28.7.48, Τετάρτη. Από πρωί πήραμε αποστολή με τον Βουνήσιον προς το Πιθικούκι. Καθήσαμε μέχρι το απόγευμα. Απέτυχε η δουλειά που ήθελε να κάνει. Και κατόπιν φύγαμε πάλι για το λημέρι. Το πρωί βέβαι’ μέχρι που φύγαμε, παρακολουθήσαμε πολύ καλά τους χωρικούς που ήρθαν πάλι για θέρο, καθώς και τους Χίτες Ιωάννην και Σπύρον... Πήγαν κι αυτοί στο σιτάρι Αναστασίας Γκούμα και άρχισαν να τουφεκούν στον αγέρα. Κατόπιν άφησαν τα όπλα των καταγής και έδεναν δεμάτια. Όταν τέλειωσαν, ξανά ντουφέκισαν. Τότε είπα να φωνάξω, να προσέξουν να μην στραβώσουν κανέναν, αλλά δε μ’ άφησεν ο Βουνήσιος. Όταν πήγαμε στο λημέρι, φάγαμε πατάτες και έπειτα ξαπλώσαμεν. Ξέχασα δέ, ο Βουνήσιος είχε και άλλους δέκα μαζί του. Το βράδυ ήρθεν κι ο Οξυάς. Έμεινε και αυτός μαζί μας. Αφού είπαμε ορισμένες ιστορίες, κοιμηθήκαμε.
[28.7.1948]
(από το βιβλίο: Μήτσος Ηλ. Καραντζάς, Το ημερολόγιο ενός Καπαπίτη από τον Εμφύλιο (όσο σώθηκε), Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας, Μαρτυρίες ΙΙΙ, Βιβλιόραμα, 2004)