Η ημέρα ξημερώνει λιγότερο άσχημη. Η σκουντούφλα έχει διαλυθή και μπορεί να βγη και ήλιος. Ετοιμασία για το Λ., ένα χωριό όπου σταθμεύει το κέντρο εφοδιασμού. Μας λείπει ψωμί και άλλα τρόφιμα. Φτάσαμε κάποια ώρα. Είναι 7-8 χιλιόμετρα απ’ εδώ. Το τι γινόταν εκεί δεν περιγράφεται. Ώς χίλια μουλάρια και άλλοι τόσοι φαντάροι περιμένουν για τον εφοδιασμό των γραμμών.
Τα ίχνη της ταλαιπωρίας της μεγάλης και της κακοπέρασης, του τουρτουρίσματος, είναι έντονα χαραγμένα στις φάτσες. Το κέντρο δεν έχει παραλάβει σχεδόν τίποτα. Οι μεταφορές δυσκολεύτηκαν από την κακοκαιρία. Μόνο ψωμί και κρομύδια. Να φορτώσουμε κρομύδια. Φωνάζει ένας γεράκος ανθ/στής, να φάν τέλος πάντων κάτι τα παιδιά των γραμμών. Πολύ κοντά μας το βαρύ πυροβολικό ρίχνει γραμμή συνεχιστές τις κανονιές και συγκλονίζεται ο τόπος. Αργά το απόγευμα γυρίσαμε μόνο με ψωμί. Πάλι καλά. Ο καιρός είχε στρώσει και μια λιακάδα ζεστή ξεμάργωσε τα χέρια και τα πόδια μου που ακόμα και στη φωτιά δεν τα νιώθω δικά μου. Γύρισα στο καλύβι. Δεν μου πάει ούτε φαΐ ούτε τίποτε. Η έλλειψις του τσιγάρου μ’ έχει μαραζώσει κι’ υποφέρω πολύ. Γράμματα έχουμε να πάρουμε 10-12 ημέρες. Ούτε και στέλνω πια. Είναι βέβαιον ότι δεν θα πάν. Ποιος μπορεί τώρα μέσ’ στη φωτιά να ενδιαφερθή για τέτοια δευτερεύοντα ζητήματα. Έχω αφεθή στην τύχη και προσπαθώ να κάνω ό,τι μπορώ για να διώξω τη βαθειά στενοχώρια, δυσφορία και απογοήτευση που με κατέχει. Δοκιμάζω τον εαυτό μου. Σήμερα κύτταξα να βρω καμμιά αρβανίτισσα να με πλύνη. Είχα σαπούνι δικό μου. Δεν βαρυέσαι. Τίποτε, και είμαι άπλυτος και ανάλαγος πάνω από 20 ημέρες. Δεν πλένομαι εδώ. Σ’ όσα σπίτια και καλύβες μπήκα στάθηκε αδύνατο να ανακαλύψω ίχνος σκεύος και αναχριού σπιτικού. Εδώ στην καλύβα του γέρου δεν υπάρχει Bγιασμός. Πώς ζει; Τον γέρο δεν τον είδα ποτέ να τρώει στο καλύβι. Δεν υπάρχει ούτε πιάτο ούτε πηρούνι ούτε έλεος, απολύτως τίποτε. Ήθελα μόνος μου να πλύνω μερικά μαντήλια τουλάχιστον, που έχουν καταντήσει να μην τα ιδή μάτι και δεν πιάνονται στα χέρια, αλλ’ αδύνατον. Δυστυχία και συφορά που δεν την φαντάζεται άνθρωπος, δέρνει τον κόσμο εδώ. Αυτοί δεν βλέπουν θεού πρόσωπο ούτε διαβόλου. Έχω λεφτά στην τσέπη μου. Θέλω ν’ αγοράσω κάτι. Να βρω τσιγάρα. Ένα τσάι. Ένα φάκελο. Αστεία πράματα. Τα λεφτά είναι ολότελα άχρηστα. Μια κόττα ζήτησα χωρίς να ξέρω πού θα τη βράσω και τα λεφτά μας δεν τα παίρνουν οι Αρβανίτες. Τρομερό πράμα. Κατά το μεσημέρι είχαμε και επισκέψεις. Μια νέα Αρβανίτισσα συχαμένη, κουρελιάρα, με ένα βυζασταρούδι στο βυζί, μια γριά στραβή και ένας μεσόκοπος κόνεψαν στο καλύβι. Είναι φαίνεται συγγενείς του γέρου, που είχαν έρθει από κάποιο χωριό όπου μπήκαν μέσα οι δικοί μας. Η δυσφορία τους και η στενοχώρια τους που βρισκόμαστε στο καλύβι, είναι χυμένη στις άπλυτες μούρες τους. Ιδίως η στραβή γριά με κάτι αλατζαδένιες βράκες μπιρμπιλιές κάνει γκριμάτσες, διαρκώς στρίβει τα μούτρα και στέκει πίσω μακρυά. Της νέας το στόμα πάει λοιδάρι, λέει λέει και δεν έχει τελειωμό. Φαίνεται δεν το περίμεναν αυτό. Εγώ δεν δείχνω να συγκινούμαι απ’ αυτά. Τι θα γίνη; Αν φύγουμε πού θα πάμε; Μόνο ύπαιθρο υπάρχει. Είμαι της γνώμης ότι αυτοί εδώ οι Αρβανίτες του χωριού αυτού δεν μας χωνεύουν. Δεν το δείχνουν βέβαια αλλά βλέπω εγώ ένα σωρό λεπτομερειούλες. π.χ. Αυτός ο γέρος εδώ που χάσκει διαρκώς όταν του γνέψεις κάτι, είχε κάτι ξύλα μέσ’ στο καλύβι χθες. Σήμερα δεν υπάρχουν πια. Τα εξαφάνισε μόλις αντελήφθη ότι θάμπαινε χέρι. Κι’ ο άθλιος αυτός θα πυρωνόταν, γι’ αυτή τη δουλειά τα είχε. Στο Γραφείο του Λόχου το απόγευμα είπαμε μερικά πράματα με τον Αν/γό. Κυρίως έφερα βόλτα για κανένα τσιγάρο. Το κορμί μου με τρώει απ’ την απλυσιά, και ίσως από τις ψείρες. Τα χέρια μου έχουν αγριέψει και είναι χιλιοπληγιασμένα και σκασμένα από την παγωνιά. Κατά το βράδυ ψάχνω μέσα τις καλύβες να κλέψω ξύλα. Μεγάλη έλλειψη κι’ απ’ αυτά αν και ολόκληρα δάση από χαμόδεντρα είναι γύρα γύρα στο χωριό. Πού να κόψουν όμως οι Αρβανίτες. Μαγκουφαριό και κακό. Μόνο άχερα και πάλι άχερα είναι στιβαγμένα γύρω γύρω σ’ ένα ξύλο μακρύ μπηγμένο στη γη, είδος αντένας. Σ’ εκατό καλυβόσπιτα θα υπάρχουν χίλια τέτοια. Χοιρινό, κόττα, πρόβατο, πρέπει να βάλης κιάλι για να ιδείς. Δεν υπάρχουν. Μπακάλικο-καφενείο, καλέ τι λες. Ούτε ακίνητα δεν υπάρχουν. Αφάνταστη κουρελαρία και βρωμιά. Τρωγλοδύτες.–
3-12-40
(από το βιβλίο: Στάθης Γκοτσίνας, Από χιόνι… Πολεμώντας στην Αλβανία, Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας, Μαρτυρίες ΙV, Βιβλιόραμα, 2006)