Skip to main content
Σάββατο 21 Δεκεμβρίου 2024
25-12-40
Γκοτσίνας Στάθης

Το πρωινό ούτε το κατάλαβα πώς πέρασε. Είχε λειτουργία στον περίβολο της Μεραρχίας. Ώς εκεί να πας με την πρωινή παγωνιά είναι δύσκολη επιχείρηση. Το πόδι αδύνατο να στεριώσει χάμου και να πατήση με βεβαιότητα. Όμως πήγαν τα παιδιά. Εγώ ξεκίνησα για τον εφοδιασμό για να γυρίσω νωρίς. Τα πόδια των ζώων τα τυλίξαμε με τσουβάλια για να μην γλυστρούν και τσακίζονται. Λειτουργία στο ύπαιθρο, στο αχνίζον λευκό τοπίο της μικρής κοιλάδας. Λυπήθηκα που έχασα τη μυσταγωγία αυτή. Τα παιδιά ξεκίνησαν με κέφι και είχαν ετοιμάσει και χωρωδία για το «Η παρθένος σήμερον». Επί κεφαλής ο Κρουταράς. Ο πιο καλλίφωνος και ο πιο σαχλός. Και ο Επιλοχίας μας, το παιδάκι, οργανωτής. Εγώ γύρισα κατά τις 10. Ότι είχα τελειώσει τη διανομή της «βελτιώσεως συσσιτίου». Έτσι λέγονται οι κομπόστες. Ο Λοχαγός είχε τραπέζι τον Ταγματάρχη μας. Αγριογούρουνο και μπριζολάκια μπόλικα. Προσεκλήθηκαν οι ειδικοί μάγειροι του Λόχου και άρχισαν να ψένουν. Τα καψερά τα παιδιά που τόφεραν ούτε μεζέ. Φάγαν μόνον μια προανάκριση και μια πεντάρα επιεικώς.–
    Μια μελαγχολία απροσδιόριστη και μια βαρυεστημάρα με κατέχουν από ώρα. Το απόγευμα θαρχόταν ο Νιόνιος. Να μου κάνη συντροφιά ημέρα πούναι και να ιδωθούμε σαν αδέλφια αγαπημένα. Έχω και πρόσκληση απ’ τον φίλο λοχαγό Π.Δ. στο σπίτι που μένει. Θα φάμε μαζί, θα γιορτάσουμε και θα πιούμε κι’ όλας, γιατί ο Π. εφρόντισε και έφερε κρασί ελληνικό απ’ την Κορυτσά που πέφτει κάπου 50 χιλιόμ. απ’ εδώ. Έμαθα και την διαταγή της μετακινήσεώς μας πίσω για το Ζ. Εγώ θα έφευγα αύριο την 26. Μαζί με τον Βατσελά για στρατοπεδιά. Ο λόχος θ’ ακολουθούσε την 27. Θα φεύγαμε νύχτα, αποβραδύς στις 26 και μετά πορείαν 40-45 χιλ. νυκτερινή θα φτάναμε στο καθωρισμένο μέρος. Το μεσημέρι φάγαμε μαζί με τον Π. Περάσαμε τόσο εγκάρδια, τόσο καλά. Είπαμε τόσα πράματα και περιμέναμε και το Νιόνιο. Αυτός δεν ήρθε όμως και περίμενα ώς αργά το βράδυ. Γύρευγε τι του έτυχε. Έτσι πέρασε η μέρα με κάποιο κέφι και κάποια προσπάθεια ξανοίγματος. Μα η ψυχή δεν ξάνοιξε. Νοσταλγούσε πολύ.

(από το βιβλίο: Στάθης Γκοτσίνας, Από χιόνι… Πολεμώντας στην Αλβανία, Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας, Μαρτυρίες ΙV, Βιβλιόραμα, 2006)