Skip to main content
Σάββατο 21 Δεκεμβρίου 2024
30-11-40
Γκοτσίνας Στάθης

Νύχτα ακόμη, ακούω τη σάλπιγγα να σημαίνει συγκέντρωση. Αμ, το φοβόμουνα. Πάλι δρόμο λοιπόν. Έξω φυσά και βρέχει ακόμη. Νοιώθω κάποια ζεστασιά εκεί χάμω. Πώς θα σηκωθώ; Οι άλλοι, καμμιά δεκαριά στρατιώτες βλαστημούν κι’ ετοιμάζονται. Σηκώθηκα κι’ εγώ. Μπούρλιασα το σκουριασμένο τουφέκι μου και λοιπά και έξω. Φασαρία και κακό. Άλλο πράμα. Ξεκινάμε με βροχή και αέρα, ενώ τα βουνά γύρω στα πόδια μας δείχνουν κάτασπρα από χιόνι. Χέρια-πόδια δεν κατέχω. Η κλωτσιά που έφαγα αποβραδύς με πονάει πολύ τώρα και κουτσαίνω. Αλλά τίνος να το ειπώ; Φαντάροι στο δρόμο, κάρρα, αυτοκίνητα πηγαινοέρχονται βιαστικά. Είμαστε στο μέτωπο. Το κανονίδι ακούγεται στα πόδια μας πυκνότατο. Προχωρούμε προς βορράν. Ο καιρός συνεχίζει άθλιος. Πατούμε και βουλιάζουμε. Τα χείλη μου ολότελα ξερά και πληγιασμένα πολύ απ’ τα σκασίματα. Δεξιά κι’ αριστερά στο δρόμο ένα σωρό ετερόκλητα αντικείμενα πεταμένα απ’ τον εχθρό, γεμάτα τα ρείθρα. Κυριαρχούν οι σφαίρες και οβίδες, γράμματα, κουτιά, είδη από πανί. Σαν διαλυμένο πανηγύρι. Εδώ στη γράνα, κυττάζουν κατά θεό δυο άλογα σκοτωμένα. Παραπάνω κι’ άλλα, σωρό. Πιο πέρα ένας τεράστιος λύκος. Δεν τα θάβουν αυτά. Οι πλαγιές γεμάτες χαμόδενδρα με ξερά φύλλα. Πολλά χαμόδενδρα. Εδώ κι’ εκεί μέσα απ’ τα χαμόδενδρα διακρίνω καταυλισμούς δικούς μας και πυροβολεία. Σ’ ένα ύψωμα τρία τέσσαρα εγκαιροσκαμμένα μνήματα και άλλοι τόσοι ξύλινοι σταυροί από κάσσες. Έκανα το σταυρό μου. Τα παιδιά γλύτωσαν. Οι μανούλες τους θα περιμένουν όμως. Σ’ ένα δέντρο κρέμεται ένα καρτόνι γραμμένο. Κοιτάζω: «εδώ εφονεύθη, λέει, και έπεσε ο στρατιώτης τάδε. Αιωνία του η μνήμη». Ο τόπος γενικά είναι ένα λείψανο μάχης.
    Προχωρούμε και το μυαλό μου τρέχει τρέχει. Μόνο το κεφάλι μου ορίζω. Η βροχή δεν πάει να σταματήση. Γύρω μας πολλά χωριά. Καμμιά φορά σταματούμε. Είχε βραδυάσει. Ήταν ένα χωριουδάκι αριστερά με πολλά τέλματα, νερά απ’ έξω. Μπήκαμε μέσα. Οι Αλβανοί κλείνονται μέσα από φόβο. Ποιος έχει όρεξη και κακία για να τους πειράξη;
    Έψαξα ώρα για κατάλυμα. Τίποτε. Πάλι η φωνή του φίλου Κ. με ξάφνιασε. Είχα σωθή. Με ωδήγησε σ’ ένα καλύβι. Ήσαν και δύο άλλοι μέσα. Είδα κι’ αισθάνθηκα φωτιά να καίει. Εκείνη την ώρα μπροστά στο άθλιο αυτό καλύβι δεν έστεκε ούτε η «Μεγάλη Βρεταννία» σε σύγκριση. Μου φάνηκε ότι γλύτωσα από τη χειρότερη δοκιμασία. Τα παιδιά φούσκωσαν τη φωτιά. Κάπνιζε πολύ γιατί το καλύβι δεν είχε κανένα άνοιγμα. Στο βάθος μόνο μια τριγωνική τρυπίτσα πάνω στη γλύνα. Έπεσα κοντά στη φωτιά και κοιμήθηκα ζεστά οπωσδήποτε για πρώτη φορά. Στον ύπνο μου, που πάντα στην περίοδο της στρατεύσεώς μου είναι ελαφρός, είχα το φόβο μήπως από στιγμή σε στιγμή σημάνη συγκέντρωση. Το πιθανώτερο πράμα. Ο καιρός είναι πονηρός και και δεν ξέρεις τι γίνεται από ώρα σε ώρα. Και πού να βγής έξω. Ευτυχώς δεν έγινε τίποτα. Σηκώθηκα δυο τρεις φορές την νύχτα και κάπνισα ισάριθμα τσιγάρα αφού τσίμπησα και ζωογόνησα κάπως τη φωτιά. Έμαθα βλέπεις εδώ και ημέρες να καπνίζω τη νύχτα.

(από το βιβλίο: Στάθης Γκοτσίνας, Από χιόνι… Πολεμώντας στην Αλβανία, Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας, Μαρτυρίες ΙV, Βιβλιόραμα, 2006)