Το πρωί ο Αχ. βγήκε καραούλι απάνω σ’ ένα σύρμα,1 που ερχότανε από το Καστρί. Γύρισε πίσω, μας είπε είναι ήσυχα. Ανάψαμε πάλι φωτιά και ψήναμε λίγο κρέας όπου είχαμε. Μα εμέ δεν με ανάπαβε να καθόμαστε όλοι μέσα στη σπηλιά και είπα στον Κομνά2 να πάρει τα κυάλια και να βγει απέξω να κοιτάξει προς το Μοναστήρι.3 Μόλις βγήκε και κοίταξε, φώναξε: Στρατός ανεβαίνει στο μονοπάτι για το Μοναστήρι. Αμέσως τιναχτήκαμε απάνω. Σβήσαμε τη φωτιά να μη φαίνεται καπνός. Ο Αχ. έτρεξε και έπιασε στο σύρμα του Καστριού, μην έρχονται άλλοι από εκεί. Εγώ με τον Κομνά πήγαμε πιο πέρα και παρακολουθούσαμεν αυτού. Είδα πως δεν έχουν διάθεση να ανεβούν προς τα εμάς... είπα και φύσει αδύνατον να ανεβούν μέσα στα βράχια και γι’ αυτό πήρα την απόφαση και άφησα τις γυναίκες όλην την ημέραν μέσα στη σπηλιά για να μη σημειώσομεν κινήσεις και μας ιδούν. Αυτοί πήγαν στο Μοναστήρι, έριξαν μερικές ριπές και το μεσημέρι γύρισαν πάλι στη βάση τους. Εγώ δεν είδα εάν πήγαν στο Χρισσό ή στο Καστρί.4 Ο Αχ. πάλι, στο καραούλι είχε κοιμηθεί και δεν τους είδε κι αυτός αφού άρχισε πάλι να νυχτώνει.
Ήλθεν και ο Αχ. στη σπηλιά, πάντα γελαστός, μας εχαιρέτησεν και άρχισε το τραγούδι.
– Μπάρμπα, μου λέγει, θα πάρω και το τσιόνι5 τον Κομνά να κατέβομε κάτω στο Χρισσό να μάθομε νέα και να πάρομε και τρόφιμα. –Όχι Αχ., του είπα. Τρόφιμα έχομεν ακόμα για μια εβδομάδα. Κάτω δεν ξέρομε τι στρατός είναι και τι μέτρα έχουν. Να καθήσετε να μην πάτε απόψε. Αύριο θα παρακολουθήσομεν με τα κυάλια και εάν δεν υπάρχει στρατός, τότε να πάτε. Ή ημπορούμεν να πάμε και μεις. –Όχι, Μπάρμπα, θα πάμε απόψε, το μέρος το ξέρω πολύ καλά εγώ. Και τα πρόσωπα που θέλω, ξέρω πού θα τα ανταμώσω. Και εάν δεν προλάβομεν να έλθομεν απόψε, θα έρθομε αύριον το βράδυ, να μην ανησυχείτε πως θα πάθομε τίποτα. Πήραν ψωμί, εληές και κριάς, λίγο φάγανε, πήραν βουρ,6 και ξεκίνησαν, άντε γεια σας, λένε και καλή αντάμωση. Στο καλό, παιδιά μου, και να προσέχετε, να βαδίζετε πέντε-δέκα βήματα και να κάθεστε ν’ αφουγκράζεστε, τα μάτια σας τέσσερα. –Έννοια σου, Μπάρμπα, δεν είναι η πρώτη φορά που πάγω, έχω αφήσει παληοτσάρουχο στα μέρη αυτά.
Επανέλαβαν τα γειά σας και έφυγαν. Τώρα μείναμε 5 στη σπηλιά: Εγώ, η Πανώρια,7 η Λένη, η Κατίνα κι η Γιαννούλα. Αφού το βράδυ φάγαμε, ανάψαμε ένα κεράκι που είχαμε και πέσαμε και κοιμηθήκαμε. Το πρωί, όπου ξυπνήσαμε, τα παιδιά δεν είχαν έλθει ακόμα. Πήραμε τα ρούχα μας και πήγαμε το απέναντι μέρος μέσα σε δασειά κέδρα και καθήσαμεν όλην την ημέρα. Ησυχία, ερημιά. Ούτε άνθρωποι ούτε πράμα βλόγαγε κει μέσα, μόνον κανένας όλμος, ριπή, ακούγαμε από όλα τα σημεία, προς Όλυμπον, 51, Αράχωβα, Κρόκι, Καλάνια, Αργοστίλια.8 Τα αεροπλάνα κόπηκαν9 όλη την ημέρα σε όλα αυτά τα μέρη.
Αφού η ημέρα έμασεν, ο ήλιος είχε κατέβει αρκετά χαμηλά στο βασίλεμα, είπα στις γυναίκες: –Εγώ θα πάρω τα παγούρια να πάγω να πάρω νερό σε ένα σπλιθάρι10 που μου υπέδειξε ο Αχιλλέας φεύγοντας χτες βράδυ, εσείς να καθήσετε λίγο ακόμα και άμα πάρει να νυχτώνει να πάτε στη σπηλιά. Πήρα τα παγούρια, πήγα στο σπλιθάρι, πήρα νερό, ήπια, τρία παγούρια τα γέμισα και έφυγα για την σπηλιά. Όταν έφτασα εκεί είχε νυχτώσει αρκετά!
