25.6.48, Παρασκευή. –Μπάρμπα, τα παιδιά δεν ήρθαν και εγώ θα φύγω με το κρέας. Άμα ’ρθούν, στείλε τη ρόδα πέρα. –Καλά, Κώστα, είπα. Ο Κώστας, αφού με χαιρέτησε, έφυγε. Στο δρόμο συνάντησε τον Κομνά που έφερνε το μουλάρι άδειο. –Γιατί Κομνά; του είπε. –Είναι πολύ μεγάλη που θέλει κόψιμο στη μέση για να φορτωθεί πλευρά, μισή και μισή· έτσι, δεν έρχεται. Τότε πήρε και το αδειανό μουλάρι και έφυγεν ο Κώστας. Ο Κομνάς προχώρησε προς εμέ. –Πού είναι ο Αργύρης, Κομνά; –Τον κλώτσησε το μουλάρι λίγο στο φρύδι και τώρα έρχεται εδώ κοντά. Σε λίγο ήρθε και ο Αργύρης δεμένο το κεφάλι με επίδεσμο. –Και στρατηγός, Αργύρη, του είπα, βλέπω τα γαλόνια, πώς έτσι τα κατάφερες; –Βρε, είπα να το σκοτώσω το ψοφίμι, αλλά αφού δεν με σκότωσε. Τότε γέλασα. –Α-α! φυσικά, αφού δεν σε σκότωσε αυτό, πώς να σκοτώσεις εσύ αυτόνο. Έπρεπε να σε σκοτώσει, για να το σκοτώσεις. Τώρα πεινάτε; Πάρτε εκεί, σας έχομε λίγο φαγητό από χθες το βράδυ, πάρτε και φάτε. Πήραν τις καραβάνες των, φάγανε και κοιμηθήκανε, διότι περπατούσαν όλη τη νύχτα. Το μεσημέρι φάγαμε κρέας νερόβραστο. Ήταν πολύ ωραίο. Έπειτα πιάσαμε τα καραούλια και κοιτάμε. Για την ώρα παντού ησυχία έχουμε. Το απόγευμα παίρνομε αποστολή για Επτάλοφο, εγώ, ο Γιώργος, Πανώρια, Γιαννούλα. Φύγαμε, πήγαμε από τη Βοϊδομονή. Παρατηρήσαμε καλά τα μέρη και σιγά-σιγά μπήκαμε στα σουρουπώματα μέσα στο χωριό. Πρώτα χαιρετήσαμε τις κερασιές. Γεμίσαμε δυο ταγάρια και δυο σακίδια. Φάγαμε πάρα πολλά. Έπειτα πήγαμε στ’ αμπέλια και πήραμε τα ρούχα μας για ν’ αλλάξουμε. Γυρίσαμε πάλι στο χωριό και φύγαμε για το λημέρι. Όταν φθάσαμε εκεί, βρήκαμε και τον Γκούρα με τους άντρες του. Τους χαιρετήσαμε και καθήσαμε. –Πώς βρισκόσαστε εδώ στα λημέρια μας, Γκούρα; –Είμαστε πάνω στα βρωμοπήγαδα, κινήθηκεν εχθρός από τρία σημεία και φύγαμεν προς τα εδώ. –Μας θέλεις; –Πώς, σας θέλομε.
[25.6.1948]
(από το βιβλίο: Μήτσος Ηλ. Καραντζάς, Το ημερολόγιο ενός Καπαπίτη από τον Εμφύλιο (όσο σώθηκε), Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας, Μαρτυρίες ΙΙΙ, Βιβλιόραμα, 2004)