Το πρωί 27.5.48 βγήκαμε στο καραούλι όλοι και περιμένομεν τα δυο αδέλφια. Άργησαν όμως ναρθούν. Να και έρχεται ο Πάνος. –Πού είναι ο Αργύρης; ρώτησα. –Θα κοιμηθεί κάτω στα κέδρα, διότι απόψε είμαστε άυπνοι και θα κάνομεν λούφα.1 –Βρήκατε τίποτα πέρα, στο αμπάρι; –Τίποτα απολύτως. –Τότε τι κουβαλούσατε όλη νύχτα, που είσθε άυπνοι; –Δικά μας πράγματα. Τότε, βάζω με το νου μου χίλια κακά. –Να πεις του Αργύρη προτού κοιμηθεί να έρθει απάνω να συνεννοηθούμε, θα αλλάξομε λημέρι. –Καλά, μου είπε, και έφυγε. Περιμένω μέχρι το μεσημέρι αλλά δε φάνηκαν. Υποχρεωτικά θα τους περιμένω μέχρι το βράδυ. Και τότε θα φύγομεν για να πιάσομεν αλλού λημέρι, διότι εδώ έχομεν αρκετές ημέρες και δεν πρέπει να μένομεν σ’ ένα μέρος πολύν καιρό. Καίτοι μέχρι την στιγμήν αυτήν δεν παρατηρήσαμεν καμιάν εχθρική κίνηση (ξέχασα δε να συμπληρώσω χτες που έλειπα πως ο στρατός ήρθε μέχρι τον Αϊ-Γιάννη και φόρτωσαν δυο φορτία μαλλιά που τα είχε κρύψει ο Αθ. Μούκας και αυτός τους ήφερε εκεί, έχει προδώσει όλες γενικώς τις αποθήκες και τα πήρανε). Ώρα μ.μ. πέντε, στο παρατηρητήριο η Γιαννούλα ήρθεν και μας ανέφερε ότι από τη Λιλαία προς την Επτάλοφον έρχονται αρκετά αυτοκίνητα, δεν ξέρω αν φέρνουν στρατό ή έρχονται να πάρουν αυτόν που μένει εδώ. Αχ, είπα, θα έρχονται και άλλοι να κάνουν την εξόρμηση, που λογαριάζουν πάλι. Και αμέσως βγήκα μόνος μου στο καραούλι και μέτρησα. Πρώτα ήλθαν εννέα αυτοκίνητα, ξεφόρτωσαν και έφυγαν πάλι αμέσως. Φαίνεται πως πήγαν να πάρουν βάρος και από τα άλλα, που είχαν σταματήσει σκάπετα από εμάς. Ύστερα από λίγη ώρα ήλθαν δεκατέσσερα στο ίδιο μέρος και ξεφόρτωσαν. Αυτού είμαι αμφίβολος, εάν τα εννέα επέστρεψαν πάλι απάνω, τότε ο αριθμός είναι δεκατέσσερα. Εάν όμως προχώρησαν προς Λιλαίαν, τότε ο αριθμός είναι είκοσι τρία. Ο πρώτος στρατός, που έμεινεν στον Άγιον Ηλία, χάλασε τις σκηνές και έφυγε. Έμειναν στο ίδιο μέρος οι νέοι που ήρθαν, ασφαλώς αντικατάσταση έχει γίνει. Ίσως να έχουν και υπόψη τους να κάνουν και νέαν εκκαθάριση του Παρνασσού, διότι έτσι διαδίδουν. Έπειτα, αφού νύχτωσε, πήγαμε, φάγαμε και κοιμηθήκαμε. Το πρωί ξυπνήσαμε θαμπά, πήραμε νερό και βγήκαμε στη Φασούλα. Είχαμε δυο καραούλια, προς Σουβάλα και Επτάλοφο. Ελέγχομε όλο το μέρος σχεδόν αλλά σήμερα ο ήλιος βγήκε πολύ σκοτεινός και κάποτε-κάποτε φέρνει σταλαματιές. Σημειώνομεν την 28.5.48.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ
1. λούφα: απόκρυψη (επί ανθρώπων).
[27.5.1948]
(από το βιβλίο: Μήτσος Ηλ. Καραντζάς, Το ημερολόγιο ενός Καπαπίτη από τον Εμφύλιο (όσο σώθηκε), Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας, Μαρτυρίες ΙΙΙ, Βιβλιόραμα, 2004)