Μπήκα μέσα, δεν βλέπω κανέναν. –Μπα, είπα. Τι στο διάβολο έχουν πάθει. Αμέσως έβαλα πολλά άσχημα στον νου μου. Προς στιγμήν βρέθηκα σε αμηχανία, δεν ήξερα τι να κάνω. Μα αμέσως πήρα την απόφαση να φωνάξω δυνατά, μα όμως ακούγω κάτω στη ρεματιά να βροντάν αρβύλες και να κυλάν πέτρες. Τότε είπα: –Στρατός είναι, μας έχουνε προδώσει, ήλθαν εδώ, βρήκαν τις γυναίκες και τις πήραν, αλλά αυτού που πάνε, μέσα στο ρέμα, κάτω δεν βγαίνουν και εδώ μέσα θα τους πάρει ο διάβολος και αυτούς και εμέ, ας φωνάξω να δω πού είναι οι γυναίκες. Και φωνάζω: –Πανώριααα, Κατίνααα. –Εδώ είμαστε, απαντάν με χαμηλή φωνή. –Ελάτε εδώ, τις λέγω άγρια. –Όχι δεν ερχόμαστε, είδαμε ανθρώπους να κατεβαίνουν κάτω από τη ρεματιά και τρυπώσαμε, δεν ξέρουμε τι είναι, αντάρτες ή στρατός. –’Λάτε γρήγορα δώθε, τους λέγω πάλι άγρια, και ό,τι θέλει ας είναι, τώρα θα το δούμε.
Πήραν τα σέα11 όλα και ήρθαν σε εμέ. –Πόσοι είναι, μωρέ, αυτοί που πέρασαν κάτω; –Έξι έως οκτώ, κράνια12 δεν έχουν, μου είπαν. –Ε καλά, είναι δικοί μας, καθήστε μέσα. Πήγαν μέσα στη σπηλιά και κάθησαν χωρίς ν’ ανάψουν φωτιά. Εγώ πήρα το όπλο και πήγα για αναγνώριση. Άκουσα αρκετή σκαρφαλωσιά και απελπισία. –Ε, παλλικάρια, ποιοι είστε εσείς, τους λέγω. Αυτοί δεν μου απάντησαν, διότι δεν άκουσαν. Τους φωνάζω δεύτερη και τρίτη φορά, πιο δυνατά: –Ε, ποιοι είστε εσείς;
Τότε σταμάτησαν και ρωτηθήκανε, φωνή ακούσαμε, κάποιος δικός μας θάναι, να του απαντήσουμε. Ρωτηθήκανε, πήραν απόφαση και μου απάντησαν. –Εσύ ποιος είσαι, πέσε μας και θα σου πούμε κι εμείς. –Εγώ είμαι ο Καραντζάς, εσείς; –Εμείς είμαστε αντάρτες, ο Μολιώτης, ο Καρκάνης, ο Καστανός. –Ε, Μπάρμπα Μήτσο, εσύ είσαι; μου είπεν ο Καστανός. –Εγώ είμαι ο αδερφός του Τρομάρα, με γνωρίζεις. –Καλά σας γνωρίζω όλους, ’λάτε εδώ, γιατί αυτού που πάτε δεν βγαίνει ποτέ. –Ερχόμαστε, κάτσε αυτού, ώσπου ναρθούμε. Τους περίμενα. Ήρθαν εκεί και προτού χαιρετηθούμε μου είπαν: –Μπάρμπα Μήτσο, έχει νερό, πεθαίνουμε; –Έχω τρία παγούρια τα οποία θα σας τα διαθέσω. Όλο χαρά τα παιδάκια ήρθαν εκεί. Σφίξαμε τα χέρια και τραβήξαμε για τη σπηλιά. Ανάψαμε πάλι το κεράκι, ανάψαμε φωτιά, ζεσταθήκαμεν και κατόπιν κοιμηθήκαμε όλοι στη σειρά, αφού βγάλαμε σκοπό. Τότε είπα στον σκοπό ότι περιμένουμε και τον Αχ. με τον Κομνά νάρθουν τη νύχτα, να προσέξει να μην χτυπηθούμε.
Η νύχτα περνά. Οι σκοποί αλλάζουν και τα παιδιά δεν έχουν φανεί μέχρι τα χαράματα. Τότε είμαστε υποχρεωμένοι να βγούμε πάλι έξω από τη σπηλιά. Υπέδειξα στα παιδιά ποιο λημέρι να πιάσουν, καθώς και το σπλιθάρι πού είναι, να πάρουν νερό, να πάγω εγώ πέρα τις γυναίκες και πήγαμε πάλι στα κέδρα και κάναμε μουλάγα ή λούφα.13
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. σύρμα: στενή δύσκολη όδευση σε βραχώδες μέρος.
2. Ο δεύτερος γιος του Μήτσου Καραντζά.
3. Του Προφήτη Ηλία, πάνω από το Χρισσό.
4. Οι Δελφοί.
5. τσιόνι: το πουλί τσιόνι, μεταφορικά αδύνατο παιδί.
6. βουρ: χτύπημα (τούρκικα), καταπάνω, παίρνω φόρα.
7. Γυναίκα του Μ.Κ.
8. Τοποθεσίες στον νότιο Παρνασσό (προς Δελφούς). 51: το 51ο χιλ. της αμαξιτής οδού Αταλάντης-Λαμίας, κοντά στη Γραβιά.
9. κόβομαι: κάνω σαματά.
10. σπλιθάρι: κοίλωμα σε οριζόντιο βράχο που κρατάει βρόχινο νερό.
11. σέα (και τα μέα): τα πράγματά σου, τα πράγματά μου.
12. κράνια: κράνη.
13. μουλάγα: απόκρυψη ή λούφα. Λούφα: απόκρυψη (επί ανθρώπων).
[29.4.1948]
(από το βιβλίο: Μήτσος Ηλ. Καραντζάς, Το ημερολόγιο ενός Καπαπίτη από τον Εμφύλιο (όσο σώθηκε), Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας, Μαρτυρίες ΙΙΙ, Βιβλιόραμα, 2004)