Skip to main content
Πέμπτη 21 Νοεμβρίου 2024
[24.5.1948]
Καραντζάς Μήτσος Ηλ.

Το πρωί ξυπνάμε 24.5.48. Πάλι θαμπά ο Αργύρης φώναξεν: –Μπάρμπα, θα αλλάξομε λημέρι ή θα μείνομεν εδώ; –Όχι παιδιά μου, εδώ θα μείνομεν. Να πας στο καραούλι, να αφουγκραστείς μήπως ακούσεις τίποτα και εκεί να μείνετε και οι δυο με τον Πανάγο, κάθε ένας στη θέση του, μέχρι να έρθομε και εμείς εκεί. Ο Αργύρης πήρε και τον Πανάγο, βγήκαν στο καραούλι, αφουγκράστηκαν.1 Τίποτα δεν άκουσαν. Εγώ θα πάγω να πάρω νερό, είπεν ο Πανάγος. Τώρα που είναι ακόμα θαμπά, για να μη μας βλέπουν την ημέρα κινήσεις. Πήρε τα παγούρια κι έφυγε. Τώρα ο Αργύρης μένει μόνος του στο καραούλι και προσέχει βέβαια πιο καλά τώρα, γιατί έφερνε την ευθύνη μόνος του. Εκεί όπου έφερνε το μάτι του ολόγυρα με προσοχή, κάποτε φέρνει και τη ματιά του ψηλά στο βράχο, όπου βλέπει κάτι κινήσεις και το μάτι του καρφώνεται εκεί ψηλά, παρακολουθώντας με προσοχή την κάθε κίνηση. Κάποτε έρχεται και ο Πανάγος. –Έλα πάνω, από εκεί [από] το καλυμμένο, είπεν ο Αργύρης, γιατί έχουν βγει απάνω στο βράχο και θα μας ιδούν. Ο Πανάγος πήγεν εκεί κοντά στον Αργύρη, κοίταξεν και αυτός με προσοχή και είδε πραγματικά να κάθονται τρεις στην αράδα και να κινούνται διάφορες κινήσεις. Μα τότε από τον ουρανό κατεβαίνει και τέταρτος, ομοίως και κάθεται εις το πλάγι των άλλων.
    Τότε γέλασαν δυνατά τα δυο αδέλφια, όπου τα άκουσα και εγώ. –Τι συμβαίνει, παιδιά; τους είπα. Πρωί-πρωί ορεξάτα γέλια; Τότε ήλθαν και οι δυο και μου είπαν: –Μπάρμπα, σήμερα είχαμε συναγερμό. Τρία όρνια κάθονται στην κορυφή στο βράχο και από δω φαίνονται άνθρωποι. Εάν δεν πήγαινε, λοιπόν, και τέταρτο να μείνει εκεί, ποιος ξέρει πού θα πιάναμε αλλού λημέρι. Τότε γέλασα και εγώ από καρδιά, καθώς και οι άλλοι και κολατσίσαμε τα κουκιά και τη μπ’γάτσια.2 Όταν καθήσαμε, ακούσαμε μια ριπή οπλοπολυβόλου στο Δόκανο, μέχρι δεκαπέντε φυσίγγια και σταμάτησαν. Ποιοι βάλανε δεν ξέρομε. Ίσως να είναι ο στρατός που πέρασε χθες από την Πέτρα-Βαρκό. Έπειτα φυλάξαμε καραούλι. Κάθε ένας με τη σειρά και οι άλλοι εκοιμούντο. Όταν όλοι ξυπνήσαμεν και ετοιμάστηκαν να κατέβομεν στο μόνιμο μαειργιό μας (πλην το καραούλι) ακούσαμε πατήματα στο πλευρό μας. Έστριψα, βλέπω μπρος να έρχεται ο Ανδρέας και κοντά ο γιος μου ο Κομνάς. Μόλις τους είδα μου φάνη παράξενο, πώς ευρέθη ο Κομνάς εδώ; Είπα μήπως ’νειρεύομαι. Τίναξα τα μάτια μου, τα έτριψα και ξανακοίταξα. Σωστά! Αυτός είναι! –Βρε, καλώς τον, είπα. Και έδωσα χέρι. –Καλώς σας ηύρα, Πατέρα, είπεν. Και φιληθήκαμε. Τα μάτια βούρκωσαν και των δυονών. Έπειτα ήλθεν και η μάνα του. Εκεί, τα ίδια συνέβησαν και με αυτήν. –Και πού είναι οι άλλοι, Αντρέα; –Τους άφησα εκεί κάτω χαμηλά, μου είπαν, εάν θα βγούμε κάτω εμείς, να περιμένουν, αλλιώς να πάγω να τους ειπώ να έλθουν απάνω. –Όχι, άσ’ τους, θα πάμε κάτω εμείς. Αφού ετοιμαστήκαμε, κατεβήκαμε κάτω και ανταμώσαμεν όλη η παρέα, όσοι ήμαστε πρώτα (πλην της Κατίνας Γκούμα, όπου παρουσιάσθη ο Ηλίας και έφυγε και αυτή για να παρουσιαστεί). –Ε, παιδιά, τους είπα, εγώ, ο Ανδρέας, η Ελένη, θα μείνομεν εδώ. Εσείς οι άλλοι να πάτε να πάρετε αλεύρι στην απόκρυψη. Έφυγαν. Σε λίγο γύρισαν και μου είπαν ότι την απόκρυψη την βρήκεν ο φασισμός. Νέα στενοχώρια για το ζήτημα επισιτισμού.
 
 
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
 
1. Αυρονκάστικαν, στο χειρόγραφο.
 
2. μπουγάτσα, μπ’γατσια: κουλούρα ζυμαριού ψημένη στη θράκα.

(από το βιβλίο: Μήτσος Ηλ. Καραντζάς, Το ημερολόγιο ενός Καπαπίτη από τον Εμφύλιο (όσο σώθηκε), Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας, Μαρτυρίες ΙΙΙ, Βιβλιόραμα, 2004)