Το πρωί ξημέρωνε η 29.5.48. Το πρωί που έφεγγεν λίγο, ξύπνησα όλους και τραβηχτήκαμε πιο απάνω, που ήταν μεγαλύτερα ζαβά1 και καλόν για παρατήρηση. Ο Αργύρης και ο Γιώργος πήραν αποστολή, περιοδείαν μήπως συναντήσουν κανέναν άλλον, διότι καθόμαστε εδώ απομονωμένοι μόνοι μας. Εμείς οι άλλοι καθήσαμεν στο ύψωμα. Τότε θέλησεν και ο Βασίλης να πάρει μόνος του αποστολή και να πάει να παρατηρήσει την Επτάλοφον,2 μήπως υπάρχει στρατός. Το απόγευμα επέστρεψαν νωρίς και μας είπαν ότι ένας λόχος με είκοσι μεταγωγικά μπήκαν στο χωριό και έβγαλαν φυλάκια γύρω στα συνηθισμένα υψώματα. Τα μεταγωγικά τα ξεφόρτωσαν στου Μπούρα το σπίτι. –Καλά, Βασίλη, τα είδαμε και εμείς από εδώ, αλλά επειδή είμαστε μακριά είδαμε λίγα και αυτά μόλις τα διακρίναμεν από εδώ. Τώρα μου λες για είκοσι. Καταλαβαίνω πως θα μείνουν για πάντα στο χωριό και θα μας πάρει ο διάβολος και εμάς και αυτούς. Έπειτα κατεβήκαμε κάτω. Εκεί συναντήσαμε και τους άλλους, Γιώργο και Αργύρη. –Ε, βρε παιδιά, τους είπα, πώς περάσατε; Βρήκατε κανέναν; –Κανέναν απολύτως, Μπάρμπα Μήτσο, μόνον απάνω στου Πασιά Πηγάδι ακούσαμε ένα όπλο, ταμ τουμ, δικοί μας είναι, εχθρός, δεν ξέρομε. Αφού έπεσε μόνον ένα, είναι δικοί μας. Ο εχθρός, όποτε ρίχνει, θα ρίξει πολλά. Φάγαμε κοιμηθήκαμε.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. ζαβά: δυσκολοπάτητα, απόκρημνα μέρη.
2. Το χωριό Άνω Αγόριανη έχει νέο όνομα, Επτάλοφος.
[29.5.1948]
(από το βιβλίο: Μήτσος Ηλ. Καραντζάς, Το ημερολόγιο ενός Καπαπίτη από τον Εμφύλιο (όσο σώθηκε), Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας, Μαρτυρίες ΙΙΙ, Βιβλιόραμα, 2004)