Skip to main content
Σάββατο 21 Δεκεμβρίου 2024
[30.4.1948]
Καραντζάς Μήτσος Ηλ.

Το μεσημέρι, που πήγα να πάρω νερό, βρήκα τα παιδιά όλα εκεί, στο σπλιθάρι1 δίπλα. –Γιατί, παιδιά, δεν πιάνετε καρ[α]ούλι; τους είπα. –Δεν προλαβαίναμε να βγούμε απάνω, μας πήρε η καλή ημέρα. –Τι είδατε, εδώ που καθόσαστε; –Είδαμε μια διλοχία, πέρασε κάτω από το Μοναστήρι με καμιά ογδονταριά μουλάρια. –Τότε πρέπει να έχουν φύγει από πάνω. –Έχετε τρόφιμα; τους ρώτησα. –Όχι, μου λένε, δεν έχουμεν. –Εσείς; με ρώτησαν. –Εμείς έχουμε κάτι λίγα, τα οποία θα μοιρασθούμε με εσάς, αλλά στενοχωρούμαι για τα παιδιά, δεν ξέρω τι έχουν πάθει. Ή έχουν πάθει ζημιά ή έχουν βγει ασκέρι δικό μας και πάνε κοντά. –Χμ... ποιος ξέρει, μου απάντησαν κι αυτοί με απελπισία. –Τότε, παιδιά, ξέρετε τι θα κάνουμε, θα πάρω τις γυναίκες απάνω και το βράδυ να περάσομεν πάλι προς τον Παρνασσό, εκεί έχω τρόφιμα κρυμμένα και θα περάσουμε καλά. –Έτσι κάνομεν, μου απάντησαν.
    Πήγα λοιπόν πήρα τις γυναίκες και πήγαμε όλοι εκεί. Τότε είπαμε να βγει φυλάκιο το απάνω μέρος με 4 άντρες και έφυγαν. Αλλά αυτοί προχώρησαν πολύ απάνω, όπου είδαν το φυλάκιο2 από το Κρόκι3 απέναντι. Τότε γυρίζουν πίσω και μας είπαν να φύγομε από εδώ, διότι το φυλάκιον ίσως να μας είδε, γιατί εμείς ξελακώσαμε άθελα, μάλιστα ένας κοιτούσε με κυάλια προς τα εδώ. Τότε αποσυρθήκαμεν προς το πέρα ύψωμα, εγώ σταμάτησα με τις γυναίκες μέσα σε δασειά κέδρα αφού τα παιδιά πήγαν μέσα στη ρεματιά.
    Το βραδάκι, που πήγα να τα εύρω, είχανε φύγει. Τους κράζω το σύνθημα πούχαμε αλλά τίποτα, κανείς. Τα ίχνη τους, παρακολούθησα, έφυγαν προς τη Λούτσα. Τότε πήρα την Κατίνα και πήγαμε στο απάνω σπλιθάρι για νερό, διότι το κάτω είχε σωθεί, το είχαν πιεί όλο τα παιδιά. Αφού βγήκαμε απάνω, όσο μπορούσαμε καλυμμένοι, εγώ κάθησα και παρακολουθούσα το φυλάκιο με τα κυάλια, η δε Κατίνα πήγε και γέμισε τα παγούρια νερό και γύρισεν. Το βράδυ πήγαμε και κοιμηθήκαμε απέναντι από τη σπηλιά, σε μια ρεματιά αλλά τη νύχτα έπιασεν βροχή και πήγαμε πάλι στη σπηλιά, ανάψαμε φωτιά, στεγνώσαμε. Αλλά η ημέρα είναι Σάββατον, οι βραδιές τέσσερες, που λείπουν τα παιδιά και ακόμα δεν φανήκανε, τι γίνονται δεν ξέρομεν. Ανησυχούμε όλοι και κάνομε τον σταυρόν μας να είναι μόνο καλά.
    Το Σάββατον το απόγευμα παίρνομε την απόφαση να ξεκινήσομεν για το χωριό Αγόριανη. Και ξεκινάμε. Τι θα μας βρει στο δρόμο δεν ξέρομεν, θα γράψομεν εις τον σταθμό, που θα σταματήσομεν.
 
 
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
 
1. σπλιθάρι: κοίλωμα σε οριζόντιο βράχο που κρατάει βρόχινο νερό.
 
2. Φυλάκιο του στρατού αυτό.
 
3. Η τοποθεσία, ακριβώς μόλις τελειώνει η ανηφόρα πάνω από τους Δελφούς.

(από το βιβλίο: Μήτσος Ηλ. Καραντζάς, Το ημερολόγιο ενός Καπαπίτη από τον Εμφύλιο (όσο σώθηκε), Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας, Μαρτυρίες ΙΙΙ, Βιβλιόραμα, 2004)