιά φορά. Έτσι προχθές είδα έναν οδηγό, ένα κούτσουρο, χωρίς χέρια, χωρίς πόδια, φασκιωμένο όπως τα μωρά να τον «διακομίζουν». Έτσι κόβουν και πριονίζουν εκεί και τρώνε χέρια και πόδια σαν να μη συμβαίνει τίποτα. Τη δουλειά τους. Θα κόψουν πολλά και σήμερα και όσο κρατάει της Αρβανιτιάς η αλλοιώτικη παγωνιά θα κόβουν αυτοί. Και κόβουν έτσι πολύ εύκολα μ’ ελαφρή καρδιά, μ’ αναισθησία αφάνταστη, επαγγελματική. Σαν να πακετάρουν πακέτα, σαν να κάνουν καμμιά άλλη δουλειά αυτοματική. Πόσο χάνει στο χρηματιστήριο του πολέμου η ανθρώπινη σάρκα θέ μου! Πολλά πόδια μπορούσαν να γλυτώσουν. Επίσης και τα χέρια. Μα δεν γλύτωσαν. Γιατί; Αυτό είναι το «ορεινόν χειρουργείον». Τίποτε ζημιά δεν έκαμε το κανόνι, η μπόμπα και η μπάλλα μπροστά στην καταστροφή του κρυοπαγήματος.
23-12-40
(από το βιβλίο: Στάθης Γκοτσίνας, Από χιόνι… Πολεμώντας στην Αλβανία, Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας, Μαρτυρίες ΙV, Βιβλιόραμα, 2006)