Βαρειά σκουντούφλα έξω ο καιρός και πυκνή μαύρη νέφωση στα γύρω υψώματα. Μόλις προσπαθώ ν’ αναδευτώ τουρτουρίζω κυριολεκτικώς. Έβαλα την χλαίνη μου και βγήκα έξω άπλυτος και συφοριασμένος μαζεμένος στα τέσσερα. Φάτσες κατακόκκινες και αχνίζουσες που όσο πάει και τις καμπουριάζει το κρύο. Αμή. Εδώ δεν έχει παίξε γέλασε. Κι’ ακόμα πούσαι. Πήγα μια βόλτα ώς το γραφείο. Οι αξιωματικοί μας χασμουριούνται ακόμη, καταζαλισμένοι κι’ αυτοί. Έλαβα εντολή, για εφοδιασμό δύο ακόμη ημερών. Ώστε άλλο ταξιδάκι για την Αγία Κυριακή βαθειά προς την Αλβανία 5 χιλ. απ’ εδώ. Καθυστέρησις εκεί 3 ώρες. Το κρύο μάς επιτίθεται ανηλεώς. Γύρισα ξυλιασμένος, κατάκοπος και λόρδα το στομάχι. Φωνές, συσσίτιο και κρεμμύδια που πήρα απ’ τα σακκιά της επιμελητείας. Στο γυρισμό μούδωσαν και 3 γράμματα, 2 δικά Σου καλό μου (Μαρ.) και ένα του πατέρα μου. Φίνα αποζημίωσις για την πρωινή ταλαιπωρία. Έτσι είσαι «βοηθός διαχειριστού», σου λέει ο άλλος και κάτι είναι κι’ αυτό. Δεν έχει προσκλητήρια, δεν έχει εγερτήρια, δεν έχει ένα σωρό ιστοριούλες εκνευριστικές που ως πολίτης είναι ζήτημα αν άντεχα μισή. Αμέ το βραδυνό περίπολο πώς τόχεις.
Έτσι πάει κι’ αυτή η μέρα και λογαριάζω τι θα γίνη το βράδυ μ’ αυτό το κρύο που βάλθηκε να μας ξεκάνη εδώ χάμω. Τώρα θα γράψω μερικά γράμματα, έχω ξεπενταρίσει κι’ έβαλα χέρι στα λεφτά του λόχου. Ερέ και να μου ζητούσαν σήμερα λογαριασμό. Εδώ δεν έχει βιαστικούς δανεισμούς «δώσε μου χίλιες δρχ. κάποια επείγουσα ανάγκη και το πρωί στα φέρνω» και ας είσαι βέβαιος ότι το πρωί δεν θα υπάρχουν οι χίλιες.
Ο θείος Θ. ακόμη να μου γράψη κι’ απ’ αυτόν περιμένω χρήματα.
Ευτύχημα ότι στο αντικρυνό δωμάτιο του κοινοτικού γραφείου, έχει την έδρα της η Παθητική Αεράμυνα του χωριού. Ένας δεκανέας και δύο-τρεις στρατιώτες. Ένα συμπαθητικό γεροντάκι που κάνει ήσυχα, μα πολύ ήσυχα και χωρίς σκοτούρες, τον πόλεμο. Έχουν ένα τηλέφωνο και όταν περνά αεροπλάνο ειδοποιούν τα κοντινά μέρη. Είναι αυτοκέφαλοι.
Συναντώ ένα ανθυπασπιστή μας. Μου λέει ότι έξω θα μείνουμε όλοι. Προσπαθώ να διακρίνω τίποτα γύρω. Κάτι φαντάσματα. Οι στρατιώτες χαμένοι σα βρυκόλακες δώθε κείθε. Κόλαση σωστή. Έχουμε παγώσει ώς το μυαλό. Δεν θα βρεθή κανά υπόστεγο; Κοντά στην ώρα εκεί που σέρνομαι ανάμεσα από ανθρώπους και ζώα να ζητώ βοήθεια από κάπου, τρώω και μια κλωτσιά στον αστράγαλο. Έμεινα στον τόπο. Ο πόνος με περόνιασε και νιώθω αίματα στο πόδι. Σε λίγο σύρθηκα κάμποσο ακόμη. Ο φίλος Κ. μου λέει ότι βρήκε ένα υπόγειο. Δόξα ο θεός. Πράγματι. Φάτσα σε μια πόρτα ξάνοιγε ένας χώρος αρκετά πλατύς. Ένα κεράκι έφεγγε. Είχαν προηγηθή κι’ άλλοι φαντάροι. Κάτω χώμα και καλαμιές. Στριμωχτήκαμε εκεί. Μακάριζα τον εαυτό μου γιατί δεν έμεινα έξω όπως ήταν σίγουρο για κάμποσο. Κοιμήθηκα, μάλλον ξεράθηκα εκεί όπως ήμουν με τα πόδια παγωμένα και στάζοντας νερό. Δεν μ’ ένοιαζε ούτε για ζωή ούτε για υγεία. Είναι βέβαιο όμως κάτι με παραστέκει μέχρις ώρας και δεν παθαίνω τίποτα.
26-11-1940
(από το βιβλίο: Στάθης Γκοτσίνας, Από χιόνι… Πολεμώντας στην Αλβανία, Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας, Μαρτυρίες ΙV, Βιβλιόραμα, 2006)