Εκεί με πήρε η ημέρα. Ο ήλιος ρίχνει τις πρώτες του ακτίνες στην κορυφή. Καλή ημέρα, του είπα, ήλιο. Και σημειώνω την 26.5.48. Σ’ αυτό το μέρος ήταν σε πολλές μεριές κρυμμένα διάφορα πράγματα που τα είχαμε αφήσει από τις 24.4.48 αρχή που έχω σημειώσει, μα δε βρίσκω απολύτως τίποτα. Όλο αυτό το μέρος το έχουν ψάξει με την πιθαμή. Έπειτα πήγα μέχρι το Κολοβατιανό Πηγάδι, μήπως βρω κανέναν, για συνάντηση. Βρήκα μαγειρεία, αλλά αντάρτες όχι. Είχαν φύγει από εκεί προς άγνωστον κατεύθυνση. Έπειτα γύρισα από την Κατσικογιάννη Γέφυρα, πήρα τα πράγματά μου, που είχα αφήσει εκεί, και το βράδυ ήλθα πάλι στη θέση Ρούδια-Λυκότρυπον, βρήκα και τους άλλους που έχουν ετοιμάσει έναν σφάγιον για να ψήσομε και τα εντόσθια τα φκιάνουν στον τέντζερη. Έπειτα σφάξαμεν και άλλο ένα και ψήσαμεν δυο. Τα κάναμε μερίδες και ο κάθε ένας το τοποθέτησε στον γυλιό του. Ο Αργύρης με τον Πανάγο φύγαν για το χωριό, μήπως και εύρουν ένα αμπάρι, που είχε η απόκρυψη στου... το σπίτι. Εμείς οι άλλοι κοιμηθήκαμεν.
[26.5.1948]
(από το βιβλίο: Μήτσος Ηλ. Καραντζάς, Το ημερολόγιο ενός Καπαπίτη από τον Εμφύλιο (όσο σώθηκε), Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας, Μαρτυρίες ΙΙΙ, Βιβλιόραμα, 2004)