Το πρωί 23.5.48 με ξύπνησε ο Αργύρης. –Μπάρμπα, σήκω να φάμε, πήγε γιόμα. –Μπάρμπα, μου λέει και ο Πανάγος, σήκω να φάμε, μην κοιμάσαι πολύ, θα πρηστούν τα μάτια σου. –Αφήστε με1 παιδιά, τους είπα, να κοιμηθώ, φάτε σεις και κρατάτε μου λίγο φαγητό. Έκλεισα πάλι τα μάτια. Αφού οι άλλοι έφαγαν και κράτησαν εμέ στην καραβάνα, όταν ξύπνησα έφαγα και βγήκα στο καραούλι, όπου ήταν και οι άλλοι. Εκεί ήλθεν και ο Αντρέας Μούκας, αποσταλμένος προς αναγνώρισιν. –Βρε, καλώς τον Ανδρέα, πούθε έρχεσαι; Πού είναι οι άλλοι; Δεν πήγατε ακόμα εσείς να παρουσιαστείτε; –Όχι, Μπάρμπα Μήτσο, είμαστε όλοι εδώ κάτω, που μας είχες ειπεί να μείνομεν. Έχομε σώσει από ημέρες το ψωμί και τρώγαμε κουκιά. Τώρα ήρθαμε εδώ παρακάτω, στο χαλιά,2 και μείναμε, μας πήρε η μέρα, εγώ τραβήχτηκα μπροστά, μέχρι εδώ, μήπως αντάμωνα κανέναν από εσάς, να μου δώσει ψωμί. –Ναι, παιδί μου, θα σου δώσομε, αλλά το βράδυ να πάρεις και τους άλλους και να έρθετε εδώ. Τώρα, έλα εδώ (βγήκαμε αγνάντια στο ρέμα). Το βλέπεις κείνο το τσιμαράκι,3 που έχει ένα ξηρό κοντολάτι; –Ναι, το βλέπω, είπεν ο Αντρέας. –Εκεί είναι ένας γυλιός γεμάτος ψωμί, ρεβίθια, εληές. Να το πάρεις και να τα φάτε όλα. –Ευχαριστώ, είπεν ο Αντρέας και έφυγεν.
Τότε ο Αργύρης ήλθε κοντά μου και μου είπε: –Μπάρμπα, καμιά σαρανταπενταριά μπασκίνια πάνε απάνω προς την Πέτρα, έχουν και δυο μεταγωγικά, τους βλέπω πού είναι, απέναντι στο χωράφι του Καπλανόγιαννου. –Ναι, ναι, τους βλέπω. Άσ’ τους να παν. Αλλά επειδή πολλές φορές έχουν γυρίσει από την Πέτρα προς εδώ, όλο τη ρεματιά, ετοιμαστείτε να περάσομεν όλοι πέρα στα κέδρα, για να βλέπομε και το μέρος τούτο εδώ. Όλοι στο λεπτό έτοιμοι. Ξεκινήσαμεν, πήγαμε στο απέναντι μέρος, πιάσαμεν ζαβό4 και καραούλι και καθήσαμε όλη την ημέρα. Ησυχία τα πάντα. Ο στρατός ανέβηκεν στο Βαρκό και τον χάσαμε. Άλλο πέρα δεν ημπορούμε να τον παρακολουθήσομεν. Το βράδυ κατεβήκαμε πάλι κάτω, φκιάσαμε μπ’γάτσια5 και μαγειρέψαμεν κουκιά για την άλλη μέρα. Το δε βράδυ φάγαμεν μόνο κατσαμάκι6 και κοιμηθήκαμεν.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Αυίστιμι, στο χειρόγραφο.
2. χαλιάς: κατηφόρα με χαλίκια και κροκάλες.
3. τσιμαράκι: μικρό βραχάκι.
4. ζαβό: δύσβατο μέρος.
5. μπουγάτσα, μπ’γατσια: κουλούρα ζυμαριού ψημένη στη θράκα.
6. κατσαμάκι (ή μαμαλίγκα): ζύμη από καλαμποκάλευρο.
[23.5.1948]
(από το βιβλίο: Μήτσος Ηλ. Καραντζάς, Το ημερολόγιο ενός Καπαπίτη από τον Εμφύλιο (όσο σώθηκε), Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας, Μαρτυρίες ΙΙΙ, Βιβλιόραμα, 2004)